O τίτλος της τελευταίας έκθεσης στο Deichtorhallen του Αμβούργου, «High Noon» (σημαίνει είτε «αντιπαράθεση» είτε «κορύφωση της δημιουργικότητας»), επανασυνδέει μια γενιά φωτογράφων, μεταξύ των οποίων οι Nan Goldin, David Armstrong, Mark Morrisroe και Philip-Lorca diCorcia. Πρόκειται για μια γενιά σημαντικών φωτογράφων που συναντήθηκαν κάπου μεταξύ της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του '80 κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στη Σχολή του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, γνωστή και ως «Σχολή της Βοστώνης». Η έκθεση παρουσιάζει περίπου 150 έργα από τη συλλογή «F.C. Gundlach» σε επιμέλεια της Dr Sabine Schnakenberg, αποτυπώνοντας το πνεύμα της ανερχόμενης underground σκηνής κατά την περίοδο της προεδρίας του Ρίγκαν.
Αποφοιτώντας το 1977, η Goldin έφτασε στη Βοστώνη έχοντας αποκτήσει ήδη φήμη. Ο στενός της φίλος Armstrong από τότε που σπούδαζαν μαζί στο χίπικο σχολείο «Satya» στο Lincoln της Μασαχουσέτης θυμόταν ότι «όλα τα κουλ παιδιά που συναντιόντουσαν το πρωί για να φάνε hash brownies μιλούσαν για τον θρύλο Nan Goldin, την οποία είχαν διώξει από το σχολείο την προηγούμενη χρονιά». Ο Armstrong και η Goldin συνδέθηκαν μέσω των καλλιτεχνικών τους πρακτικών και παρέμειναν φίλοι μέχρι τον θάνατο του Armstrong το 2014 από καρκίνο του ήπατος.
Το «High Noon» εκφράζει ακριβώς το γεγονός ότι αυτή η γενιά φωτογράφων διεύρυνε τα όρια του μέσου, ανοίγοντάς του νέους ορίζοντες, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε το σκοτάδι και την ελαφρότητα της δικής της ζωής με φόντο την ταχύτατα μεταβαλλόμενη νεανική κουλτούρα.
Έχοντας σπουδάσει καλές τέχνες πριν από τη φωτογραφία, η ποιητική προσέγγιση του Armstrong στη φωτογραφική εικόνα (ο φωτογράφος Ryan McGinley συνέκρινε κάποτε τις γεμάτες φως λήψεις του με τους ολλανδικούς πίνακες του Vermeer) αντιπαρατίθεται υφολογικά στις ωμές, σκληρές και ειλικρινείς λήψεις της Goldin.
Ενώ ο Armstrong επέμενε να απαθανατίζει τα θέματά του μόνο όταν τα έλουζε το φυσικό φως, το βλέμμα της Goldin συχνά βυθιζόταν σε τεχνητά φωτισμένους εσωτερικούς χώρους, στα μπάνια των μπαρ-καταγωγίων και στα ακατάστατα υπνοδωμάτια – φευγαλέες, κλεμμένες στιγμές μέσα στο χάος της δικής της ζωής και των ζωντανών πανκ και LGBTQ+ σκηνών.
Ωστόσο, με ή χωρίς το λαμπρό φλας της φωτογραφικής μηχανής, και οι δύο φωτογράφοι μετέφεραν, με τα επιλεγμένα θέματά τους, σταθερά μια ενστικτώδη οικειότητα, όπως φαίνεται στο «Ballad of sexual dependency» (1979-1986) της Goldin ή στα ασπρόμαυρα πορτρέτα του Armstrong των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Βυθισμένη στα πάρτι, στα ψυχεδελικά και στις πολαρόιντ, η Goldin, μαζί με τα άλλα μέλη της Σχολής της Βοστώνης, εισήγαγε τη φωτογραφική μηχανή σε νέες, ευφάνταστες περιοχές. Αντιδρώντας στην άνοδο του μαζικού καταναλωτισμού της εποχής του Ρίγκαν, η σχολή της Βοστώνης άντλησε έμπνευση από τα ταμπού και την παραβατικότητα, τις υπόγειες, μη κομφορμιστικές σκηνές της μποέμικης, κουίρ κουλτούρας που άνθησε στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Ο Mark Morrisroe, στενός φίλος της Goldin, τον οποίο η ίδια χαρακτήρισε κάποτε ως «τον πρώτο πανκ της Βοστώνης», ήταν μία από τις βασικές φιγούρες αυτού του κινήματος.
Όπως και η Goldin, είχε μάθει από μικρός να βασίζεται στον εαυτό του. Μεγαλωμένος σε μια προβληματική οικογένεια, με μια μητέρα εθισμένη στα ναρκωτικά και έναν πατέρα απόντα, ο Morrisroe στράφηκε στην εφηβεία του στη σεξεργασία για να επιβιώσει.
Σε ηλικία 17 ετών τον πυροβόλησε στην πλάτη ένας δυσαρεστημένος πελάτης. Έπαθε σοβαρή βλάβη στη σπονδυλική του στήλη που του άφησε μια μορφή αναπηρίας για το υπόλοιπο της ζωής του, γεγονός που θα διαμόρφωνε αναπόφευκτα την άποψή του για τον κόσμο.
Αντανακλώντας αυτά τα πρώιμα τραύματα, η πρακτική του ως καλλιτέχνη, που συχνά επικεντρωνόταν στη ζωή νεαρών γκέι σεξεργατών, πειραματίστηκε με πολαρόιντ και φωτομοντάζ από ακτινογραφίες και εικόνες σκελετών.
Η δουλειά του παρουσιάζει μια ορισμένη αφιλτράριστη ανδρική ευθραυστότητα, όπως φαίνεται σε έργα που εκτίθενται στο «High Noon» όπως το «Self-portrait with broken finger, Christmas, 1984». Το 1989 ο Morrisroe πέθανε στα 30 του χρόνια από επιπλοκές που σχετίζονται με το AIDS – ένας τραγικός και πρόωρος θάνατος που επισκίασε την καλλιτεχνική του κληρονομιά.
Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του, οι φωτογραφίες του Philip-Lorca diCorcia είναι σχολαστικά σκηνοθετημένες και διαπνέονται από μια αίσθηση ίντριγκας. Έχοντας αναδειχθεί τη δεκαετία του 1980 δίπλα στους Goldin, Armstrong και Morrisroe, ανέπτυξε ένα ξεχωριστό οπτικό λεξιλόγιο που μοιάζει θεατρικό και εξαιρετικά εκτελεσμένο.
Τα θέματά του δείχνουν εσωτερικά περιβάλλοντα, ενώ τα έργα του απέχουν πολύ από τις σκληρές και ωμές λήψεις άλλων μελών της Σχολής της Βοστώνης. Όπως φαίνεται σε έργα από τη σειρά «Hustler» που εκτίθεται στο «High Noon», όπως το «Mary and Babe, N.Y., 1982» ή το «Marilyn», το βλέμμα του DiCorcia δίνει ορατότητα σε άτομα που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και συχνά στο κατώφλι της εξαθλίωσης.
Μεταξύ του 1990 και του 1992 ο DiCorcia έκανε βόλτες στο Χόλιγουντ, εντοπίζοντας σεξεργάτριες που εργάζονταν γύρω από το Sunset Strip. Τις προσέλαβε για να ποζάρουν σε δωμάτια μοτέλ, βενζινάδικα και χώρους στάθμευσης, πληρώνοντάς τες όσα θα κέρδιζαν από τους πελάτες. Κάθε φωτογραφία έφερε το όνομα, την ηλικία, τον τόπο καταγωγής του και το χρηματικό ποσό έναντι του οποίου πόζαραν στον DiCorcia. Κανοντας μια μορφή κοινωνικού ντοκιμαντέρ, παρεμφερή του έργου των συναδέλφων του, ο DiCorcia απέδειξε ότι η φωτογραφία μπορεί να ανήκει στον χώρο των καλών τεχνών, δίνοντας παράλληλα βαρύτητα και ορατότητα σε καθημερινές ταμπού πραγματικότητες.
Το «High Noon» εκφράζει ακριβώς το γεγονός ότι αυτή η γενιά φωτογράφων διεύρυνε τα όρια του μέσου, ανοίγοντάς του νέους ορίζοντες, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε το σκοτάδι και την ελαφρότητα της δικής της ζωής με φόντο την ταχύτατα μεταβαλλόμενη νεανική κουλτούρα.
Η έκθεση «High Noon» στο Deichtorhallen του Αμβούργου θα διαρκέσει από τις 13 Δεκεμβρίου 2024 έως 4 Μαΐου 2025.
Με στοιχεία από Dazed.