Την τελευταία δεκαετία ο Δημήτρης Καρακίτσος έχει γράψει μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα που έχουν συζητηθεί, έχουν αγαπηθεί και του έχουν χαρίσει φανατικό κοινό. Ξεκίνησε εκδίδοντας την ποιητική συλλογή «Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου» (Το Ροδακιό, 2012) και ακολούθησαν το «Βένουσμπεργκ» (Αντίποδες, 2015), οι «Παλαιστές» (Ποταμός, 2016), οι «Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε» (Ποταμός, 2017), ο «Ζαχαρίας Σκριπ» (Ποταμός, 2019), οι «Ιστορίες της Μάντσας» (Θράκα, 2020), ο «Δον Υπαστυνόμος» (Αντίποδες, 2020), το «Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους» (Ποταμός, 2022) και η «Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία» (Ποταμός 2023).
Λίγο πριν τελειώσει το 2024 κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα-ψυχογράφημα του ανθρώπου που έχει επιλέξει να ζήσει στη φύση, σε μια Ελλάδα παρθένα ακόμη από τον χειμερινό τουρισμό, σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν είχε εισβάλει στη ζωή των ανθρώπων. Το νέο βιβλίο του, «Αυτός ο χειμώνας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, είναι μια ωδή στο μεγαλείο της φύσης και στη δύναμη που μπορεί να προκύψει από την αγάπη και τον σεβασμό για τον κόσμο που μας περιβάλλει, ακόμα και μέσα σε συνθήκες υπερβολικά δύσκολες.
«Κάποιοι άνθρωποι είναι λες και κυνηγούν την επόμενή τους ανάρτηση. Στήνουν καρτέρι για γκράφιτι, αδέσποτα, λουλούδια, για καμιά ατάκα. Όλο αυτό βέβαια έχει έναν χαρακτήρα τελετουργικό. Κάτι σαν εξαγνισμός. Είναι στενόχωρο όμως. Κατά βάθος είναι τραγικό αυτό το πράγμα».
Ο Στέργιος είναι φύλακας στο χωριό του, το Περιβόλι, και ξεχειμωνιάζει ολομόναχος, προστατεύοντας τις περιουσίες των συγχωριανών του, σε ένα περιβάλλον αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο λόγω καιρικών συνθηκών, όπου έχει να αναμετρηθεί με τα στοιχεία της φύσης αλλά και με τη μοναξιά και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο χειμώνας που περνάει στο βουνό μέσα στην απόλυτη σιωπή δοκιμάζει τις αντοχές του και του θυμίζει πόσο μικρός είναι μέσα στον φυσικό κόσμο. Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε και ζει στον Βόλο.
— Με ποια αφορμή ξεκίνησες να γράφεις το «Αυτός ο χειμώνας»;
Θα πουν ότι κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια, αλλά δεν γίνεται να μην το πω: οι συγγραφείς είναι γεμάτοι ψευδαισθήσεις. Πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι τα πράγματα βγάζουν φωνή για να πουν «βάλε με σε ένα βιβλίο». Δεν είμαι σίγουρος ωστόσο ότι συνέβη κάτι τέτοιο εδώ. Άλλωστε, κάποια πράγματα όντως έχουν φωνή. Το δάσος, για παράδειγμα, που αρχίζει να πυκνώνει όσο πλησιάζεις το Περιβόλι, και σε πιάνει μια συγκίνηση, έτσι όπως τα δέντρα κρύβουν τον ήλιο, και είναι λες και μπήκες σε άδειο κάστρο, και τα ακούς και νιώθεις ότι ακούς την ηχώ σου, δεν νομίζω ότι ήταν ψευδαίσθηση, και τελικά πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την ηχώ, που διέσχισε ένα κομμάτι του δάσους κι ύστερα γύρισε σε μένα.
— Πες μου για την περιοχή όπου ζει ο Στέργιος. Το δάσος και το ποτάμι. Τι σχέση έχεις με αυτόν τον τόπο, το Περιβόλι Γρεβενών;
Το χωριό βρίσκεται μια ανάσα από τον εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα, ανάμεσα στις βουνοκορφές, τα ποτάμια και τα δέντρα. Βλάχικο χωριό, οι κάτοικοί του κτηνοτρόφοι, που σημαίνει ότι ο τόπος άδειαζε κάθε φθινόπωρο γιατί τα κοπάδια δεν άντεχαν το κρύο. Και στη στροφή που λέγεται Μαντήλα, η οποία αντικρίζει το Περιβόλι, ο κόσμος έβγαζε τα μαντίλια και αποχαιρετούσε το χωριό. Εκεί ζει ο Στέργιος. Εκεί γεννήθηκε κι ο παππούς μου. Δεν είναι η καταγωγή όμως που με τραβάει στο μέρος. Δεν ήταν η καταγωγή που έκανε εκείνους τους ανθρώπους να βγάζουν τα μαντίλια τους. Για τους Περιβολιώτες μάλλον δεν ίσχυσε ποτέ αυτό το «όπου γη και πατρίς». Και το ένιωσα την πρώτη μου φορά στο χωριό.
— Πώς είναι η ζωή σήμερα τον χειμώνα και το καλοκαίρι σε σχέση με παλαιότερες εποχές;
Τον χειμώνα είναι πιο υποτονικά τα πράγματα – σε ό,τι βέβαια αφορά το χωριό, όχι τη φύση. Το χωριό είναι προσβάσιμο πλέον όλο τον χρόνο, και από όσο ξέρω κάποια καταλύματα λειτουργούν χειμώνα-καλοκαίρι.
— Βλέπουμε την ανάγκη των νέων ανθρώπων να επιστρέψουν στην περιοχή όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, είτε λόγω των συνθηκών ζωής στην πόλη είτε από εσωτερική ανάγκη. Πώς τη βλέπεις αυτή την τάση (γιατί είναι και trend σε μεγάλο βαθμό); Υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι την προηγούμενη δεκαετία που προσπάθησαν να ζήσουν στην επαρχία.
Βιάστηκαν να δοθούν κίνητρα, μέσα στη λαίλαπα της κρίσης, προγράμματα που σχεδιάστηκαν στο πόδι. Τώρα, τι έγινε με αυτούς τους ανθρώπους ούτε που ξέρω. Ελπίζω να τα κατάφεραν.
— Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται το 1989. Το έκανες εσκεμμένα αυτό, να είναι σε μια εποχή προ ίντερνετ; Εννοώ, είναι διαφορετικός ο τρόπος που διαχειρίζεται κάποιος σήμερα τη μοναξιά;
Δεν ήθελα να του δώσω κινητό, δεν ήθελα να έχει ίντερνετ, ήθελα να πέσει πάρα πολύ χιόνι, να τον αποκλείσει, να μην τον ακούει κανείς. Να είναι μόνος του με τον εαυτό του. Όχι ότι εμείς, κρατώντας ένα κινητό, δεν είμαστε μόνοι με τον εαυτό μας. Καλύτερα μόνος του, όμως, δίχως αυταπάτες, ξεκομμένος από όλα. Εν ολίγοις, ήθελα έναν ήρωα σαν τον Προμηθέα. Δηλαδή να ξέρει πως δεν βρίσκεται τυχαία εκεί, ότι ίσως έφταιξε σε κάτι, κι ότι στην ουσία δεν υπάρχουν υποκατάστατα – κι αυτό το λέω σε σχέση με το τώρα.
— Σήμερα ο Στέργιος θα είχε στο σπίτι του σίγουρα PC και κινητό με 5G. Θα ήταν στο Facebook και θα ανέβαζε τις φωτογραφίες που θα τράβαγε με το κινητό. Τον λύγκα, το ελάφι και την αρκούδα…
Και τότε θα είχα τεράστιο πρόβλημα μαζί του. Μάλλον δεν θα μου έκανε ως ήρωας. Εκατόν ογδόντα σελίδες είναι πολλές – θα τον παρατούσα στις πρώτες είκοσι. Αλλά τελικά ίσως μου μοιάζει ο Στέργιος, οπότε σίγουρα δεν θα ήταν με το κινητό στο χέρι. Κάποιοι άνθρωποι είναι λες και κυνηγούν την επόμενή τους ανάρτηση. Στήνουν καρτέρι για γκράφιτι, αδέσποτα, λουλούδια, για καμιά ατάκα. Όλο αυτό βέβαια έχει έναν χαρακτήρα τελετουργικό. Κάτι σαν εξαγνισμός. Είναι στενόχωρο όμως. Κατά βάθος είναι τραγικό αυτό το πράγμα.
— Ο Στέργιος δεν την έχει επιλέξει τη μοναξιά, ωστόσο ζει μόνος πολύ καιρό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει συμβιβαστεί με αυτή;
Εκ των πραγμάτων. Και συνεπώς μάλλον είναι ψεύτικος τούτος ο συμβιβασμός. Του λείπουν πράγματα του Στέργιου. Του λείπει, πρώτα απ’ όλα, το πιο βασικό: η αγάπη. Για την ακρίβεια, να τον αγαπούν. Ο ίδιος ξέρει τι θα πει να αγαπάς: το δείχνει στον κόσμο που τον περιβάλλει. Και την εισπράττει αυτή την αγάπη. Με τη διαφορά ότι το δάσος δεν ξέρει από αγκαλιές. Όχι ότι δεν δίνει αγκαλιές. Δίνει. Είναι άγαρμπο όμως και οι αγκαλιές του μπορεί να σε πνίξουν. Τόση δύναμη πώς να την ελέγξει; Κι αυτό, θεωρώ, είναι το μεγάλο πρόβλημα του ήρωά μου. Ότι μάλλον είναι μετέωρος.
— Είναι πιο δύσκολο να ζεις με τη μοναξιά σου σε ένα τέτοιο απομονωμένο περιβάλλον κοντά στη φύση ή στην πόλη; Είναι ένα άλλοθι το απομονωμένο περιβάλλον για να δικαιολογήσεις τη μοναξιά σου;
Φανταστείτε ένα έργο στο οποίο μόνο η σκηνογραφία αλλάζει. Είναι το ίδιο πράγμα. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν και κάθε φορά άλλο χρώμα για φόντο. Οι πόλεις δεν είναι τόσο ρομαντικές. Ούτε η φύση είναι τόσο σκληρή. Βασικά δεν τις ενδιαφέρει καθόλου η μοναξιά, ή τι νιώθει ο κάθε άνθρωπος. Από την άλλη, πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που ζει στη μοναξιά του δεν έχει ανάγκη κανένα άλλοθι. Να βγει από τον κύκλο τον ενδιαφέρει – αν τον ενδιαφέρει αυτό.
— Πώς μπορεί κάποιος να αναμετρηθεί με τη μοναξιά του;
Αν του αρέσει η μοναξιά, δεν είναι καν αναμέτρηση. Αν δεν του αρέσει, δεν μπορεί να αναμετρηθεί μαζί της. Πώς να νικήσεις κάτι ισχυρότερο από σένα; Ούτε κι ο Στέργιος το καταφέρνει, πιστεύω. Βλέπει όνειρα, το βιβλίο τελειώνει με ένα όνειρο∙ τα όνειρά του βέβαια τα βλέπουμε κι εμείς, και τα όνειρά του δεν λένε ψέματα. Κανένα όνειρο δεν λέει ψέματα.
— Πόσο σε αλλάζει η επαφή με τη φύση; Πόσο διαφορετικά ενεργεί ένας άνθρωπος που έχει να αναμετρηθεί με τα στοιχεία της φύσης, με τα ζώα και το δάσος, από έναν άνθρωπο που ζει στην πόλη, ειδικά τον χειμώνα;
Και οι δύο είναι αδέλφια και απλώς δεν το ξέρουν, και μάλλον δεν έχουν καμία ευθύνη, ή έχουν λίγες ευθύνες, για το πώς ζουν. Επομένως δεν διαφέρουν καθόλου. Ο πρώτος ψάχνει για περάσματα, ο δεύτερος κάπου να παρκάρει το αμάξι του. Πάνω κάτω για τα ίδια πράγματα αγωνίζονται.
— Μπορεί να γίνει φυλακή αυτό το περιβάλλον;
Και για τους δυο. Ή και για κανέναν.
— Σχολίασέ μου αυτό που λέει για το δάσος: «Σίγουρα όμως θα άξιζε τον κόπο μια δοκιμή, κι έπειτα, αν γνωρίζεις το δάσος, ξέρεις ότι εδώ δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια – όπου σταματάει ο δρόμος αρχίζει ένας άλλος. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη ζωή».
Είναι μια σκέψη του Στέργιου. Είναι μόνος του, θέλει να διασχίσει ένα δύσβατο σημείο του δάσους, είναι όμως έμπειρος, ξέρει ότι το δάσος δεν είναι τίποτε άλλο από περάσματα. Μακάρι να ήταν έτσι και στις προσωπικές του σχέσεις. Το δάσος δεν τον απογοητεύει. Οι άνθρωποι τον απογοητεύουν. Μπορεί βέβαια να τους απογοήτευσε κι εκείνος. Στο δάσος όμως δεν χρειάζεται να δώσει ούτε να λάβει εξηγήσεις.
— Τη λεπτομερή περιγραφή της φύσης που υπάρχει σε όλο το βιβλίο τη δούλεψες ξεχωριστά από το βασικό στόρι; Εννοώ, πόσες φορές έγραψες το κείμενο για να το θεωρήσεις ολοκληρωμένο;
Το βιβλίο ήταν σχεδόν έτοιμο το καλοκαίρι του ’21. Κάποια κεφάλαια προστέθηκαν αργότερα, όπως και κάποιες μεταφορές/παρομοιώσεις. Ακούω συχνά σε συζητήσεις με συγγραφείς ότι οι μεταφορές είναι περιττά στολίδια. Δεν ξέρω τι τους διδάσκουν στα μαθήματα δημιουργικής γραφής, όμως θεωρώ ότι όταν περιγράφεις κάτι, στην ουσία τις λεπτομέρειές του συγκεντρώνεις. Μία μία. Άλλωστε, τι είναι οι μεταφορές; Λεπτομέρειες δεν είναι; Σύντομες περιγραφές δεν είναι; Φυσικά, σε κάθε επίσκεψη στο χωριό ανακάλυπτα πράγματα που μου είχαν διαφύγει. Τα σημείωνα, κι ας μην ήξερα τι να κάνω με δαύτα. Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία είναι περίεργη υπόθεση. Η ρεαλιστική περιγραφή είναι ακόμη πιο περίεργη.
— Υπάρχουν ιστορίες από την περιοχή, αληθινές ή μύθοι, που έχεις ακούσει και δεν έβαλες στο βιβλίο;
Τόσες πολλές που τις έχω ήδη ξεχάσει. Κράτησα την ιστορία της Φραγκίτσας, η οποία στο παραμύθι δεν λεγόταν Φραγκίτσα. Άκουσα κι άλλες ιστορίες, με ληστές και κυνήγια και περιουσίες που φτιάχτηκαν από το μηδέν. Δεν τις ενσωμάτωσα όλες. Δεν ήταν δυνατόν να τις ενσωματώσω όλες, ούτε ήταν απαραίτητο να γίνει αυτό. Αλλά έτσι είναι όλα τα βιβλία. Σαν τα νησιά, υπάρχει δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι από κάτω.
— Σε βοήθησαν αυτές οι ιστορίες όταν έγραφες το βιβλίο;
Νομίζω όχι όσο η έρευνα επί τόπου. Επίσης, με βοήθησαν πάρα πολύ οι πληροφορίες. Οι αποστάσεις, τα τοπωνύμια, η ιδιαιτερότητα του τοπίου.
— Τι άλλο κάνεις εκτός από τη συγγραφή;
Μεταφράζω, ακούω μουσική, πάρα πολλή μουσική, διαβάζω βιβλία στις κόρες μου, ονειρεύομαι ότι θα σπουδάσω μουσική κι ότι θα μάθω να παίζω πιάνο, αλλά το ξεχνάω γιατί όλη την ώρα σκαρώνω βιβλία, που τα περισσότερα δεν προχωρούν παραπέρα, γυρίζω τον Βόλο, μου αρέσει η θάλασσα, μου αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους.
— Από πότε γράφεις; Ήταν μια απόφαση που πήρες το να γίνεις συγγραφέας;
Ξεκίνησα ως αυτοδίδακτος μουσικός, μου άρεσε να γράφω μουσική, αλλά δεν έγραφα ποτέ στίχους. Στη συνέχεια σταμάτησα να γράφω μουσική και άρχισα να αγαπώ τους στίχους. Κι ύστερα τις προτάσεις και τις παραγράφους. Κι ύστερα παράτησα τη μουσική. Όχι όμως ότι η λογοτεχνία δεν μοιάζει με τη μουσική. Για την ακρίβεια, μόνο αυτού του είδους τη λογοτεχνία αγαπώ να διαβάζω: αυτήν που είναι σαν μουσική, που έχει παύσεις, νότες κ.λπ. Που δεν είναι δηλαδή απλώς μια ιστορία.
— Σήμερα ποια ανάγκη σου ικανοποιεί η συγγραφή;
Αυτή του τεχνίτη που κοντεύει να γίνει ένα με τα εργαλεία του, ή του αγρότη που δεν θέλει να παρατήσει τα χωράφια του − κάτι τέτοιο. Συνήθισα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ορισμένες φορές η πραγματικότητα είναι τόσο πεζή που καταντά να ακούγεται σαν ειρωνεία.
— Γράφεις εύκολα ή δύσκολα;
Μου έχει τύχει να δυσκολευτώ. Να γράψω με μεγάλη ευκολία. Οι ιδέες να πέφτουν βροχή. Να μη μπορώ να γράψω γραμμή για μήνες ολόκληρους κ.λπ.
— Με τι βιβλία μεγάλωσες; Ποια είναι αυτά που σε διαμόρφωσαν;
Δεν διάβαζα πολύ. Κανένας συμμαθητής μου δεν διάβαζε πολύ. Προτιμούσαμε το ποδόσφαιρο. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν ο «Ροβινσώνας Κρούσος». Σκληρόδετη έκδοση, μπλε γυαλιστερό χαρτί στο εξώφυλλο. Το πρώτο ξενύχτι της ζωής μου, παιδί της Γ’ δημοτικού, γιατί την επόμενη μέρα έπρεπε να το επιστρέψω στο σχολείο. Μου είχε αρέσει, αλλά με τα βιβλία τότε δεν είχα πολλά πάρε-δώσε. Άργησα να ανακαλύψω τη λογοτεχνία, κι ίσως γι’ αυτό δεν ξεχώρισα κάποιο βιβλίο ή έναν συγγραφέα. Επειδή τους διάβαζα βιαστικά, για να μάθω από αυτούς και να καλύψω τον χαμένο χρόνο. Διάβαζα με σχέδιο, κι ακόμη με σχέδιο διαβάζω.
— Υπάρχει κάποιο βιβλίο που μπορείς να πεις ότι σου έχει αλλάξει τη ζωή, με οποιονδήποτε τρόπο;
Στα είκοσι ανακάλυψα τον Αριστοφάνη, τον Λυσία, τους λυρικούς, τον Λουκιανό, τη λατινική γραμματεία κ.ά. Δίχως αυτούς δεν θα ήξερα ούτε την υπογραφή μου να βάζω. Καλό είναι να διαβάζουμε τα πάντα, αλλά δεν χρειάζεται, νομίζω, να πάμε πολύ μακριά. Θέλω να πω, ένας τροχός, λίγο νερό και λίγος πηλός: δεν θες περισσότερα για να φτιάξεις ένα αγγείο.
— Ο Στέργιος έχει επαφή με το θείο, δεν διαβάζει βιβλία αλλά ξεφυλλίζει το «Θείον Προσευχητάριον». Έχει σχέση αυτό με το ότι ζει στη φύση;
Αυτό έχει σχέση με το ότι ο Στέργιος ζει μόνος του, σαν τον ναυαγό, οπότε δεν αφήνει καμία ευκαιρία να πάει χαμένη. Εξάλλου τα βιβλία είναι λέξεις, και οι λέξεις φωνή, άρα ένα βιβλίο είναι σαν να ’χεις παρέα, κι ο Στέργιος τις δύσκολες στιγμές χρειάζεται την παρέα όσο τίποτα άλλο.
— Πες μου ένα βιβλίο που διάβασες τελευταία και σου άρεσε πολύ.
Τη «Γη των ανθρώπων» του Εξιπερί. Μου αρέσουν τα βιβλία με περιπέτειες. Το συγκεκριμένο βέβαια είναι λίγο πιο λυρικό από όσο θα ήθελα, αλλά κι ο λυρισμός μου αρέσει.
— Τι γράφεις τώρα;
Το προηγούμενο βιβλίο μου, στις εκδόσεις Ποταμός, η «Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία», είναι μεν αυτοτελές έργο, και ως τέτοιο κυκλοφόρησε, είναι όμως παράλληλα μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης, η οποία θα δοθεί κομμάτι κομμάτι στο τυπογραφείο. Με αυτό θα συνεχίσω. Τόπος δράσης και πάλι ο Βόλος. Δίχως την Αμάντα, δίχως τη Βαβυλώνα αυτήν τη φορά. Αλλά με τον Ντε Κίρικο και τους πίνακές του και τον παλιό Βόλο και τους πολέμους και τις ταραχές που έζησε ο κόσμος στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.