ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Σβήνουν τα φώτα στο μετρό που κατευθύνεται από τον Κεραμεικό προς το Αεροδρόμιο. Ανάβουν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και ο οδηγός μάς ενημερώνει πως «ο συρμός θα έχει καθυστέρηση δύο λεπτά».
«Λαμαρίνες θα γίνουμε» μου λέει μια κυρία που κάθεται απέναντι. Γνέφω και της χαμογελάω. «Ο συρμός θα έχει μικρή καθυστέρηση». Ακούγεται μια κόρνα από μακριά και βλέπω τον κόσμο σταδιακά να τον πιάνει μια νευρικότητα. Μια παρέα παιδιών που κάθονται χαχανίζει: «Τέμπη pt.2».
Απ’ όταν συνέβη το δυστύχημα, το μετρό έχει αλλάξει. Παλιά, μια καθυστέρηση ήταν απλώς μια ενόχληση. Ο κόσμος σιχτίριζε που θα αργούσε, ή θα ’λεγε κάτι για το κράτος που δεν ασχολείται με τα δρομολόγια, ή για τις εταιρείες που τα παίρνουν και μας ταλαιπωρούν. Ήταν, ωστόσο, ένα συμβάν χωρίς καθόλου ψυχολογικό αντίκτυπο, ίσης σημασίας μ’ ένα χαλασμένο φανάρι που παραμένει κόκκινο για τους πεζούς ή με το να πετύχεις σκουπιδιάρικο με τ’ αμάξι.
Τα Τέμπη και το αποτύπωμά τους είναι αυτό που συμβαίνει όταν ο κόσμος δεν ξεχνάει. Έχουμε ξεχάσει τόσα, αυτό δεν το ξεχάσαμε, και δύο χρόνια μετά είναι η πρώτη λέξη που αρθρώνεται απόγευμα καθημερινής στο κέντρο της Αθήνας, επειδή συμβαίνει κάτι τόσο τετριμμένο και συνηθισμένο όσο η εκκένωση ενός συρμού.
Όχι πια. Από τα Τέμπη και μετά, κάθε μικρή παύση, κάθε κορνάρισμα μέσα στους συρμούς, κάθε απότομο φρενάρισμα λίγο πριν ο συρμός φτάσει στον σταθμό μεταφράζεται ως οιονεί τραγωδία. Τα Τέμπη αναφέρονται με τη συντομότερη αλλαγή προγράμματος, στην παραμικρή υποψία ότι «κάτι δεν πάει καλά».
«Ο συρμός θα εκκενωθεί. Παρακαλούνται οι επιβάτες να εκκενώσουν τον συρμό» μάς λέει ο οδηγός μετά από δέκα λεπτά αναμονής. Γυναίκες και άντρες πετάγονται στην αποβάθρα· μια γυναίκα, ταραγμένη, λέει στον άντρα της «έλα, πάμε πάνω, ας πάμε με τα πόδια, δεν αξίζει τώρα να το ρισκάρουμε». Κάποιοι επιλέγουν να περιμένουν. Αρκετοί όμως ανεβαίνουν τις κυλιόμενες σαν να τους κυνηγάνε. Μια νεαρή λέει στη φίλη της «έλα, μωρέ, πώς κάνεις έτσι, θα πάρουμε το επόμενο».
Τώρα που γράφω, δεν έχω μάθει γιατί εκκενώθηκε ο συρμός. Μπορεί να μην έγινε απολύτως τίποτε άξιο λόγου, μπορεί να ήταν κάτι τόσο απλό όσο μια ασυνεννοησία με τις βάρδιες ή κάποια άνευ σημασίας βλάβη. Αλλά δεν έχει σημασία πια. Το κοινό έχει φοβηθεί, και μάλιστα μ’ έναν τρόπο βαθύ και αληθινό. Το σκηνικό που κάποτε δεν ήταν «τίποτα», τώρα δεν είναι απλώς «κάτι» αλλά αντικείμενο συζήτησης, σημείο αναφοράς.
Οτιδήποτε δημόσιο, για να λειτουργήσει, χρειάζεται οι άνθρωποι να το εμπιστεύονται ως ασφαλές. Αυτή η εμπιστοσύνη δεν έχει κλονιστεί μόνο όσον αφορά τα «τρένα». Έχει κλονιστεί. Γενικά. Παντού. Η ελάχιστη διαταραχή στην απρόσκοπτη χρήση της δημόσιας συγκοινωνίας δεν είναι πια ένας μικρός λόξιγκας που λογικό είναι να προκύψει. Μοιάζει, κάθε φορά, με αρχή θανάτου.
Πάρα πολύ συχνά, το «φρικτό» δεν φτάνει μέσα μας. Πιστεύω ότι το δυστύχημα των Τεμπών είναι διαφορετικό γιατί το αποτύπωμά του εμβόλισε βαθιά την καθημερινότητα και έφτασε εκεί όπου σπανίως φτάνει η επικαιρότητα. Όχι απλώς δεν φαίνεται να έχει ξεχαστεί· έχει γίνει κοινό κτήμα και η πρώτη σκέψη σε κάθε δυσλειτουργία της δημόσιας συγκοινωνίας. Δεν συνέβη και ξεχάστηκε.
Πάρα πολύς κόσμος είδε τον εαυτό του και την οικογένειά του στους νεκρούς. Πάρα πολύς κόσμος ταυτίστηκε με τις συνθήκες του δυστυχήματος. Πάρα πολύς κόσμος έχει απόλυτη ανάγκη την ασφαλή, δημόσια συγκοινωνία και βλέπω πως πια, από κει που μπαίναμε αυτόματα σ’ έναν συρμό, θεωρώντας δεδομένο ότι θα φτάσουμε στον προορισμό μας, τώρα η αίσθηση του ρίσκου είναι περιρρέουσα και αδιαμφισβήτητη.
Το δυστύχημα των Τεμπών έχει μεταμορφώσει τον τρόπο που η/ο μέση/-ος χρήστρια/-ης μέσων μαζικής μεταφοράς αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Αυτό και μόνο το καθιστά ιστορική στιγμή. Άλλαξε το τι πιστεύει ο κόσμος όταν πάει στη δουλειά του· άλλαξε το τι σκέφτεται ένας γονέας όταν αφήνει το παιδί του να πάει βόλτα με το μετρό στο κέντρο. Ο πατέρας μιας γνωστής μου, είκοσι χρονών, που μένει Αγία Μαρίνα, επιμένει να την πηγαίνει και να τη φέρνει με το αμάξι στο Σύνταγμα μετά το δυστύχημα. Της λέει «θα σε πάω και θα σε φέρω όποτε μου πεις, απλώς δεν θα μπαίνεις στο μετρό, θα ’μαστε κι οι δύο ήσυχοι, πες ότι είμαι ο ταξιτζής σου». Οι άνθρωποι φοβούνται για τους ίδιους και τους αγαπημένους τους μ’ ένα είδος φόβου εγκλωβιστικό, έναν φόβο ζωώδη και ενστικτώδη.
Τα Τέμπη και το αποτύπωμά τους είναι αυτό που συμβαίνει όταν ο κόσμος δεν ξεχνάει. Έχουμε ξεχάσει τόσα, αυτό δεν το ξεχάσαμε, και δύο χρόνια μετά είναι η πρώτη λέξη που αρθρώνεται απόγευμα καθημερινής στο κέντρο της Αθήνας, επειδή συμβαίνει κάτι τόσο τετριμμένο και συνηθισμένο όσο η εκκένωση ενός συρμού. Τα Τέμπη είναι παντού, συνέχεια. Και δεν το λέω για τις ειδήσεις, το Twitter, τα social. Είναι παντού μέσα μας, εντυπώθηκαν στις αντιδράσεις μας, τα φέρουμε στην καθημερινότητά μας.
Η ζωή έχει συνεχιστεί μεν, αλλά η «ανεμελιά», αν μπορώ να το πω έτσι, έχει εξαφανιστεί. Αν έχετε οποιαδήποτε αμφιβολία, αρκεί μια βόλτα με το μετρό για να σας πείσει.