Μπορεί η ζωή ενός ανθρώπου να διαλυθεί μέσα σε σαράντα μέρες; Μπορεί ο άνθρωπος να αντέξει ένα κατακλυσμιαίο ντόμινο γεγονότων, να αντισταθεί, να νικήσει τους φόβους και τα διλήμματά του σε μια μεταιχμιακή στιγμή της ζωής του, όταν όλα εκτρέπονται με έναν τρόπο απρόσμενο, διαλύοντας κάθε ελπίδα για κάτι πιο φωτεινό, ενώ ο αγώνας για την επιβίωσή του επιβάλλεται πιεστικά από τις συνθήκες της ζωής του; Τελικά, μπορεί να κρίνει ή να επιλέξει μεταξύ σωστού και λάθους όταν αντιμετωπίζει διλήμματα και τις ηθικές προεκτάσεις τους;
Σε αυτήν τη στιγμή συναντάμε τον ήρωα της ταινίας της Πέννυς Παναγιωτοπούλου Wishbone που βασίζεται στο διήγημα της Κάλλιας Παπαδάκη «40 μέρες» από τη συλλογή «Ο ήχος του ακάλυπτου». Πρόκειται για έναν νεαρό σεκιουριτά σε δημόσιο νοσοκομείο που μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του αναγκάζεται να αναλάβει την ανιψιά του αλλά και να βρει χρήματα για να σώσει το σπίτι τους από τα χρέη. Ενώ έχει χάσει κάθε ελπίδα, ένας τραυματιοφορέας τού προτείνει να τον βοηθήσει με ένα δυσβάστακτο τίμημα.
Ο Γιάννης Καράμπαμπας υποδύεται τον πρωταγωνιστή της ταινίας που καλείται, όντας σε δίλημμα, να τραβήξει μια κόκκινη γραμμή, αποφασίζοντας τι θα θυσιάσει και πώς θα αντισταθεί, πράττοντας με τρόπο που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Στο πρόσωπό του και το βλέμμα του διαβάζεις τον ταραγμένο κόσμο των συναισθημάτων ενός ανθρώπου που η ζωή του ξαφνικά διαλύεται κι εκείνος παλεύει να βρει τη λύση μέσα σε μια σκληρή πραγματικότητα με επείγοντα προβλήματα.
Δεν ήξερα τι με περιμένει, το μόνο που ήξερα ήταν πώς ό,τι και να βρεθεί μπροστά μου θα το καταφέρω. Υπήρχαν και οι ανασφάλειες και οι δεύτερες σκέψεις και, φυσικά, και ο φόβος. Το να κάνεις πρώτη φορά σινεμά και να σε εμπιστεύεται η δημιουργός μιας ταινίας είναι μεγάλη και σοβαρή ευθύνη.
Έχει φτάσει πρώτος στο ραντεβού μας, λίγο τρακαρισμένος, απίστευτα ευγενικός και όταν του διαβάζω το σκεπτικό της επιτροπής που του απένειμε το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού σε ελληνική ταινία μεγάλου μήκους του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, «γιατί κατάφερε να εμφυσήσει στο βλέμμα του ζωή, αφήγηση της ιστορίας και προσωπική κατάθεση», μου λέει ότι αυτό το βραβείο, που δεν το περίμενε με τίποτα –δεν είχε δει καν την ταινία ολοκληρωμένη–, είναι μια επιβράβευση, σημαίνει πολλά, αλλά και τίποτα. Μου διευκρινίζει αμέσως προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: «Νιώθω ότι πέτυχα κάτι, με χαροποιεί, αλλά δεν αρκούμαι σε αυτό και προχωράω βήμα βήμα. Νομίζω ότι οι ηθοποιοί της γενιάς μου είναι όλο και καλύτεροι, θαυμάσιοι, και μακάρι όλοι αυτοί οι ταλαντούχοι άνθρωποι να βρουν χώρο να δημιουργήσουν, να πάνε ένα βήμα πιο μπροστά και το θέατρο και το σινεμά. Αυτό θα πει αληθινή επένδυση στον πολιτισμό».

Ο Γιάννης μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και ήρθε στην Αθήνα όταν πέρασε στην ΑΣΠΑΙΤΕ, στο Τμήμα Εκπαιδευτικών Πολιτικών Μηχανικών. Μέχρι τότε είχε δει ελάχιστα θέατρο. Μέσα στη σχολή έγινε μέλος της θεατρικής ομάδας Υποκριτική+ουσία, μιας κοινότητας που άνοιξε την πόρτα στην πρώτη του επαφή με το θέατρο. «Ένιωσα ότι ανήκω κάπου και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με ανθρώπους που περάσαμε καταπληκτικά και αγαπηθήκαμε πολύ, άρχισαν να με ενδιαφέρουν πράγματα που δεν ήξερα. Διαβάζαμε κείμενα, έργα, ήταν μια συνθήκη στην οποία δεν είχα ξαναμπεί και μέσα από αυτήν λάτρεψα το διάβασμα, ήθελα να είμαι διαρκώς στις πρόβες, δανειζόμουν βιβλία από φίλους μου, έψαχνα τους συγγραφείς, ζούσα στον πυρήνα, στη βάση μιας πολύ δημιουργικής ατμόσφαιρας. Κάναμε τα πάντα, τα σκηνικά, τα φώτα και μέσα από αυτήν τη διαδικασία άρχισε να πυροδοτείται μέσα μου κάτι πολύ έντονο και ουσιαστικό».
Ακολουθώντας το παράδειγμα δυο φίλων του αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό και το Κρατικό, αλλά δεν κατάφερε να περάσει. Τις σπουδές σε ιδιωτική σχολή δεν μπορούσε να τις στηρίξει οικονομικά, οπότε τα αφήνει στην άκρη για λίγο μέχρι να πάρει το πτυχίο του. Η συνέχεια είναι μία από τις ιστορίες που σου αφηγούνται και δεν ξεχνάς ποτέ.
«Εγώ τότε δούλευα σε ένα περίπτερο για να βγάζω τα προς το ζην και ερχόταν η συμφοιτήτριά μου Ελένη Βαρδαβά, που σήμερα είναι σκηνογράφος και ενδυματολόγος, και μου έλεγε “θα ξαναδώσεις”. Καθόταν έξω από το περίπτερο με το βιβλίο στο χέρι και μου έλεγε “διάβαζε, λέγε”». Έδωσα μόνο στο Κρατικό γιατί εκείνη την περίοδο ήθελα να πάρω μια απόσταση από την Αθήνα και αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Πέρασα, πήγα Θεσσαλονίκη και επειδή εκεί ήταν η οικογένειά μου, οι γονείς μου και οι φίλοι μου οι καρδιακοί, ένιωθα ασφάλεια».
Μετά τη σχολή έκανε δυο παραστάσεις με το Κρατικό και μια μέρα πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Αθήνα. Έκανε δύο τηλεφωνήματα, ένα στον Κώστα, που είχε το περίπτερο, για να βρει δουλειά, και ένα στη φίλη του την Ελένη, να τον φιλοξενήσει. Φόρτωσε τα πράγματά του στη μηχανή, ήρθε ξανά στην πρωτεύουσα και άρχισε να βρίσκει σιγά σιγά τα πατήματά του. Άρχισε να δουλεύει στο θέατρο με την Έλενα Μαυρίδου, στον Χώρο, στο Περιμένοντας τον Γκοντό, και έκτοτε το ένα έφερνε το άλλο, η μία δουλειά την άλλη. Η πιο πρόσφατη παράσταση στην οποία πήρε μέρος ήταν ο Καύσωνας σε σκηνοθεσία Γιάννη Παναγόπουλου στη Στέγη, μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογική δουλειά για τους μύθους και τους εφιάλτες του ελληνικού καλοκαιριού, βασισμένη σε ιστορίες ανώνυμων προσώπων.


«Λατρεύω το θέατρο», λέει, «ο χωροχρόνος της σκηνής με συγκινεί βαθιά, το να είσαι παρών, να συμπράττεις σε ένα γεγονός, να συνδέεσαι με τους γύρω σου και να μπορείς να το μεταδώσεις στους θεατές. Το έργο είναι η αφορμή, η παρουσία σου όμως στη σκηνή μαζί με τους συναδέλφους σου, η κοινή ανάσα, αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, είναι που δημιουργεί αυτό που λένε “μαγεία του θέατρου”, το να προκαλείς συναισθήματα, να δημιουργείς κοινό χώρο. Κι αυτό λέει πολλά για την ανάγκη της συνύπαρξης και της συνειδητοποίησης. Αυτή είναι και η δυσκολία της δουλειάς μας, γιατί είναι ζόρικη, πρέπει να εκτεθείς, να ανοιχτείς, να δείξεις συναισθήματα. Πρόκειται για μια ζωντανή διαδικασία ωρίμανσης και επέκτασης των ορίων σου. Πρέπει να είσαι δοσμένος ολόψυχα γιατί έχεις έναν συγκεκριμένο χρόνο για να μεταδώσεις την παλέτα ενός χαρακτήρα που είναι γραμμένος από κάποιον άλλο. Είναι αποκαλυπτικό ως διαδικασία να συνδέεις τα χαρακτηριστικά του με τα δικά σου, δημιουργώντας μια οντότητα πάνω στη σκηνή. Αυτή είναι η ουσία της δουλειάς μας».

Η κινηματογραφική ζωή του Γιάννη ξεκίνησε με μια σκηνή στο Dodo. Το Wishbone είναι η πρώτη του ταινία ουσιαστικά, η πρώτη του εμπειρία με την κάμερα. «Ανυπομονούσα να έρθει αυτή η στιγμή», λέει, «και ήρθε, χωρίς να είμαι σίγουρος τι μπορώ και τι είμαι έτοιμος να κάνω. Αγαπώ το σινεμά και το αγαπούσα και πριν, ήθελα να πηγαίνω στην αίθουσα να βλέπω ταινίες, αλλά πριν από αυτή την εμπειρία δεν ήξερα τι ακριβώς αγαπούσα σε αυτό. Υπάρχουν και δυο ταινίες που τις συζητήσαμε πολύ με την Πέννυ, το Σέρπικο και ο Ταξιτζής, που μας έδωσαν πολλά ερεθίσματα.
Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου τον είχε δει σε ένα βίντεο του Θεάτρου Τέχνης για τον Ποπολάρο του Ξενόπουλου σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπατζή, όπου υποδυόταν τον Ζέππο. Από τα δοκιμαστικά αυτό που θυμάται είναι ότι αισθάνθηκε άνετα σε ένα περιβάλλον ευγενικό και υποστηρικτικό, έτσι, όταν βρέθηκε να είναι ο πρωταγωνιστής, το κεντρικό πρόσωπο μιας ταινίας μεγάλου μήκους, είπε «πάμε κι ό,τι γίνει».

«Δεν ήξερα τι με περιμένει, το μόνο που ήξερα ήταν πώς ό,τι και να βρεθεί μπροστά μου θα το καταφέρω. Υπήρχαν και οι ανασφάλειες και οι δεύτερες σκέψεις και, φυσικά, και ο φόβος. Το να κάνεις πρώτη φορά σινεμά και να σε εμπιστεύεται η δημιουργός μιας ταινίας είναι μεγάλη και σοβαρή ευθύνη. Η κίνηση και η έκφραση είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα στο σινεμά, ίδρωσα προσπαθώντας να βρω ισορροπία στη φωνή, την εκφραστικότητα, την απεύθυνση, την αμεσότητα, τη συνύπαρξη, να βρω τον κώδικα. Τα προσπάθησα όλα αυτά και σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό πέτυχαν. Και επειδή το σινεμά δεν είναι μοναχικό σπορ, είχε ιδιαίτερη σημασία η παρουσία αυτών των εξαιρετικών ηθοποιών γύρω μου που με βοήθησαν πολύ ως κάποιον που έκανε την πρώτη του ταινία».
Όταν διάβασε την ιστορία, σκέφτηκε πόσο δεμένη είναι με την εποχή μας, με το σήμερα, με αυτή την πραγματικότητα. Τον γοήτευσε αμέσως η ποιότητα του χαρακτήρα του Κώστα, πόσο ευαίσθητος και εύθραυστος είναι μέσα στην ολότητά του.
«Νομίζω ότι κανένας άνθρωπος που έχει ζήσει μια συνθήκη σαν αυτή της ταινίας δεν μπορεί να βγει αλώβητος, απλώς το τραύμα, η πληγή ενός ευαίσθητου ανθρώπου, είναι πιο βαθιά», λέει. Παρ’ όλα αυτά, ενώ η πληγή είναι βαθιά, με συγκλονίζει το ότι αυτό το πρόσωπο δεν σταματά να αγωνιά, δεν παραλύει, δεν το καθηλώνουν οι πληγές, αλλά με κάποιον τρόπο αναλαμβάνει τις ευθύνες του και προσπαθεί να βρει λύση, έρχεται αντιμέτωπος και με την κοινωνική συνθήκη και με τον ίδιο του τον εαυτό. Αφήνεται τις φοβίες, την ευαλωτότητα, την ευθραυστότητά του. Δεν κρύβει και δεν κρύβεται από το πρόβλημα, δεν προσπαθεί να είναι κάτι άλλο, φέρει αυτό που φέρει, ενώ συνήθως στην εποχή μας γίνεται το αντίθετο· θέλουμε να φαινόμαστε δυνατοί και άτρωτοι, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιβιώσουμε. Και φυσικά υπάρχει και το κομμάτι της ρήξης με τον αξιακό του κόσμο, έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα τι σώζεις και τι αφήνεις. Και όλη αυτή η ιστορία συμβαίνει σε ένα σπίτι με ανθρώπους που ζουν δίπλα μας, χωρίς ακρότητες, με ανθρώπους που έχουν αρχές, ευγένεια και προβλήματα και αγωνίες υπαρκτές, που τις συναντάμε όλοι στην καθημερινότητά μας».
Ο Γιάννης ζει στο Μεταξουργείο, ένα μέρος που θεωρούσε γειτονιά, μέχρι ν’ αρχίσει με μεταμορφώνεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό πριν από δύο χρόνια. Περπατάει πολύ, λατρεύει τους νυχτερινούς περιπάτους και παλεύει, σε μια εποχή που κατακλύζεται σχεδόν αποκλειστικά από εικόνες, να μη χάσει την ικανότητά του να συγκεντρώνεται σε ένα βιβλίο, μια ταινία, μια ιστορία, στις συναντήσεις με τους ανθρώπους, να αφομοιώνει τα πράγματα βαθύτερα, καλύτερα και από εκεί να προκύπτει αυτό που έχει επιλέξει για τη ζωή και την τέχνη του, το ευγενικό, το καλλιτεχνικό το αληθινό.
Το τρέιλερ της ταινίας
Η ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου «Wishbone» βγαίνει στις αίθουσες στις 13 Μαρτίου από τη Rosebud21.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.