Ο ΛΙΕΦ ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ ΜΠΡΟΝΣΤΑΙΝ, γνωστός ως Τρότσκι, δεν ήταν μόνο ένα απο τα κορυφαία μέλη της Ρώσικης Επαναστάσεως, αλλά, τη βοηθεία του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, γνωστού ως Στάλιν, απέβη το ιερό σφάγιο του σοσιαλισμού. Στη φρουρά των μπολσεβίκων και μενσεβίκων ουδείς είχε παρόμοιο τέλος: ενώ όλα σχεδόν τα πρωτοκλασάτα μέλη της μπολσεβίκικης φρουράς πήγαν στον αγύριστο με τις γνωστές συνοπτικές διαδικασίες (Μπουχάριν, Ζηνόβιεφ, Ρίκωφ, Κάμενεφ, Τσουχατσέφσκι, Κίροφ κ.λπ.), ο Τρότσκι, ως υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλος του Στάλιν, αρχικά εκτοπίστηκε στην Άλμα Άτα και στη συνέχεια εξορίστηκε εκτός σοβιετικών συνόρων: Τουρκία, Γαλλία, Νορβηγία και τέλος Μεξικό, όπου βρήκε στυγνό τέλος διά χειρός του σταλινικού δήμιου Ραμόν Μερκαντέρ.
Σχηματικά, αυτά είναι τα δεδομένα της δολοφονίας του Τρότσκι (1940) –Ουκρανού με εβραϊκή καταγωγή– η οποία ολοκλήρωσε τη θηριωδία των πολιτικών δικαστηρίων της Μόσχας και αποκάλυψε τη σατανική στρατηγική της σταλινικής πολιτικής που γνώριζε μόνο τη θανατική καταδίκη των αντιπάλων.
Ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα –τυπικά μέλος του παρηκμασμένου πια σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλα άτομο με απελευθερωμένη συνείδηση– επέλεξε να παρουσιάσει στο μυθιστόρημά του όλες τις διαστάσεις της δολοφονίας και συνάμα τα γεγονότα που συγκλόνιζαν εκείνη την εποχή, παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τόσο την Ευρώπη όσο και τη Ρωσία. Οι βασικές πηγές της μυθιστορηματικής αφήγησης είναι τρεις: ο ίδιος ο Μπρονστάιν και η οικογένειά του, ο ισπανικός εμφύλιος, από τον οποίο θ’ αναδυθεί ο στρατευμένος εκτελεστής Ραμόν Μερκαντέρ, και τέλος η περσόνα του αφηγητή που νοικοκυρεύει το πληροφοριακό υλικό, συντονίζει τις κινήσεις και γενικά αποτελεί ένα είδος ηθικής αποκατάστασης της αλήθειας του βιβλίου.
Το βιβλίο εμφανίζεται τοσο σαν ιστορική πραγματεία όσο και σαν απολογητική του κομμουνιστικού κινήματος που, ενώ δεν εξαγιάζει τον Τρότσκι, αποτελεί δίκαιη επιμνημόσυνη δέηση ενός επαναστάτη που τελικά ηταν πιο «χρήσιμος» ως «εξωμότης» και κατόπιν ως νεκρός.
Τα νεοφανή στοιχεία που προσδίδουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον φάκελο «Τρότσκι» αφορούν, βέβαια, την περίπτωση του Μερκαντέρ, που δεν ηταν ένας τυχαίος δολοφόνος. Ο Παδούρα τον συναντά μέσα στους κύκλους των Ισπανών κομμουνιστών, αναλύει σχολαστικά όλες τις πλευρές του ισπανικού κινήματος, όλα τα πρόσωπα που αποτελούν τον κύκλο του, για να φτάσει τελικά στην αποκορύφωση του δράματος και την έκπτωση ενός ανδρός που από εκλεκτός εκτελεστής καταλήγει άψυχο σκουπίδι της Ιστορίας.
Οι μικροί και μεγάλοι κύκλοι της αφήγησης, περιττό να το τονίσουμε, αφορούν το μέγα κέντρο, που δεν είναι άλλο απο τον ίδιο τον Στάλιν ο οποίος, παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάζεται μυθιστορηματικά –κρυμμένος πίσω απο μαύρο παραβάν–, είναι ο αόρατος παρών σε κάθε τροπή των πραγμάτων. Το βιβλίο εμφανίζεται τοσο σαν ιστορική πραγματεία όσο και σαν απολογητική του κομμουνιστικού κινήματος που, ενώ δεν εξαγιάζει τον Τρότσκι, αποτελεί δίκαιη επιμνημόσυνη δέηση ενός επαναστάτη που τελικά ηταν πιο «χρήσιμος» ως «εξωμότης» και κατόπιν ως νεκρός.
Το εγκληματικό πολιτικό παιχνίδι του Στάλιν ποντάρισε πάνω στο πρόσωπο του «αφοπλισμένου» Τρότσκι και κέρδισε πολλές παρτίδες σε βάρος του, αλλά έχασε τελικά την κρίση της Ιστορίας. Οπως ξέρουμε, κάθε σφάλμα στο εσωτερικό της Ρωσίας θα έπρεπε να βρει τους «ενόχους» του, κατά συνέπεια όλα τα περίβλεπτα μέλη αργά ή γρήγορα βαρύνονταν με πλαστές κατηγορίες που οδηγούσαν απευθείας στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Γράφει ο Παδούρα: «Όπως γνώριζε ο Ραμόν, το Κόμμα και η κυβέρνηση είχαν αρχίσει απο την προηγούμενη χρονιά έναν αγώνα μέχρι θανάτου ενάντια στους τροτσκιστές και τα μέλη της Αντιπολίτευσης που απέμεναν στη χώρα. Υπήρξε εξαιρετικά οδυνηρό να ανακαλύπτουν, ελάχιστους μήνες αργότερα, ότι μια ομάδα από τους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού με το μέγιστο κύρος, μεταξύ των οποίων και ο στρατάρχης Τσουχατσέφσκι, είχαν συμμαχήσει με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες με στόχο να κάνουν πραξικόπημα, ν’ ανατρέψουν τον σύντροφο Στάλιν και να έρθουν σε συμφωνία με τους φασίστες. Οι αποδείξεις που είχαν βρεθεί ηταν ακαταμάχητες και οι στρατιωτικοί είχαν δικαστεί κι εκτελεστεί πριν απο λίγες βδομάδες, ενώ προχωρούσε η εκκαθάριση των επικίνδυνων στοιχείων από τον στρατό και ολοκληρωνόταν η κάθαρση στο Κόμμα. Την επιχείρηση την είχε διευθύνει ο σύντροφος Γεζόφ, κομισάριος των Εσωτερικών Υποθέσεων, υπό την άμεση επίβλεψη του συντρόφου Στάλιν».
Περιπλανώμενος και διωκόμενος ακόμη και στις χώρες όπου έβρισκε καταφύγιο, ο Τρότσκι είχε καταλάβει ότι ο Στάλιν του επιτρέπει να παραμένει ζωντανός επειδή ακριβώς τον είχε ανάγκη ως εξιλαστήριο θύμα. Το σταλινικό καθεστώς, πρέπει να τονίσουμε, εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρο και διέθετε «μακριά χέρια» σε πολλές χώρες – ευρωπαϊκές και μη. Ο Τρότσκι συνωμοτούσε με τον Χίτλερ (!), αυτός καταδίκασε τους κομμουνιστές του ισπανικού εμφυλίου σε ηττα (!), αυτός χρησιμοποιούσε τη Νορβηγία ως βάση για τις τρομοκρατικές του ενέργειες ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και τους ηγέτες της. Ο συκοφαντικός κατάλογος ήταν περίπλοκος και άλλαζε ανάλογα με τις πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις. «Οι κομμουνιστές έπρεπε να διασφαλίσουν την επιτυχία μιας επιχείρησης ικανής να τους εγγυηθεί τον έλεγχο των μετόπισθεν απαλλαγμένων απο τροτσκιστές και αναρχικούς. Η σοβιετική διοίκηση ήλπιζε πως αυτήν τη φορά οι Ισπανοί θα ήξεραν να παίξουν τον ρόλο τους».
Σε τι αποσκοπούσε ο Τρότσκι; Η «αποστολή» του θύμιζε τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν το ‘17: ο Λένιν είχε κατηγορηθεί ότι ήθελε να παραδώσει τη Ρωσία στα χέρια του Κάιζερ, όσο για τον Τρότσκι ήταν ηλίου φανεινότερο ότι ήθελε να προσφέρει τη Σοβιετική Ενωση στον Φύρερ...
Βέβαια, με πολιτικά πεπραγμένα, με συκοφαντίες και αναδρομές μυθιστόρημα δεν γράφεται. Η αφήγηση έχει ανάγκη την άμεση ζωή, να παίρνει ανάσες απο τον παγιδευμένο χρόνο ενός προσώπου που, επειδή ακριβώς ήταν καταδικασμένο, πάσχιζε να περιφρουρήσει τη ζωή του και να περισώσει την οικογένειά του. Ο Παδούρα επ’ αυτού πέτυχε διάνα.
Ο χρόνος του Τρότσκι τεμαχίζεται μαεστρικά. Τον παρακολουθούμε στην Πρίγκιπο όπου το θέαμα της Κωνσταντινούπολης τον αποσπά για λίγο από τις απειλές των διωκτών του, στη Γαλλία όπου οι άνθρωποι του Στάλιν δεν θ’ αργήσουν να τον καταστήσουν ανεπιθύμητο, στη Νορβηγία όπου ο πρωθυπουργός Κουίσλιγκ τον θέτει σε απομόνωση στο σπίτι του, και τέλος στο Μεξικό. Το χαρακτηριστικό είναι οτι ο Λιεφ Νταβίντοβιτς –ως πολιτικός με παγκόσμια φήμη– όφειλε σε κάθε εξορία του να υπογράφει βεβαίωση ότι δεν αποσκοπεί να εμπλακεί στην πολιτική κατάσταση της εκάστοτε χώρας. Το λογοτεχνικό τρικ του αφηγητή εν προκειμένω είναι ισχυρό: έχει έναν καταδικασμένο σε θάνατο, στον οποίο επιτρέπει ν’ απολαμβάνει οικογενειακές στιγμές, να ελπίζει, να διαβάζει και να γράφει ακαταπόνητα τα διάσημα κείμενά του - ένα από τα οποία ήταν, φυσικά, η βιογραφία του Στάλιν. Επίσης, να ερωτεύεται τη Φρίντα Κάλο...
Το βιβλίο παίζει με τις δυο όψεις του αφηγηματικού νομίσματος: από τη μια ο Νταβίντοβις - από την άλλη ο δολοφόνος του Μερκαντέρ. Όσο κι αν γνωρίζουμε το τέλος, τα ενδιάμεσα περιστατικά που διαβάζουμε τα νιώθουμε ως δώρα προς έναν εκτελεσμένο που παραδόξως ζει ακόμα.
Γι’ αυτό, άλλωστε, η περίπτωση του Μερκαντέρ λαμβάνει τέτοια διάσταση. Όταν, εν τέλει, ο Ραμόν φτάνει στη Μόσχα, η πρώτη σοβαρή κουβέντα που του απευθύνουν είναι μοιραία: «Φαντάζεσαι τι τιμή θ’ αποτελούσε να είσαι ο εκλεκτός που θα εξαφανίσει από προσώπου γης αυτό το προδοτικό κατακάθι, τον Τρότσκι; Ξέρεις οτι αυτός ο βρόμικος αρουραίος έχει ξεπουληθεί στους Γερμανούς και τους Γιαπωνέζους; Ότι έχει φτάσει σε σημείο να σχεδιάζει μαζικές δηλητηριάσεις Σοβιετικών εργατών για να σπείρει τον τρόμο στη χώρα;». Από ‘κει και πέρα αρχίζει η μεταμόρφωση του Ραμόν ή, πιο σωστά, η πλαστογράφηση της προσωπικότητάς του. Αλλάζει όνομα, από Ραμόν Μερκαντέρ ονομάζεται Στρατιώτης 13, Ρομάν Πάβλοβιτς, Ζακ Μορνάρ κ.λπ. Αλλάζει εθνικότητα - από Ισπανός γίνεται Βέλγος. Αλλάζει μητρική γλώσσα - απωθεί την ισπανική και υιοθετει τη γαλλική. Ασκείται στην απώθηση του αληθινού εαυτού του: δεν είναι αυτός που ήταν, αντίθετα είναι αυτός που του υπαγόρευσαν. Όλη του η ζωή ηταν προσχέδιο για να καταλήξει εκτελεστής του Τρότσκι. Οι εκπαιδευτές του τού εμφύτευσαν δανεικές αναμνήσεις, ιδέες που δεν ήξερε, τρόπους αντίδρασης σε συγκεκριμένες καταστάσεις, απαντήσεις στο καθετί. Από κει και πέρα ασκήθηκε στην αντοχή του δολοφόνου, στη χρήση των όπλων, στην πτώση με αλεξίπτωτο, στον αμοραλισμό που ιδιάζει στους ψυχρούς εκτελεστές. Άρα, ήταν έτοιμος για τον μεγάλο του άθλο.
Ο αναγνώστης που τρώει σελίδες σαν άγρια κατσίκα μόνο και μόνο για να φτάσει επιτέλους στη δολοφονία πιστεύουμε ότι δυσανασχετεί λιγάκι με την άπειρη υπομονή του αφηγητή Ιβάν. Άλλωστε, από ένστικτο έχει υποψιαστεί ότι το βιβλίο έχει πολλαπλά διαζώματα και διάφορα μέρη που είναι δευτέρας διαλογής. «Ο θάνατος δεν βιαζόταν», διαβάζουμε στη σελίδα 562, ούτε βέβαια ο Παδούρα. Ο αναγνώστης, ωστόσο, βιάζεται για να βρεθεί στη σκηνή όπου ο άνθρωπος με τα πολλά ονόματα (και την αγάπη για τα σκυλιά) θα νιώσει ενώπιος ενωπίω με την ίδια την Ιστορία και τη μοίρα του.
Εν τέλει, η τραγική σκηνή ανασκηνοθετείται στις σελίδες 576, 577, 578.
Ο Ραμόν έχει δώσει ένα κείμενό του στον Τρότσκι για να το διορθώσει, αφού πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη της οικογένειας και των φρουρών. Ο καταδικασμένος σε θάνατο γερο-Τρότσκι κάθεται στο γραφείο εκνευρισμένος για τα ορνιθοσκαλίσματα του κειμένου, ενώ ο Ραμόν τραβάει απο το πανωφόρι του την ορειβατική σκαπάνη:
«Εκείνη τη στιγμή ο Ραμόν Μερκαντέρ αισθάνθηκε πως το θύμα του του είχε δώσει τη διαταγή. Ύψωσε το δεξί του μπράτσο, το έφερε μέχρι πίσω από το κεφάλι του, έσφιξε δυνατά την κομμένη λαβή κι έκλεισε τα μάτια. Δεν μπόρεσε να δει ότι την τελευταία στιγμή ο κατάδικος, με τα μουντζουρωμένα χαρτιά στο χέρι, έστρεφε το κεφάλι και είχε ακριβώς όσο χρόνο χρειαζόταν για να διακρίνει τον Ζακ Μορνάρ τη στιγμή που κατέβαζε με όλη του τη δύναμη τη σκαπάνη που αναζητούσε το κέντρο του κρανίου του. Η κραυγή τρόμου και πόνου ταρακούνησε τα θεμέλια του άχρηστου φρουρίου της λεωφόρου Βιένα».
Ανεκδοτολογικά και μόνο μπορούμε να θυμισουμε τη διαφορά αντίδρασης έναντι του Στάλιν που επέδειξε ένα άλλο, εξίσου διάσημο, υποψήφιο θύμα. Το 1950, τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Στάλιν, ο Γιόσιπ Μπροζ, γνωστός ως Τίτο, έστειλε μια επιστολή στον Στάλιν όπου έγραφε τα εξής: «Στάλιν, πάψε να στέλνεις δολοφόνους για να με βγάλουν από τη μέση. Αν δεν σταματήσεις αυτή την ιστορία, θα στείλω εγώ προσωπικά έναν άνθρωπο στη Μόσχα και δεν θα χρειαστεί να στείλω άλλον»...
σχόλια