«Στα τέλη του ’50 η bossa nova γεννήθηκε στη Βραζιλία, πίσω από τις πανέμορφες ακτές του Rio de Janeiro, στις συνοικίες Copacabana, Ipanema και Leblon. Το σλόγκαν του νέου πρόεδρου Juscelino Kubitschek (σ.σ. ανέλαβε την 31/1/1956 και για μια πενταετία) “50 χρόνια ανάπτυξης μέσα σε πέντε” έφερε την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, καθιστώντας τη μέσο για την προώθησή της στον “πρώτο κόσμο” και μακριά πια από τον "τρίτο"». Αυτό γράφει ο Stuart Baker στο booklet του άλμπουμ “Bossa Nova/ Bossa nova and the rise of brazilian music in the 1960s” [Soul Jazz, 2011], αν και θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα, αφού εκείνη την εποχή οι υποτιμήσεις του cruzeiro ήταν συνεχείς, η χώρα έβαινε χρεωμένη κάτω από τις αλόγιστες δαπάνες και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, η διαφθορά ήταν στην ημερησία διάταξη, ενώ και η φτώχεια, όπως και το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις αυξανόταν με όλο και μεγαλύτερο ρυθμό.
Η bossa nova ξεπήδησε μέσα από ένα περιβάλλον χαλαρότητας και ανεμελιάς (υποτίθεται) στη Βραζιλία του δεύτερου μισού των fifties. Παγκόσμια έγινε όταν την ανέλαβαν οι Αμερικάνοι (Stan Getz, Charlie Byrd), που συνεργάστηκαν με Βραζιλιάνους μουσικούς (Antonio Carlos Jobim, Joao Gilberto, Astrud Gilberto…), κάνοντας ακόμη πιο στενή τη σχέση της με την jazz. Στην Ελλάδα έφθασε την ίδια εποχή (αρχές του ’60) και γρήγορα έγινε must στα κλαμπ, τις ταινίες και τη δισκογραφία.
Η bossa nova ξεπηδώντας μέσα απ’ αυτό το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εξέφρασε επί της ουσίας την ελπίδα για μια καλυτέρευση της ζωής, και ουσιαστικά έδωσε ό,τι είχε να δώσει μέχρι το 1964 (συμβολικά μέχρι την πρωταπριλιά του ’64, όταν την εξουσία, στη Βραζιλία καταλαμβάνει χούντα). Φυσικά, τούτο δε σημαίνει πως μετά το ’64 δεν γράφτηκαν ωραία τραγούδια και ορχηστρικά, αλλά το αισθητικό πλέγμα της bossa nova είχε ήδη ολοκληρωθεί, αφήνοντας το πάτημά του στην ανερχόμενη MPB (Musica Popular Brasileira) και τον ίσκιο του στην ετοιμαζόμενη tropicalia (με τη σαφή αντι-bossa στάση).
Η bossa nova, η βαθιά ρίζα της οποίας υπήρξε η samba, η αφροβραζιλιάνικη μουσική της χώρας, δημοφιλέστατη στα χρόνια του ’30 και του ’40, χρωστά επίσης πολλά και στις ηχητικές ανταλλαγές που συνέβαιναν την ίδια εποχή, αλλά και στη δεκαετία του ’50, ανάμεσα στη Βραζιλία και τις ΗΠΑ. Έτσι, ο ρόλος της τραγουδίστριας Carmen Miranda (1909-1955) από τη μια μεριά στην εξοικείωση του αμερικανικού κοινού (και, εννοείται, των μουσικών) με τη samba υπήρξε οπωσδήποτε καθοριστικός και βεβαίως η ιμπεριαλιστική τακτική των ΗΠΑ (του State Department), με τους αμειβόμενους καλλιτέχνες που θα έφερναν την αμερικανική μουσική (δηλαδή την jazz) στα πέρατα του κόσμου, έδρασαν με αποφασιστικό τρόπο στην αισθητική συγκρότηση τού νέου είδους. Στα τέλη των fifties οι Nat King Cole, Ella Fitzgerald, Herbie Mann, Lena Horne και διάφοροι άλλοι είχαν επισκεφθεί για συναυλίες τη Βραζιλία.
Μπορεί, στις αρχές του '60, πια, η bossa nova να είχε ήδη εκπονήσει τη «γραμματική» και το «συντακτικό» της, όμως ακόμη εξέλειπε η τυπική συσχέτισή της με την jazz. Τούτο συνέβη τον Απρίλιο του 1962, όταν οι Stan Getz και Charlie Byrd κυκλοφόρησαν το "Jazz Samba" LP, διασκευάζοντας A.C. Jobim, Baden Powell και Ary Barroso, μετατρέποντας αυτομάτως την bossa nova σε παναμερικανικό και, γιατί όχι, σε παγκόσμιο είδος.
Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (1962) ένα bossa κονσέρτο έλαβε χώρα στο Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη, στο οποίο συμμετείχαν οι João Gilberto, A.C. Jobim, Sérgio Mendes, Luiz Bonfá, Agostinho Dos Santos, Milton Banana, Carlos Lyra, Bola Sete, Roberto Menescal και άλλοι διάφοροι. Η επιτυχία του κονσέρτου ήταν τέτοια, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τους Gilberto και Jobim (πιο μετά και τον Mendes) να παραμείνουν στις ΗΠΑ. Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του ’64, όταν οι Stan Getz και João Gilberto ηχογραφούσαν το LP “Getz/Gilberto” [Verve], με την Astrud Gilberto να τραγουδά τα “The girl from Ipanema” και “Corcovado” η bossa nova ήταν ήδη κατεστημένο (με την ωραία έννοια).
Μπορεί κάποια ψήγματα αυτής της σχέσης, της samba με την (cool) jazz, που διαμόρφωσαν την bossa, να μας πηγαίνουν πίσω στο χρόνο (στον Garoto π.χ. και τις πενιές του στα early fifties ή ακόμη και στους Agostinho Dos Santos, Laurindo Almeida και Sylvia Telles), όμως το άλμπουμ εκείνο που πρότεινε το νέο στυλ ήταν το “Cancao do Amor Demais” [Festa, 1958] της Elizete Cardoso, γραμμένο εξ ολοκλήρου από τους A.C. Jobim και Vinicius de Moraes (με τον João Gilberto στην κιθάρα). Στο εν λόγω LP ακουγόταν και το “Chega de saudade”, στην πρώτη του εκτέλεση, πριν το πάρει λίγους μήνες αργότερα ο Gilberto και το μετατρέψει σε hit.
Σύνθεση του Gilberto ήταν ακόμη και το “Bim bom”, που θεωρείται ως το πρώτο bossa nova τραγούδι, αφού συνετέθη το 1956 (δισκογραφήθηκε τον Ιούλιο του ’58, για το άλμπουμ του στην Odeon “Chega de Saudade”). Έτσι, ακολουθώντας την επιτυχία του Gilberto, οι πρώτες μικρές ομάδες και τα πρώτα ονόματα θα έσκαγαν με το καλημέρα (ή σχεδόν με το καλημέρα). Ανάμεσά τους οι Dom Um Romao’s Copa 7 και Tamba Trio και βεβαίως οι Roberto Menescal, Carlos Lyra, Nara Leao και Jorge Ben, ενώ τις μεγάλες εταιρίες που έδιναν ώθηση στην κίνηση (την Odeon και τη Philips βασικά), ακολουθούσαν οι ανεξάρτητες μικρότερες RGE (με το “Vagamente” της Wanda Sá), Elenco κ.ά.
Η Elenco ήταν μία από τις εταιρίες-σύμβολα της εποχής, οι οποίες στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις το νέο ήχο, προβάλλοντας, συχνά, ολοκληρωμένες αισθητικές προτάσεις, που ξεπερνούσαν αυτό καθ’ αυτό το ακουστικό κομμάτι, αφορώντας στα γενικότερα σημεία της παραγωγής, στα εξώφυλλα κ.λπ. Ο Cesar G. Villela εκμεταλλευόμενος επί της ουσίας ένα μόλις χρώμα (το κόκκινο) δημιουργούσε αυτά τα πολύ ιδιότροπα σχέδια, παρέχοντας στην bossa nova ένα γραφιστικό πλάνο, το οποίον εξέπεμπε –μέσω των περίτεχνων συνθέσεων, των απαλών μαύρων γραμμών πάνω στο άσπρο– την ευγένεια, την ελαφρότητα και την καλλιτεχνική λεπτότητα του νέου ήχου.
Η Elenco ιδρύθηκε στο Rio de Janeiro το 1963 από τον Aloysio de Oliveira, έναν διακεκριμένο τραγουδιστή, στιχουργό και ηθοποιό, με μακρόχρονη καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέλος των Bando de Lua, του backing group της Carmen Mirnada, o Oliveira θα επιστρέψει στο Rio μετά το θάνατο της τελευταίας το 1955, δουλεύοντας ως A&R man για την τοπική Odeon. Έχοντας συμβάλλει, από τη συγκεκριμένη θέση, στη γέννηση της bossa, μέσα από τη συνεργασία του με τους Gilberto, Jobim και Moraes, ο Oliveira διαπιστώνει συν τω χρόνω πως τα μεγάλα labels (η Odeon και η Philips) δύσκολα αντιλαμβάνονται το βάθος και τις επεκτάσεις του bossa ήχου, ή, εν πάση περιπτώσει, του ήχου που εκείνος είχε στο μυαλό του, αποφασίζοντας έτσι να δημιουργήσει ένα καινούριο label.
Με τη στήριξη των φίλων του λοιπόν, ο Oliveira καταφέρνει, μέσα σε τρία χρόνια, να χτίσει ένα μοναδικό κατάλογο περίπου 60 κυκλοφοριών, παρουσιάζοντας άλμπουμ των Nara Leao, Sylvia Telles, Antonio Carlos Jobim & Sergio Mendes, Roberto de Menescal, Sergio Ricardo, MPB4, Quarteto Em Cy, Baden Powell, Lucio Alves, Maysa, Dorival Caymmi κ.ά., δημιουργώντας απ’ τη μεριά του το πιο «βαθύ κράτος» της bossa.
Παρά την επιτυχία (ή ίσως και γι’ αυτό) o Oliveira θα πουλήσει τελικά την Elenco στην Philips, το 1967, και η ιστορία κάπου εκεί τελειώνει – αν και κάτω από την Elenco εξακολουθούσε να εμφανίζονται δίσκοι, ηχογραφημένοι στη Βραζιλία ή ακόμη και στις ΗΠΑ. Ένας τέτοιος ήταν και το “Sergio Mendes presents Edu Lobo” [A&M, 1970] του περίφημου τραγουδιστή Edu Lobo.
Φυσικά, bossa nova δεν σταμάτησε να παράγεται στη Βραζιλία και αλλού στον κόσμο, όλα τα επόμενα χρόνια, ενώ την τελευταία 15ετία το κίνημα, ας το πούμε έτσι, της new bossa κατέκλυσε τα μπαρ, τα καφέ και τα πάσης φύσεως «λαουντζάδικα» (με τη γαλλική σειρά “Saint-Germain-des-Prés Café”, που στηριζόταν και στην bossa, να πουλάει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα). Οι Ιταλοί υπήρξαν πρωτοπόροι στη νέα bossa, προτείνοντας πάμπολλα συγκροτήματα και καλλιτέχνες, από κοντά ακολούθησαν οι Γάλλοι και όλοι οι υπόλοιποι, ενώ ιδιαίτερη ώθηση στο στυλ έδωσε και η βρετανική εταιρεία Far Out Recordings μέσα από την οποία εκφράστηκαν ή ξανα-εκφράστηκαν καλλιτέχνες όπως οι Ipanemas, Marcos Valle, Joyce και πολλοί άλλοι.
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Από πολύ νωρίς, από τις αρχές του ’60 η bossa nova (ή και μποσανόβα) απασχολεί τους Έλληνες συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού, αλλά σιγά-σιγά και κάποια συγκροτήματα. Μποσανόβες θα γράψουν ο Μίμης Πλέσσας, ο Κώστας Κλάββας, ο Γεράσιμος Λαβράνος, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης μα ακόμη και ο Μάνος Χατζιδάκις. Η μποσανόβα θα περάσει αμέσως στον κινηματογράφο, στο λαϊκό και ελαφρολαϊκό τραγούδι, ενώ bossa άσματα θα ηχογραφούνται όλες τις δεκαετίες στην Ελλάδα (εννοώ και τα πιο πρόσφατα χρόνια), με μερικά απ’ αυτά να γίνονται επιτυχίες, όπως ας πούμε «Η μπόσα νόβα του Ησαΐα» (1995) του Φοίβου Δεληβοριά ή ακόμη και «Η μπόσσα νόβα του ζαχαροπλαστείου» (1980) του Δημήτρη Μαραγκόπουλου από τη «Λιλιπούπολη».
Οι παρακάτω επιλογές αφορούν βασικά στη δεκαετία του ’60, τότε που παρήχθη η ωραιότερη ελληνική bossa (όπως και παγκοσμίως δηλαδή). Λίκνισμα λοιπόν με 11+1 tracks, αλλά πιο πριν να θυμηθούμε τα βήματα!
Βαγγέλης Σειληνός, Βασίλης Αυλωνίτης, Ελένη Ανουσάκη, Μαρία Ιωαννίδου κ.ά. από την ταινία του Ορέστη Λάσκου «Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει…» (1963), με τις μουσικές του Κώστα Κλάββα:
1.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΑΒΡΑΝΟΣ: Θάλασσα πλατειά
LP «Χορέψτε με το Γεράσιμο Λαβράνο και την Ορχήστρα του» [Polydor, 1965]
Απίστευτη bossa διασκευή της κλασικής σύνθεσης του Μάνου Χατζιδάκι από τον Γεράσιμο Λαβράνο (1935-2015) και την Ορχήστρα του. Τα φωνητικά του Στέλιου Καλαθόπουλου και της Audrey Gray είναι χάρμα, ενώ τα breaks απ’ όλα τα όργανα (ένα-ένα με τη σειρά) δίνουν στο άκουσμα έναν άπιαστο κοσμοπολίτικο αέρα.
2.
ORCHESTRA S. PIPERAKIS: Arabella
single [Greka, 196?]
Πρόκειται για τον κιθαρίστα Σπύρο Πιπεράκη (1931-2011), που εκτός από συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι είχε καταφέρει να έχει δικό του στούντιο στις αρχές του ’60, αλλά και δισκογραφική εταιρεία (την Greka). Η “Arabella” είναι μια δική του bossa που πετάει!
3.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΛΑΒΒΑΣ: Μορφονιά-Bossanova
single [Philips, 1964)
Θρυλική ελληνική bossa και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες στις μέρες μας, αφού ακούγεται στην ταινία «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» του Ορέστη Λάσκου. Ο Κώστας Κλάββας (1934-2012) ένωσε Ανατολή και Βραζιλία σ’ ένα κράμα, με την up-tempo «Γκιουλινάρ» του να σκίζει σε χορευτικά λικνίσματα. Για πολύ γερά πνευμόνια...
4.
TRIOLATINO: Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο
EP [Polydor, 1966]
Κύπριοι ήταν οι Δούκας, Ευθυμίου και Χαραλάμπους και το Trio Latino τους ένα από τα ωραιότερα που ακούστηκαν σε Κύπρο και Ελλάδα στα μέσα του ’60. Σ’ αυτό το EP από το 1966 διασκευάζουν την “Aline” του Christophe, Sonny Bono, αλλά και το κλασικό πλέον τραγούδι του Ελληνορώσου Σταύρου Ζώρα «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο». Ναι, το μετατρέπουν σε μια θεσπέσια bossa…
5.
ARISSAN: OsoAksizisEsi
LP “To My Friends” [ISR. Arton, 196?]
Το «Όσο αξίζεις εσύ» είναι η μεγάλη επιτυχία του Απόστολου Καλδάρα από το 1963 (διασκευή βασικά σε σύνθεση των Ινδών Shankar-Jaikishan). Λίγο αργότερα ο Έλληνας κιθαρίστας και τραγουδιστής Aris San (1950-1992), που έκανε τρανή καριέρα στο Ισραήλ, διασκευάζει το «Όσο αξίζεις εσύ» σε μποσανόβα. Και εδώ, όπως συνήθως, τα φωνητικά (Trio Atiko) εκτοξεύουν το κομμάτι.
6.
ΑΛΕΚΑ ΚΑΝΕΛΛΙΔΟΥ: Μικρός βασιληάς
single [Philips 1965]
Από τις πιο λεπτεπίλεπτες ελληνικές μποσανόβες, συντεθιμένη από τον Γιάννη Σπάρτακο (1914-2001) – ένας από τους πρώτους Έλληνες τζαζίστες, με σχετικό έργο ήδη από τη δεκαετία του ’30. Ο «Μικρός βασιληάς» είναι τραγούδι του ’65, αποδίδει η καλλίφωνη και πάντα jazzy Αλέκα Κανελλίδου κι έχει, και αυτό, το ωραίο «βοκαλιστικό» κομμάτι του. Και βεβαίως τα latin πιανιστικά breaks (από τον ίδιο τον Σπάρτακο υποθέτω).
7.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Η Μπόσα Νόβα του Μαγεμένου Αυλού
[1966]
Έξοχη, βαθειά μποσανόβα του Μάνου Χατζιδάκι, περισσότερο για άκουσμα-απόλαυση παρά για χορό, που πλειοδοτεί σε έγχορδο μελοδραματισμό, δίχως να υπολείπεται σε ρυθμικά vibes. Προέρχεται από ραδιοφωνική συναυλία της Ελαφράς Ορχήστρας του ΕΙΡ, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, και δεν πρέπει να υπάρχει σε δίσκο. Την ακούμε και σαν διάλειμμα.
8.
ΕΡΙΚΑ & ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (ΜΠΡΟΓΙΕΡ): To γελεκάκι
EP «Πάρτυ με την Έρικα και Μαργαρίτα» [Columbia, 196?]
Το γνωστό ελληνικό ντούο από τις ταινίες του ’60, η Έρικα και η Μαργαρίτα Μπρόγιερ, καταγράφονται εδώ σε παλιά ελαφρά και άλλα τραγούδια διασκευασμένα όμως μ’ ένα πιο σύγχρονο πνεύμα. Ανάμεσα και η bossa διασκευή στο κλασικό «Το γελεκάκι» των Σπύρου Ολλανδέζου-Ιωάννη Θεοδωρίδη. Το τραγούδι δεν υπάρχει στο YouTube, αλλά το επέλεξα λόγω εξωφύλλου.
9.
ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ: Τα χέρια
LP «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda» [Philips, 1965]
Υπάρχει ιστορία πίσω από αυτό το κομμάτι, που έχει μουσική του Κώστα Καπνίση. Αρχικά ήταν μέρος του δεύτερου soundtrack της περίεργης και κάπως σούρεαλ ταινίας του Τζων Κόντες «Τα Χέρια» (1962). Στην πορεία έγινε τραγούδι, που ερμήνευσε η Γιοβάννα το 1963 (σε στίχους Τάσου Μαστοράκη) και λίγο αργότερα (1965) η σύνθεση απογειώθηκε ως bossa nova από τον Μίμη Πλέσσα και την ορχήστρα του, στο ιστορικό LP «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda».
10.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗΣ: Οδός Μπόσσα Νόβα
LP «Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές» [Potfleur, 1966/2002]
Από τις πιο jazz μποσανόβες της εποχής είναι αυτή του Γιώργου Θεοδοσιάδη, που προέρχεται από το soundtrack της ταινίας του Γιώργου Κωνσταντίνου «Άνθρωπος για Όλες τις Δουλειές». Ο Γιώργος Χατζηνάσιος είναι στο πιάνο, ο Κίμων Βασιλάς στο βιμπράφωνο, οι Andreas Ortega και Ρήγας Σαριτζιώτης στο φλάουτο κ.λπ.
Ένα track από τα seventies κι ένα από τα eighties…
11.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: Μακάρι
LP «Με την Πρώτη Στάλα…» [Philips, 1972]
Ο Φίλιππος Νικολάου ξεκίνησε από τα συγκροτήματα και τις ορχήστρες του ’60 (Play Boys, Ariones) και άρα οι λατινικοί ρυθμοί, γενικότερα, ήταν για ’κείνον κάτι οικείο. Κάπως έτσι γίνεται και το πάντρεμα της bossa με το μπουζούκι λίγο αργότερα, σ’ ένα τραγούδι (δική του σύνθεση) που ακούστηκε πολύ στα seventies.
12.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Παπούτσι από τον τόπο σου
LP«Ντεμοντέ» [CBS, 1986]
Δεν ξέρω πόσοι είχαν πάρει χαμπάρι το «Ντεμοντέ» του Θόδωρου Αναστασίου στα μέσα του ’80. Ξεχώριζε μέσα στα άλμπουμ των τραγουδοποιών της εποχής, επειδή είχε πολλές και καλοβαλμένες βραζιλιάνικες αναφορές και στιχάκια σαν και τούτα: «Κι εσύ γλυκιά πατρίδα μητέρα των θεών/ σε λήθαργο πεσμένη στα χέρια των γιατρών/ κοιτάς να επιβιώνεις με κόλπα ηλεκτρικά/ μα οι τάσεις μεγαλώνουν κι η αντίσταση χαλάει/ το κύκλωμα πεθαίνει το ρεύμα σταματάει/ τα σύννεφα βαραίνουν και για βροχούλα πάει»...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο LIFO.gr το 2015.