Ο ανταγωνιστής είναι γιγαντιαίος. Αυτό το «παγκόσμιο άτυπο ξενοδοχείο» που συνιστά η Airbnb (η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη ηλεκτρονική πλατφόρμα ενοικιάσεως ακινήτων για τουριστική χρήση) αφήνει τη σκιά του να πέφτει πάνω σε όλους τους διεθνείς ξενοδοχειακούς κολοσσούς. Την ψυχή των ξενοδόχων, όμως, τη μαυρίζει και η νέα γενιά πελατών με τις ανήκουστες απαιτήσεις της. Οι διαβόητοι Υ (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1980 και 2000) δεν ικανοποιούνται πλέον με λίγο πιο γρήγορο Wi-Fi και ισχυρότατο σήμα μέσα στο δωμάτιο, παρά το ότι αυτό παραμένει το κύριο κριτήριο επιλογής ξενοδοχείου. Το κάπως ωριμότερο της ηλικίας τους τούς κάνει πλέον πιο γκρινιάρηδες κι έτσι αποκαλύπτονται καθαρά οι «μικρές ιδιοτροπίες» που τους χαρακτηρίζουν, όπως το να ικανοποιούνται οι κατακτητικές βλέψεις τους για τα πιο απρόβλεπτα σημεία του χώρου ή η ψυχρότατη απαξίωσή τους για υπέροχα είδη επίπλων (σαν το τραπεζάκι αποσκευών, τις ντουλάπες κ.ά.). Κι αυτά είναι δύο συχνά παραδείγματα από τον μακρύ κατάλογο των νεότερων «γουρουνέ» συμπεριφορών που καταγράφονται με τον πιο κομψό όρο «καινούργιες καταναλωτικές συνήθειες στον ξενοδοχειακό κλάδο».
Όλοι πλέον αναζητούν διακαώς το «νέο ιδανικό δωμάτιο ξενοδοχείου». Με γνώμονα, λοιπόν, τα παραπάνω, με ηθικό υποστηρικτή την αισιοδοξία που φέρνουν οι αυξημένες αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα και ακολουθώντας τη λογική σκέψη ότι τα ξενοδοχεία θα μπορούσαν να είναι οι μόνες βιώσιμες επενδύσεις στον βομβαρδισμένο από την κρίση κλάδο της οικοδομής, το περιοδικό ΔΟΜΕΣ επανεκκίνησε τον θεσμό των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών του μετά από παύση δεκαετή σχεδόν. Έτσι, τον περασμένο Απρίλιο προκηρύχθηκε πανευρωπαϊκός διαγωνισμός με τίτλο: «Ο σχεδιασμός ενός τυπικού δωματίου ξενοδοχείου». Προσδιορίστηκε ότι το ιδανικό αυτό ξενοδοχείο θα βρισκόταν στην Ελλάδα. Ότι θα ήταν ξενοδοχείο πόλης και όχι εξοχικό. Ότι το ζητούμενο είναι μόνο το εσωτερικό του δωματίου (αδιαφορώντας για τη θέα προς τα έξω). Ότι το δωμάτιο θα μπορούσε να έχει εμβαδό από 18 ως και 24 τ.μ. και ότι θα όφειλε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που θέτει ο ΕΟΤ.
Επρόκειτο για ένα διαγωνισμό που ιχνογραφούσε τη στροφή του αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος προς τη διαμόρφωση εσωτερικών χώρων – αντικείμενο μελέτης που κατά «χρησικτησία» ανήκει στους διακοσμητές και στους σχεδιαστές εσωτερικών χώρων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νικητές του δεύτερου και του τρίτου βραβείου, κατά την παρουσίαση των έργων τους στους δημοσιογράφους, τόνισαν πόσο σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή τους ήταν ακριβώς το ότι αν κέρδιζαν βραβείο, θα έβλεπαν, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, έργο τους να χτίζεται.
Η σημασία αυτής της στροφής σχετίζεται με τον τρόπο που προσεγγίζεται το αντικείμενο. Ο ρόλος του διακοσμητή είναι να διαμορφώσει ένα εσωτερικό έτσι ώστε ο χώρος να γίνει, ει δυνατόν, από απλά ευχάριστος μέχρι τόσο ευχάριστος, που να μείνει αξέχαστος. Έχει, δηλαδή, ως πρωταρχικό στόχο τη βελτίωση του χώρου, χωρίς σημαντικές παρεμβάσεις στις λειτουργίες του και χωρίς σπουδαίες μεταβολές στην κυκλοφορία μέσα σε αυτόν. Κατ' αντιδιαστολή, ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι να επέμβει ακριβώς σε αυτά τα δύο σημεία, ει δυνατόν. Ξεκινά από μια ευρηματική ιδέα και στοχεύει στην πιθανή σαγηνευτική εμπειρία που θα μπορούσε να αποκομίσει ο χρήστης. Και αυτό το πετυχαίνει δημιουργώντας μέσα στον χώρο νέες λειτουργίες, πρωτότυπες χωρικότητες και απροσδόκητες κυκλοφορίες.
Η κριτική επιτροπή αποτελούνταν από τους αρχιτέκτονες και καταξιωμένους καθηγητές Γιώργο Πανέτσο, Γιάννη Αίσωπο, Γιώργο Τζιρτζιλάκη και Μέμο Φιλιππίδη. Ο διαγωνισμός συγκέντρωσε 262 προτάσεις (αριθμός μεγάλος και κατά 60% μεγαλύτερος του αναμενομένου) και μέσω αυτών συμμετείχαν 580 αρχιτέκτονες από 17 χώρες. Ακαταμάχητο δέλεαρ για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό ήταν ότι τα τρία βραβεία θα υλοποιούνταν σε κλίμακα 1:1. Θα χτίζονταν, δηλαδή, ομοιώματα των δωματίων στη φυσική τους κλίμακα για να εκτεθούν στην έκθεση «Room 18», στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, που συνεπιμελήθηκαν οι Γιώργος Πανέτσος και Νίκος Σούλης του περιοδικού ΔΟΜΕΣ.
Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ένα είδος αρχιτεκτονικής χλιδής χωρίς προηγούμενο, αφού στόχος της υλοποίησης ήταν απλώς να παρουσιαστούν σε μια περιοδική έκθεση. Όπως πολύ σωστά υπογράμμισε ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επρόκειτο για κάτι που θα περίμενε να δει κάποιος μόνο στην Τριενάλε Αρχιτεκτονικής του Μιλάνου. Τα τρία ομοιώματα ήταν το σπουδαίο κλου της έκθεσης «Room 18» και για τον επισκέπτη, καθώς του έδιναν την ευκαιρία, βιώνοντας για λίγο τους χώρους και ανεξάρτητα από τη σχέση του με την αρχιτεκτονική, να σχηματίσει καλύτερη αντίληψη γι' αυτούς και να κρίνει κατά πόσο μπορούν να του είναι οικείοι και ευχάριστοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νικητές του δεύτερου και του τρίτου βραβείου, κατά την παρουσίαση των έργων τους στους δημοσιογράφους, τόνισαν πόσο σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή τους ήταν ακριβώς το ότι αν κέρδιζαν βραβείο, θα έβλεπαν, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, έργο τους να χτίζεται.
Δηλώσεις πολύ συγκινητικές, έτσι χαρούμενες που αναδύθηκαν μέσα από το δραματικό τέλμα της ματαίωσης ενός νέου αρχιτέκτονα, ο οποίος σχεδιάζει με πάθος, χωρίς να βλέπει κάτι να εγείρεται. Πρόκειται για μία από τις πλέον αφανείς παράπλευρες απώλειες του «γενικού κουρελιάσματος των κατασκευών» που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση στη νότια Ευρώπη, αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι το δεύτερο βραβείο απέσπασε ο Joao Prates Ruivo από την Πορτογαλία (εγκατεστημένος στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια), ενώ το τρίτο δόθηκε στην ομάδα της Sara Navazo Saez De Arregui και του Edorta Larizgoitia Andueza από την Ισπανία.
Πιο τυχερός από κάθε άποψη ήταν ο Λεωνίδας Παπαλαμπρόπουλος (από την Ελλάδα) που κέρδισε το πρώτο βραβείο, καθ' ότι, πέραν της επιτυχίας του σ' αυτόν το διαγωνισμό, έχει δει έργα του να υλοποιούνται. Η πρότασή του ήταν ένα «δωμάτιο-λιβάδι» με ανάγλυφο δάπεδο (καλυμμένο με τεχνητό γκαζόν). Οι τοίχοι καλύπτονταν από καθρέφτες που δημιουργούν την ψευδαίσθηση ενός ορίζοντα 360ο (σαν να βρίσκεται κάποιος σε πραγματικό λιβάδι στην ύπαιθρο). Η ιδέα συνδέεται με το ότι τα ξενοδοχεία, που κατά κανόνα αναγνωρίζονται ως «καλά», προσφέρουν την «πολυτέλεια» ενός γηπέδου γκολφ. Πρόκειται για στιβαρό κλισέ, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ανεξαρτήτως κλιματολογικών συνθηκών. Το γήπεδο του γκολφ στέκεται ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Κάτι το σεβάσμιο, ένα ιδανικό ευτυχίας, γαλήνης, αναψύξεως, δροσισμού και αναπαύσεως. Κάπως σαν τα μυθολογικά Ηλύσια Πεδία των αρχαίων μας – μια ουτοπία. Στο τεχνητό λιβάδι εσωτερικού χώρου που βραβεύτηκε ο πελάτης καλείται να βρει έναν τρόπο κατοίκησης επί του αναγλύφου, το οποίο δεν έχει προκαθορισμένες χρήσεις. Είναι «ανοιχτό» και περιμένει τον χρήστη να ορίσει πού θα κάθεται, πού θα ξαπλώνει και γενικότερα πώς θα απολαμβάνει.
Η αίσθηση της απολύτως ελεύθερης και ανοιχτής φόρμας υπογραμμίζεται και από το στρώμα ύπνου, του οποίου η κάτοψη έχει ακανόνιστο σχήμα. Κατά την πρώτη επίδειξη του δωματίου στους δημοσιογράφους, το στρώμα αυτό δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί. Ένας εργάτης καθόταν εξουθενωμένος σε ένα βουναλάκι και περίμενε να του το φέρουν για να το εγκαταστήσει. «Ποια είναι η θέση του κρεβατιού σε αυτό το δωμάτιο;» ρώτησε έκθαμβος ένας δημοσιογράφος και ο εργάτης έδειξε μιαν ακανόνιστη τρύπα στο πλαστικό γκαζόν. «Τον καημενούλη!», σκεφτήκαμε οι περισσότεροι για τον εργάτη. «Από την κούραση δεν ξέρει πλέον τι λέει!». Στο τέλος της συνέντευξης Τύπου το στρώμα είχε μπει πια στη θέση του, αλλά δυστυχώς δεν εντοπίσαμε τον εργάτη για να του ζητήσουμε συγγνώμη που τον αμφισβητήσαμε! Το πρώτο βραβείο αποκάλυπτε αρκετά το σκεπτικό αξιολόγησης και βράβευσης των προτάσεων από την κριτική επιτροπή. Βάρυνε, λοιπόν, η ευρηματικότητα της ιδέας, η διαμόρφωση συνθηκών για μια απρόσμενη εμπειρία διαβίωσης και, τέλος, η «ανοιχτή φόρμα», δηλαδή εκείνη η ελευθερία που δίδεται στον χρήστη για να «αποδώσει ρόλο», να κάνει ουσιώδες casting στα διαθέσιμα σημεία του χώρου, ώστε να εκπληρώνουν διάφορες λειτουργίες.
Τα παραπάνω αναγνωρίζονται και στο δεύτερο βραβείο, που ήταν ένα διαμπερές σιδερένιο κουτί μήκους 18 μέτρων επί 1 μέτρο πλάτος, στο οποίο τα έπιπλα ανεβοκατέβαιναν στο ταβάνι χάρη σε ένα (απλό κατά βάση) σύστημα με μοτέρ, τροχαλίες και ιμάντες. Έτσι, όλη η επίπλωση μπορεί να «τραβηχτεί» στο ταβάνι, αφήνοντας τον χώρο ελεύθερο για να γεμίσει με νερό και να μετατραπεί σε κουλουάρ πισίνας, στο οποίο ο ένοικος του δωματίου μπορεί να κολυμπήσει αντί άλλης πρωινής γυμναστικής. Μετά το μπανάκι, το δωμάτιο αδειάζει από το νερό και είναι πλέον έτοιμο για όλες τις υπόλοιπες νόμιμες χρήσεις του.
Πιο κοντά στη σημερινή συμβατική άποψη για τη δομή ενός δωματίου ξενοδοχείου βρίσκεται η λύση που απέσπασε το τρίτο βραβείο. Σε αυτήν το κρεβάτι είναι ένα ξύλινο κουτί που κρέμεται από το ταβάνι του κουτιού που συνιστά το δωμάτιο. Το «κρεβάτι των ονείρων», όπως ονομάζεται, βρίσκεται και πάλι στο κέντρο του δωματίου, αλλά είναι περίκλειστο. Ένιωθες απομονωμένος εκεί και αυτό σε αφήνει να φανταστείς ότι είσαι κάπου αλλού (και πιο συγκεκριμένα στον τόπο των ονείρων). Ο όγκος του κουτιού-κρεβατιού χωρίζει το δωμάτιο σε τέσσερις επιμέρους χώρους με διαφορετικές λειτουργίες. Ένας από αυτούς χρησιμεύει για λουτρό και WC. Αξίζει να προσέξει κάποιος τον νιπτήρα σε αυτό το δωμάτιο, ο οποίος είναι φτιαγμένος από ένα λαξευμένο μασίφ κομμάτι μαρμάρου που πατά στο δάπεδο και κατασκευάστηκε ειδικά για την περίσταση, ακολουθώντας επακριβώς το σχέδιο των αρχιτεκτόνων.
Γενικότερα, και στις τρεις βραβευθείσες προτάσεις (αλλά και σε αρκετές ακόμα από τις προτάσεις που υποβλήθηκαν) οι χώροι του λουτρού και του WC είναι πανταχόθεν ελεύθεροι και οι λειτουργίες τους διασπαρμένες μέσα στο δωμάτιο. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που οι προδιαγραφές του ΕΟΤ όχι μόνο απαγορεύουν, αλλά και ούτε καν περνάει από τον νου τους ως ιδέα, για να την απορρίψουν και πάλι. Το μήνυμα, λοιπόν, αυτού του διαγωνισμού αφορά ευθέως τον ΕΟΤ. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι προδιαγραφές που θέτει είναι απαραίτητες, καθ' ότι, χάρη σε αυτές, διασφαλίζεται ένα ελάχιστο ποιότητας στα τουριστικά καταλύματα. Ωστόσο, αυτοί οι κανονισμοί δεν θα έπρεπε να επενεργούν στην αρχιτεκτονική όπως τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα στον άνθρωπο, τα οποία ανακόπτουν μεν την καταβύθιση του πάσχοντα στη θλίψη αλλά βάζουν τρικλοποδιά και σε κάθε έξαρσή του προς τη χαρά.
Αν η αρχιτεκτονική σκέψη οδηγείται σε ανοιχτά μπάνια και τουαλέτες, ο ΕΟΤ θα έπρεπε να την ακούσει και να την κατανοήσει. Στη συνέχεια θα έπρεπε να τη διευκολύνει στο να κάνει το όνειρό της αληθινό και όχι να την προστατέψει από το να κάνει λάθος. Ο ρόλος αυτός ανήκει στην αρχιτεκτονική κριτική. Εκείνη θα έπρεπε κάθε φορά να εντοπίζει πότε ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός (επειδή προσηλώνεται στην αισθητική και στην ευρηματικότητα) μεταμορφώνει άθελά του ένα δωμάτιο από κορωνίδα μιας φιλόδοξης και διορατικής ποιητικής φαντασίας σε μια ανυπόφορη ακολουθία πρακτικών μικροπροβλημάτων.
Και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να ζεις με κακό σχεδιασμό (γνωστός και ως bad design). Πρόκειται για έναν εχθρό αήττητο, λόγω του ότι η εχθροπραξία του δεν έχει καθόλου φύρα. Δυσαρεστεί συνεχώς στον ίδιο πάντα βαθμό, χωρίς ανακωχές, χωρίς καν διαλείμματα. Και, φυσικά, στο τέλος πάντα νικά, καθ' ότι σε υποβιβάζει στην κατάσταση του να συνηθίζεις κάτι που δεν σου αρέσει και αυτό κάνει μαύρη τη ζωή, χωρίς πλέον να θυμάσαι πώς και γιατί συνέβη αυτό.
Στην έκθεση παρουσιάζονταν επίσης σχέδια και αναπτύγματα και των 262 συμμετοχών στον διαγωνισμό. Παρατηρώντας τα κάποιος, μπορούσε να σχηματίσει μια ιδέα των αρχιτεκτονικών τάσεων, να ξεχωρίσει «βασικούς άξονες» κατά μήκος των οποίων κινείται η σκέψη, η φαντασία και η επιθυμία των νέων αρχιτεκτόνων (αφού ήταν κυρίως οι νεότεροι που συμμετείχαν σε αυτόν το διαγωνισμό).
Για παράδειγμα, είναι πολλές οι περιπτώσεις που το απλό, συμβατικό king size κρεβάτι φαίνεται σαν «φτωχός συγγενής» στον χώρο, που όλοι επιδιώκουν να τον διώξουν ή να τον κρύψουν. Έτσι, άλλες φορές το κρεβάτι αναδιπλώνεται κόντρα στον τοίχο, άλλες φορές «πετάει» προς το ταβάνι, ενώ άλλες βυθίζεται στο δάπεδο. Η λογική του δωματίου μέσα στο δωμάτιο επανεμφανίζεται συχνά. Το δάπεδο μπορεί επίσης να απαρνείται κάθε έννοια του επίπεδου. Το μέσα και το έξω μπορεί να μπλέκονται άλλοτε με κήπους που εισβάλλουν στο μέσα κι άλλοτε με προβολές (σε οθόνες ή και σε ολόκληρους τους τοίχους) του τι γίνεται έξω. Όμως ο βασικότερος τέτοιος άξονας ήταν και παραμένει η αναζήτηση της «μοναδικότητας» του δωματίου, του στοιχείο που θα κάνει τον φιλοξενούμενο να το θυμάται για πάντα.
Δεν είναι παράξενο! Αυτή ήταν ανέκαθεν η βασική επιδίωξη του μάρκετινγκ των ξενοδοχείων. Από την αλά Μπελ Επόκ περηφάνια των χρωματιστών δωματίων (του τύπου: «Θα έχουμε πάντα κρατημένο για σας το βυσσινί δωμάτιο, αγαπητέ κύριε υποκόμη») μέχρι τις αλά Athens 2004, μάλλον χονδροειδείς απόπειρες να κατακτήσει ο χώρος κάποια σκηνογραφημένη ζωντάνια (π.χ. street art στους τοίχους κ.ά). Σήμερα, απ' ό,τι φαίνεται, η αναζήτηση της μοναδικότητας έχει μετατοπιστεί από τα διακοσμητικά στοιχεία στις «χαριτωμένες δράσεις». Σε ό,τι θα έκανε το δωμάτιο να μοιάζει, ει δυνατόν, με μικρό θεματικό πάρκο ή με παιχνίδι σε λούνα παρκ.
Κι έτσι, ο σχεδιασμός δεν διστάζει ν' αγγίξει το «δυσκατοίκητο», σε σημείο που ίσως ο πελάτης να καταλήγει τελικά να μειώνει τον χρόνο παραμονής του στο ξενοδοχείο, όχι πια επειδή θα έχει πάθει αναφυλαξία στο bad design, αλλά επειδή θα νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει λίγο νωρίτερα στο σπίτι του για να ξεκουραστεί από το ξενοδοχείο.