Τα Κάτω Πατήσια είναι μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας. Ο κύριος οδικός τους άξονας είναι η Αχαρνών και εξυπηρετούνται από δύο στάσεις του Ηλεκτρικού, τον Άγιο Νικόλαο και τα Κάτω Πατήσια. Παραδόξως, δεν είναι ο ομώνυμος σταθμός που σε βγάζει στην καρδιά τους. Αντίθετα, αν κατέβει κανείς στον Άγιο Νικόλαο και ξεκινήσει τη βόλτα του από την οδό Παπαναστασίου θα δει μερικές από τις πιο έντονες εικόνες της περιοχή, για παράδειγμα τα πάρα πολλά κομμωτήρια και καθαριστήρια. Παρ' όλα αυτά, η περιοχή είναι ξακουστή για δύο πράγματα: τη σαββατιάτικη λαϊκή της Μιχαήλ Βόδα και την εγκληματικότητα.
Η ηλιόλουστη μέρα έδωσε μια καλή αφορμή στους κατοίκους των Κάτω Πατησίων για βόλτα στο πάρκο. Στην πλατεία Θυμαρακίων μια οικογένεια Ρομά περπατά πάνω-κάτω, ενώ τα μικρά κυνηγούν μια μπάλα. Ό,τι έχει τελειώσει το σχολείο και οι γονείς, που έχουν φορτωθεί τις σχολικές τσάντες στον ώμο, διασχίζουν την πλατεία, κρατώντας τα παιδιά απ' το χέρι, ενώ άλλοι έχουν βγάλει βόλτα τα μωρά τους με το καροτσάκι.
Στην οδό Αχαρνών η συνοικιακή ατμόσφαιρα δίνει τη θέση της σε έναν πολύχρωμο θόρυβο. Το φυσικό σύνορο των Κάτω Πατησίων δεν ησυχάζει ποτέ και φαίνεται ότι τα ηλιόλουστα μεσημέρια τής πάνε πολύ.
«Το βλέπεις αυτό το πάρκο εδώ; Όταν κατέβηκα εγώ στην Αθήνα από το Μέτσοβο, το '72, ήταν γεμάτο τριαντάφυλλα. Δεν έχεις δει τέτοιο πράγμα. Και είχε κι ένα σιντριβάνι με ένα γυμνό αγαλματάκι, από αυτά που κατουράνε!». Η κυρία Αναστασία, μια γραφική φιγούρα με το μπαστούνι της και μια κονκάρδα ενός αγίου στο πέτο, ξεκαρδίζεται στα γέλια με την ανάμνηση του σιντριβανιού, ενώ έχει πιάσει θέση σε ένα παγκάκι που το λούζει ο ήλιος και συνομιλεί με μια άλλη κυρία. Βρέθηκε στα Κάτω Πατήσια, όταν τα παιδιά της ήρθαν στην Αθήνα για να βρουν δουλειά, κι εκείνη με τον άντρα της ακολούθησαν, για να μη μείνουν μόνοι. Η πρώτη γειτονιά όπου εγκαταστάθηκαν ήταν τα Κάτω Πατήσια και τελικά έμειναν, αφού ο άντρας της βρήκε εδώ δουλειά. «Μου χτυπάνε την πόρτα και με λούζει κρύος ιδρώτας, κοριτσάκι μου», φωνάζει, κουνώντας επιδεικτικά τη μαγκούρα της, ενώ η κυρία στην άλλη άκρη στο παγκάκι γνέφει συγκαταβατικά.
Η κυρία Λίτσα, αν και νεότερη από την κυρία Αναστασία, μένει στα Κάτω Πατήσια από το 1968. «Πού να πάμε;», λέει, όταν τη ρωτάω αν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει την περιοχή. «Είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ, πού να βρεις λεφτά για να μετακομίσεις;». Περιμετρικά της πλατείας υπάρχουν διάφορα café – δεν φαίνονται πολύ νεανικά και μερικά από αυτά μοιάζουν να λειτουργούν και ως μπαρ, όπως το καφέ «Αλήθεια», με την ομολογουμένως ιδιαίτερη επωνυμία. Ο Χρήστος, όμως, πατέρας ενός μικρού αγοριού με το οποίο έχει βγει βόλτα στην πλατεία, τιμάει τις τοπικές καφετέριες. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ και εδώ έφτιαξα την οικογένειά μου. Τι να φοβηθώ; Οk, το βράδυ μπορεί να νιώθει κανείς λίγο περίεργα, όμως γενικά είναι μια ήσυχη γειτονιά». Σε αυτό συμφωνεί η Ρίτα, που γυρίζει σπίτι με την κόρη της από το σχολείο και στον απόηχο της Τσικνοπέμπτης θυμάται τι γινόταν στη γειτονιά τα προηγούμενα χρόνια. «Και οι μετανάστες που μένουν στα Κάτω Πατήσια οικογενειάρχες είναι. Δεν μας έκαναν τίποτε αυτοί οι άνθρωποι, η γειτονιά μας είναι ήσυχη. Τώρα φοβούνται και οι ίδιοι. Θυμάμαι, μάλιστα, Τσικνοπέμπτη άλλες χρονιές, που ψήναμε έξω όλοι μαζί ό,τι τρώει ο καθένας σύμφωνα και με τη θρησκεία του. Τώρα τίποτα, έχουν κλειστεί κι αυτοί στα σπίτια τους. Τόσα χρόνια που μένω εδώ, πάντως, δεν με έχει πειράξει κανείς. Μόνο μία φορά μού έκανε καμάκι ένας αλλοδαπός στην Αχαρνών και εκνευρίστηκε που δεν ανταποκρίθηκα κι άρχισε να με βρίζει. Ένα περιστατικό μέσα σε τόσα χρόνια δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ούτε τη γειτονιά ούτε τους ανθρώπους». Τέσσερις διαφορετικοί εκπρόσωποι των Κάτω Πατησίων πάνω στην ίδια πλατεία.
Στη γειτονιά βρίσκεται ο επονομαζόμενος και «ουρανοξύστης της Αθήνας», μια πολυκατοικία 15 ορόφων που κατασκευάστηκε την περίοδο '74-'76 στα πρότυπα των εργατικών κατοικιών της εποχής. Από κάτω ακριβώς στεγάζονται ένα καφέ, ένα ψιλικατζίδικο και ένα εργαστήριο μεταποίησης ενδυμάτων. Ανάμεσά τους σχηματίζεται μια μικρή στοά που βγάζει στο πίσω μέρος του πανύψηλου κτιρίου, όπου βρίσκεται ένα μικρό μίνι μάρκετ. Το σκηνικό μοιάζει σαν ένα μικρό, αυτόνομο κρατίδιο. Οι γηγενείς όμως είναι αρκετά στρυφνοί. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει για το κτίριο και για το πώς είναι η ζωή μέσα ή γύρω από αυτό, πόσω μάλλον να μας αφήσουν να μπούμε μέσα για να δούμε την αρχιτεκτονική δομή. Απόρριψη από το θυροτηλέφωνο.
Στον πεζόδρομο της Κόρακα Μ. βρίσκεται το 48ο Γυμνάσιο Αθηνών. Μια παρέα παιδιών που έχει μόλις σχολάσει αράζει σε ένα παγκάκι. Η Παυλίνα, η Βιργινία και ο Έντρι είναι μαθητές της Α' Λυκείου και κάτοικοι των Κάτω Πατησίων. «Κάτω Πατήσια για πάντα, ρε!», λέει η Βιργινία, κάνοντας με τα δάχτυλά της το σήμα της νίκης. «Είναι ωραία τα Κάτω Πατήσια, αλλά μάλλον μόνο για εμάς που ζούμε στην περιοχή. Κάποιοι φοβούνται χωρίς λόγο. Νομίζω ότι μας θεωρούν μια γειτονιά υποβαθμισμένη γιατί δεν έχουμε λεφτά». Μιλάνε όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, εξηγώντας μου πώς είναι η ζωή για έναν έφηβο στην περιοχή. «Είμαστε μια μεγάλη παρέα», λέει ο Έντρι. «Δεν χρειάζεται καν να δώσουμε ραντεβού, κάθε απόγευμα μαζευόμαστε όλοι στον πεζόδρομο. Χρειάζεται μόνο να πεις "Είμαι στο 48, έλα!"». «Ειδικά τα καλοκαίρια, καθόμαστε έξω μέχρι αργά το βράδυ και οι γονείς μας δεν ανησυχούν», συμπληρώνει η Παυλίνα.
Διασχίζοντας την Παρασκευοπούλου, με τραβά η ζεστή ατμόσφαιρα ενός καφενείου. Μια οικογένεια απολαμβάνει το μεσημεριανό της σαν να είναι Κυριακή, ενώ σε ένα άλλο τραπέζι είναι καθισμένος ένας κύριος που προσπαθεί συνεχώς, αλλά μάταια, να υποδαυλίζει την πολιτική συζήτηση στο οικογενειακό τραπέζι. Είναι το καφενείο της Λίλης από τη Ρουμανία, που ζει στα Κάτω Πατήσια τα τελευταία 20 χρόνια και διατηρεί την επιχείρηση τα τελευταία δέκα. «Τα αγαπάω τα Κάτω Πατήσια, όπως αγαπάω και την Ελλάδα. Δεν πάω πουθενά, ούτε θα έκλεινα ποτέ το μαγαζί, θα κάτσω και θα παλέψω στη γειτονιά μου», λέει με πάθος η Λίλη, την ώρα που σερβίρει έναν κύριο που μόλις μπήκε ένα Cutty Sark σκέτο, στις 2 το μεσημέρι.
Στην οδό Αχαρνών η συνοικιακή ατμόσφαιρα δίνει τη θέση της σε έναν πολύχρωμο θόρυβο. Το φυσικό σύνορο των Κάτω Πατησίων δεν ησυχάζει ποτέ και φαίνεται ότι τα ηλιόλουστα μεσημέρια τής πάνε πολύ. Τα ναργιλεδάδικα είναι γεμάτα είτε με νεαρούς που πληκτρολογούν SMS σε παλιάς τεχνολογίας κινητά, πίνοντας φρέντο καπουτσίνο, είτε με καλοβαλμένους, μεγάλους άνδρες, όπως ο Asim ο Αιγύπτιος που συνάντησα να φουμάρει τον ναργιλέ του σε ένα από αυτά και απέπνεε αρχοντιά. Στα μανάβικα και στα μίνι μάρκετ επικρατεί συνωστισμός, ενώ στα κομμωτήρια, όπως το περιώνυμο «Φαραώ», όλο και κάποιος νεαρός άνδρας απολαμβάνει έναν καλοκουρεμένο σβέρκο.
Τα Κάτω Πατήσια δεν είναι μια όμορφη γειτονιά. Είναι βυθισμένα στην καχυποψία και τον φόβο και αυτή είναι η εικόνα που βγαίνει συνήθως προς τα έξω. Σε αυτήν τη μεσημεριανή βόλτα, ωστόσο, απαντά κανείς σε μεγαλύτερο ποσοστό ζωντάνια και αισιοδοξία. Μια εικόνα που καλό είναι να βγει κι αυτή προς τα έξω, μαζί με τις μυρωδιές που αναδίδονται από το μισάνοιχτο γκρίζο παλιό παραθυρόφυλλο, σε κάποιο στενό των Κάτω Πατησίων. Μάλλον είναι φακές, ενώ σαν βγεις στην Αχαρνών σε συνεπαίρνουν τα αρώματα των καπνών και του ρεβιθοκεφτέ.
Δέκα φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή στα Κάτω Πατήσια