Σε όλη του ζωή ο μεγάλος ζωγράφος πάλευε με τα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε και με την ανέχεια, καθώς, όσο ζούσε, δεν είχε καταφέρει να πουλήσει παρά έναν μόνο πίνακα. Ο κατά τέσσερα χρόνια νεότερος αδελφός του, Τεό, ήταν εκείνος που τον στήριζε οικονομικά και μοιραζόταν τις καλλιτεχνικές και προσωπικές του αγωνίες μέχρι το τέλος. Η συγκινητική σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια, τον ζωγράφο και τον επιτυχημένο έμπορο τέχνης, ξεδιπλώνεται ανάγλυφα μέσα από τις εκατοντάδες επιστολές που έστειλε ο Βίνσεντ στον Τεό – επιστολές στις οποίες «μια καλλιτεχνική ψυχή δείχνει όλο το θεϊκό μεγαλείο της».
Βασμ, Ιούνιος 1879
Δεν ξέρω καλύτερο ορισμό της τέχνης απ' αυτόν εδώ: «Τέχνη είναι ο άνθρωπος που προστίθεται στη φύση», τη φύση, την πραγματικότητα, την αλήθεια, μα με μια σημασία, με μια σύλληψη, μ' έναν χαρακτήρα που φανερώνει ο καλλιτέχνης, και που σ' αυτά δίνει έκφραση, τα «αποδεσμεύει», τα ξεδιαλύνει, τα λυτρώνει, τα φωτίζει.
Ένας πίνακας του Μωβ ή του Μαρί ή του Ισραέλς λέει περισσότερα και μιλάει πιο καθαρά απ' την ίδια τη φύση.
Ερωτεύεσαι καμιά φορά, Τεό; Θα 'θελα να ερωτευόσουν, γιατί, πίστεψέ με, οι «μικρές δυστυχίες» έχουν κι αυτές την αξία τους. Είσαι απελπισμένος, υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως βρίσκεσαι στην κόλαση, μα υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι το καλύτερο.
Ιούλιος 1880
... Η αλήθεια είναι πως πότε κέρδιζα το ψωμί μου και πότε με τάιζε από συμπόνια κανένας φίλος, έζησα όπως μπόρεσα, άλλοτε καλά και άλλοτε άσχημα, όπως έρχονταν τα πράγματα, η αλήθεια είναι πως έχασα την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων, πως τα οικονομικά μου βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση, πως το μέλλον μου είναι αρκετά σκοτεινό, πως μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο, πως έχασα καιρό κερδίζοντας το ψωμί μου, πως οι μελέτες μου βρίσκονται κι αυτές σ' αρκετά αξιοθρήνητη κι απελπιστική κατάσταση, και πως μου λείπουν πολλά, αφάνταστα περισσότερα απ' όσα έχω. Αυτό όμως σημαίνει ξεπεσμό και πως δεν κάνω τίποτα;
Ίσως πεις: μα γιατί δε συνέχισες τις σπουδές σου, όπως θα θέλαμε, πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο; Τούτο μονάχα θα σου απαντήσω: θέλεις πολλά λεφτά γι' αυτό – κ' εξάλλου η σταδιοδρομία αυτή δεν είναι πιο λαμπρή από κείνη που ακολουθώ σήμερα.
Μα πρέπει να συνεχίσω τον δρόμο που πήρα – αν δεν κάνω τίποτα, αν δε μελετάω, αν δεν ερευνώ πια, είμαι χαμένος. Αλίμονο, τότες, σε μένα...
Έτεν, 3 του Σεπτέμβρη 1881
Αγαπητέ μου Τεό
Έχω κάτι που μου βαραίνει την ψυχή και θέλω να σ' το πω, ίσως να το ξέρεις κιόλας και να μη σου λέω τίποτα καινούριο. Ήθελα να σου πω πως εφέτος το καλοκαίρι άρχισα να αγαπώ την Κ*. Μα όταν της το είπα, μου απάντησε πως το παρελθόν και το μέλλον ήταν γι' αυτήν αχώριστα, και πως ποτέ δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματά μου.
Βρέθηκα τότε μπροστά σε ένα φοβερό δίλημμα: να υποταχθώ σε αυτό το: «ποτέ, όχι, ποτέ» ή να θεωρήσω την υπόθεση σα να μην είχε τελειώσει, να διατηρήσω μια ελπίδα και να μην το πάρω απόφαση να υποχωρήσω;
Διάλεξα το δεύτερο.
Στο μεταξύ, εξακολουθώ να δουλεύω σκληρά, κι από τότε που συνάντησα την Κ.* η δουλειά μου έγινε πολύ πιο εύκολη.
Ένας χρόνος μαζί της θα 'ταν σωτήριος γι' αυτήν και για μένα, μα οι γονείς της αντιδρούν σ' αυτό.
Μα καταλαβαίνεις καλά πως δε θα παραλείψω τίποτα που θα μπορούσε να με φέρει πιο κοντά της και πήρα την απόφαση να την αγαπώ ώσπου να με αγαπήσει κι αυτή στο τέλος.
Ερωτεύεσαι καμιά φορά, Τεό; Θα 'θελα να ερωτευόσουν, γιατί, πίστεψέ με, οι «μικρές δυστυχίες» έχουν κι αυτές την αξία τους. Είσαι απελπισμένος, υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως βρίσκεσαι στην κόλαση, μα υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι το καλύτερο.
Υπάρχουν τρεις βαθμίδες :
1. Να μην αγαπάς και να μη σε αγαπούν.
2. Ν' αγαπάς και να μη σε αγαπούν (η περίπτωσή μου).
3. Ν' αγαπάς και να σ' αγαπούν.
Έχω τη γνώμη πως η δεύτερη βαθμίδα αξίζει περισσότερο από την πρώτη, μα η τρίτη είναι το summum.
Λοιπόν, παλιόπαιδο, κοίταξε να ερωτευτείς και συ και με τη σειρά σου να μου τα πεις. Να φανείς καλός σε μια περίπτωση σαν τη δική μου και να μου δείξεις συμπάθεια...
... Αν ποτέ ερωτευτείς, και πρόκειται ν' ακούσεις ένα «ποτέ, όχι, ποτέ», προπαντός μην υποχωρήσεις! Μα είσαι τόσο τυχερός που πιστεύω πως δε θα σου συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
* Η Κ. ήταν μια ξαδέλφη του Βίνσεντ βαν Γκογκ, χήρα με ένα παιδί.
Χάγη, 1882
... Ελπίζω πως σε λίγον καιρό θα πάρεις μερικά λογικά γράμματα.
Άνθρωποι σαν και μένα δε θα 'πρεπε ν' αρρωσταίνουν.
Πρέπει να καταλάβεις καλά πώς αντιλαμβάνομαι την τέχνη. Για να φτάσουμε στην αλήθεια, πρέπει να δουλέψουμε πολύν καιρό και να κοπιάσουμε. Αυτό που θέλω κι αυτό που έχω κατά νου είναι φοβερά δύσκολο, κι όμως δεν πιστεύω πως το παρακάνω.
Θέλω να φτιάξω σχέδια που να κάνουν εντύπωση σε ορισμένους ανθρώπους. Το «Sorrow» είναι μια μικρή αρχή, ίσως ένα μικρό τοπίο όπως το Laan van Meerdervoort, τα λιβάδια του Rijswijk, το μέρος που ξεραίνουν τα ψάρια, είναι επίσης μια μικρή αρχή, τουλάχιστον έχουν κάτι που βγαίνει κατευθείαν απ' την καρδιά μου.
Είτε σε προσωπογραφία είτε σε τοπία, θα 'θελα να εκφράσω όχι κάτι το αισθηματολογικά μελαγχολικό, μα έναν βαθύ πόνο.
Με λίγα λόγια, θέλω να φτάσω στο σημείο που να λένε για το έργο μου: αυτός ο άνθρωπος νιώθει βαθιά, αυτός ο άνθρωπος έχει τρυφερά αισθήματα, κι αυτό παρά τη λεγόμενη χοντροκοπιά που μου αποδίνουν.
Τι είμαι για τον περισσότερο κόσμο; Μια μηδαμινότητα ή ένας αλλόκοτος αντιπαθητικός άνθρωπος, ένας που δεν έχει καμιά υπόσταση στην κοινωνία ή που δε θ' αποκτήσει ποτέ, τέλος κάτι λιγότερο από μια νούλα. Έστω. Υπόθεσε πως είναι ακριβώς έτσι, λοιπόν θα 'θελα να δείξω με το έργο μου τι υπάρχει στην καρδιά ενός τέτοιου ανθρώπου αλλόκοτου, μιας τέτοιας μηδαμινότητας...
Νuenen, Δεκέμβρης 1883 - Νοέμβρης 1885
Μόλις διάβασα το γράμμα σου για τα σχέδια, σου έστειλα μια ακουαρέλα μ' έναν ανυφαντή και τέσσερα σχέδια με πένα. Πιστεύω ειλικρινά πως είναι σωστό αυτό που λες, ότι πρέπει να βελτιωθεί η δουλειά μου, μα νομίζω επίσης πως θα 'πρεπε να δείξεις λίγο περισσότερο ενδιαφέρον για τη διάθεση των έργων μου.
Δεν πούλησες ποτέ τίποτα δικό μου, και στην πραγματικότητα δεν έκανες ακόμα γι' αυτό καμία προσπάθεια.
Βλέπεις, δε θυμώνω, μα δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε λόγια. Στο τέλος θα τα κλωτσήσω όλα.
Εσύ να εξακολουθείς να μου μιλάς με ειλικρίνεια.
Το ζήτημα είναι αν μπορούν να πουληθούν ή όχι – παλιό τροπάρι αυτό και δεν το 'χω καθόλου σκοπό ν' αφήσω την ενεργητικότητά μου να φθαρεί πάνω σ' αυτό το ζήτημα.
Αντίς γι' απάντηση, το βλέπεις, σου στέλνω μερικά καινούρια έργα μου και θα εξακολουθήσω να σου στέλνω με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Μονάχα που πρέπει να μου πεις μια φορά ειλικρινά, το προτιμώ αυτό, αν θα μπορέσεις στο μέλλον ν' ασχοληθείς με τα έργα μου ή αν αυτό δεν σ' το επιτρέπει η αξιοπρέπειά σου. Σβήνοντας το παρελθόν, βρίσκομαι μπροστά στο μέλλον, και διατηρώντας τις επιφυλάξεις μου σχετικά με ό,τι σκέφτεσαι για τα έργα μου, αντιμετωπίζω το μέλλον με αισιοδοξία.
Πρέπει ακόμα, Τεό, να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράματα –και σ' ό,τι σε αφορά, βρίσκομαι ακόμα στο ίδιο σημείο που βρισκόμουν πριν από αρκετά χρόνια– αυτό που λες για τη σημερινή δουλειά μου («τα έργα σου είναι σχεδόν πωλήσιμα, μα...») είναι περίπου το ίδιο που μου έγραφες όταν σου έστελνα τα πρώτα μου σκίτσα απ' το Έτεν.
Γι' αυτό λέω πως είναι παλιό τροπάρι. Κι όταν το σκέφτομαι, προβλέπω πως θα μου λες πάντα τα ίδια – αν όμως, ως τώρα, συστηματικά απαγόρεψα στον εαυτό μου να καταφύγω στους εμπόρους, θ' αλλάξω τακτική και θα κάνω καθετί για να βρω αγοραστές για τα έργα μου...
Με λίγα λόγια, θέλω να φτάσω στο σημείο που να λένε για το έργο μου: αυτός ο άνθρωπος νιώθει βαθιά, αυτός ο άνθρωπος έχει τρυφερά αισθήματα, κι αυτό παρά τη λεγόμενη χοντροκοπιά που μου αποδίνουν.
Αρλ, Αύγουστος 1888
... Τι κρίμα που κοστίζει τόσο ακριβά η ζωγραφική! Αυτήν τη βδομάδα είχα ό,τι χρειαζόταν για να στεναχωρηθώ λιγότερο απ' τις περασμένες βδομάδες, κ' έτσι λοιπόν ξαμολήθηκα. Θα ξόδευα το εκατόφραγκο μέσα σε μια βδομάδα, μα σ' αυτές τις μέρες θα 'χα τους πίνακές μου, κι ακόμα, αν προσθέσω την τιμή όλου του χρώματος που ξόδεψα, η βδομάδα μου δε θα πήγαινε χαμένη. Σηκωνόμουν κάθε μέρα πάρα πολύ νωρίς, έτρωγα καλά μεσημέρι-βράδυ, κ' έτσι μπορούσα να δουλεύω εντατικά, χωρίς να νιώθω κούραση. Μα να, ζούμε σε μέρες που ό,τι κάνουμε δεν έχει πέραση – όχι μονάχα δεν πουλάμε, αλλά, καθώς το βλέπεις με τον Γκωγκέν, σαν γυρέψουμε να δανειστούμε βάζοντας ενέχυρο έτοιμους πίνακες, δε βρίσκουμε δανειστή, ακόμα κι όταν γυρεύουμε ασήμαντα ποσά προσφέροντας σημαντικά έργα. Και να πώς παραδινόμαστε στο έλεος της τύχης. Και φοβούμαι πως τίποτα δε θ' αλλάξει για μας, ενόσω ζούμε. Φτάνει τουλάχιστο να προετοιμάσουμε μια πιο πλούσια ζωή για τους ζωγράφους που θα βαδίσουν στ' αχνάρια μας, κι αυτό θα 'ναι κάτι.
Κι όμως, η ζωή είναι σύντομη και προπάντων είναι λίγα τα χρόνια που νιώθουμε τον εαυτό μας αρκετά δυνατό για να δρασκελίσει κάθε εμπόδιο.
Τελικά πρέπει να φοβόμαστε πως μόλις εκτιμηθεί η καινούρια ζωγραφική, οι ζωγράφοι θ' αποβλακωθούν.
Πάντως είναι θετικό πως εμείς οι τωρινοί ζωγράφοι δεν είμαστε η παρακμή. Ο Γκωγκέν και ο Μπερνάρ λένε τώρα πως θα κάνουν «ζωγραφική παιδιών». Προτιμώ αυτό παρά τη ζωγραφική της παρακμής. Πώς γίνεται να βλέπουν οι άνθρωποι στον εμπρεσιονισμό φαινόμενα παρακμής; Συμβαίνει εντελώς το αντίθετο.
[Ο Βαν Γκογκ, στις 23 Δεκέμβρη 1888, μετά από μια σύγκρουση με τον Γκωγκέν, κόβει ένα κομμάτι από το αυτί του και το προσφέρει σε μια πόρνη της γειτονιάς. Ο Τεό ειδοποιείται με τηλεγράφημα και τρέχει αμέσως κοντά του, ενώ ο Γκωγκέν βρίσκει την ευκαιρία να «δραπετεύσει» από το «κίτρινο σπίτι», στο οποίο συγκατοικούσαν. Ο ζωγράφος θα νοσηλευτεί για δύο βδομάδες. Τον Φεβρουάριο επιστρέφει για λίγο στο νοσοκομείο, καθώς φανταζόταν πως προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν. Τον Μάρτη η τοπική κοινωνία απαιτεί τον περιορισμό του, επειδή τον θεωρεί επικίνδυνο. Από το νοσοκομείο, γράφει στον αδελφό του.]
Αρλ, 19 του Μάρτη 1889
Μου φάνηκε πως είδα μέσα στο καλό σου γράμμα τόση συγκρατημένη αδελφική αγωνία, ώστε νομίζω πως είναι χρέος μου να διακόψω τη σιωπή μου. Σου γράφω σε στιγμή απόλυτης διαύγειας κι όχι σαν τρελός, αλλά σαν ο αδερφός που ξέρεις.
Να η αλήθεια. Μερικοί απ' τους ντόπιους υπέβαλαν στο δήμαρχο (νομίζω πως λέγεται κ. Ταρντιέ) μια αναφορά (με πάνω από ογδόντα υπογραφές) όπου έλεγαν πως δεν πρέπει να κυκλοφορώ ελεύθερος ή κάτι παρόμοιο.
Ο υπαστυνόμος τότε ή ο διοικητής της αστυνομίας έδωσε διαταγή να με περιορίσουν ξανά.
Πάντως να 'μαι πάλι, κάμποσες μέρες, κλειδομανταλωμένος και με φύλακες στο ζουρλοκέλι, χωρίς να 'χει αποδειχθεί ούτε και να μπορεί κανείς ν' αποδείξει την ενοχή μου.
Εννοείται πως στα μύχια της ψυχής μου έχω ν' απαντήσω πολλά σ' όλ' αυτά. Εννοείται πως δε θα θυμώσω σε κανέναν και πως, αν επιχειρήσω να δικαιολογηθώ, νομίζω πως θα 'ναι σα να κατηγορώ τον εαυτό μου σε παρόμοια περίπτωση.
Και δε γυρεύω να ενεργήσεις για να με λευτερώσεις, γιατί έχω την πεποίθηση πως όλη αυτή η σκευωρία θα καταρρεύσει.
Μονάχα λέω πως θα βρεις δυσκολίες για να με λευτερώσεις. Αν δε συγκρατούσα την αγανάκτησή μου, θα με χαρακτήριζαν αμέσως για επικίνδυνο τρελό. Ας ελπίζουμε λοιπόν κάνοντας υπομονή – έπειτα, οι δυνατές συγκινήσεις θα χειροτέρευαν την κατάστασή μου. Γι' αυτό σου παραγγέλνω σ' αυτό μου το γράμμα να μην ανακατευτείς σ' αυτήν την υπόθεση, παρά να τους αφήσεις να κάνουν ό,τι θέλουν.
Αν επενέβαινες, ίσως να μπέρδευες αυτήν την υπόθεση.
Κ' ένας λόγος παραπάνω είναι που, ενώ είμαι απόλυτα ήσυχος, μπορώ εύκολα να ξαναπέσω σ' έναν καινούριο παροξυσμό από καινούριες συγκινήσεις.
Καταλαβαίνεις, λοιπόν, πως ένιωσα σα να μου 'δωσαν μια ματσουκιά κατάστηθα όταν είδα πως βρέθηκαν εδώ τόσοι δειλοί για να ενωθούν ενάντια σε έναν μονάχα άνθρωπο κι αυτόν άρρωστο.
Λοιπόν αυτά για να ξέρεις – όσον αφορά την ψυχική μου κατάσταση, είμαι πολύ κλονισμένος, όμως ξαναβρήκα αρκετή ηρεμία για να μη θυμώσω.
Έπειτα, η ταπεινοφροσύνη μού ταιριάζει ύστερα από τόσες επανειλημμένες κρίσεις. Κάνω, λοιπόν, υπομονή...
Αρλ, 21 τ' Απρίλη 1889
Θα 'θελα να πάω ακόμα κατά το τέλος του μηνός στο Νοσοκομείο του Σαιν-Ρεμύ ή σε κανένα άλλο παρόμοιο ίδρυμα, που γι' αυτό μου μιλούσε ο κύριος Σαλ. Συχωρέστε με που δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες για να κρίνω τα υπέρ ή τα κατά ενός τέτοιου διαβήματος.
Αυτό θα μου 'σπαγε το κεφάλι, αν το συζητούσα.
Ελπίζω πως θα 'ναι αρκετό να πω πως νιώθω σίγουρα ότι είμαι ανίκανος να ξαναπιάσω πάλι καινούριο ατελιέ και να μείνω μόνος σ' αυτό, εδώ στο Αρλ ή αλλού – αυτό για την ώρα το ίδιο μου κάνει. Προσπάθησα να συνηθίσω στη σκέψη πως πρέπει να ξαναρχίσω, για την ώρα όμως δεν είναι δυνατό.
Θα φοβόμουν μη χάσω την ικανότητα να δουλεύω, που τώρα μου ξανάρχεται, αν ζόριζα τον εαυτό μου κ' είχα επιπλέον στη ράχη μου όλες τις άλλες ευθύνες που θα μου δημιουργούσε ένα ατελιέ.
Και προσωρινά επιθυμώ να μείνω κλεισμένος στο Νοσοκομείο, τόσο για τη δική μου ησυχία όσο και για την ησυχία των άλλων.
Αυτό που με παρηγορεί λιγάκι είναι που αρχίζω να θεωρώ την τρέλα σαν μια αρρώστια όπως κάθε άλλη και την δέχομαι σαν τέτοια, ενώ ακόμα και σ' αυτές τις κρίσεις μου μου φαινόταν πως ό,τι φανταζόμουν ήταν η πραγματικότητα. Τελοσπάντων, δε θέλω ούτε να τα σκέφτομαι ούτε να μιλώ γι' αυτά. Μη μου ζητάς εξηγήσεις – από σένα και τους κ. κ. Σαλ και Ρε γυρεύω να βρείτε τρόπο ώστε, στα τέλη αυτού του μήνα ή στις αρχές του Μάη, να μπορέσω να πάω εκεί σαν εσωτερικός.
Να ξαναρχίσω αυτήν τη ζωή του ζωγράφου που περνούσα ως τώρα, απομονωμένος στο ατελιέ και χωρίς άλλη διασκέδαση απ' το καφενείο και το εστιατόριο, μ' όλο αυτό το κουτσομπολιό των γειτόνων κ.λπ. όχι δεν μπορώ. Να ζήσω πάλι μαζί μ' ένα άλλο πρόσωπο, έστω κι αν είναι καλλιτέχνης, είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, γιατί παίρνει κανείς απάνω του μια πάρα πολύ βαριά ευθύνη.
Δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ...
Νοσοκομείο Σαιν-Ρεμύ, Μάης 1889
Ευχαριστώ για το γράμμα σου. Έχεις πολύ δίκιο να μου λες πως ο κύριος Σαλ στάθηκε τέλειος σ' όλη αυτή την υπόθεση – του είμαι καθυποχρεωμένος για όλα.
Ήθελα να σου πω πως νομίζω πως έκανα καλά που ήρθα εδώ, πρώτα-πρώτα γιατί, βλέποντας τη ζωή των τρελών ή των διαφόρων λοξάτων μέσα σ' αυτό το θηριοτροφείο, χάνω τον αόριστο φόβο, το φόβο αυτού του πράγματος. Και σιγά-σιγά μπορώ να φτάσω σε σημείο που να θεωρώ την τρέλα σαν μια αρρώστια όμοια με τις άλλες. Έπειτα, φαντάζομαι πως η αλλαγή του περιβάλλοντος μου κάνει καλό.
Απ' όσο μπόρεσα να μάθω, ο εδώ γιατρός τείνει να θεωρεί πως αυτό που με βρήκε ήταν σα μια προσβολή επιληπτικής φύσεως. Μα δεν τον ρώτησα.
Άραγε να 'χεις λάβει την κάσα με τους πίνακες; Είμαι περίεργος να μάθω αν δεινοπάθησαν ακόμα περισσότερο ή όχι.
Ετοιμάζω άλλους δύο: άνθη ίριδας βιολέ κ' ένα θάμνο πασχαλιάς, δυο θέματα παρμένα απ' τον κήπο.
Η ιδέα πως έχω χρέος να δουλεύω μου ξανάρχεται συχνά και πιστεύω πως πολύ γρήγορα θα ξαναποκτήσω όλες μου τις ικανότητες για δουλειά. Μονάχα που η εργασία μ' απορροφάει συχνά τόσο πολύ, ώστε πιστεύω πως θα μείνω πάντα αφηρημένος κι αδέξιος για να τα βγάζω πέρα και στην υπόλοιπη ζωή μου.
[Ο Βαν Γκογκ θα παραμείνει στο Σαιν-Ρεμύ έναν ολόκληρο χρόνο. Φεύγοντας, θα επισκεφθεί τον αδελφό του −ο οποίος είναι έναν χρόνο παντρεμένος κι έχει αποκτήσει παιδί− στο Παρίσι. Στις 21 Μαΐου 1890 εγκαθίσταται στο Οβέρ σιρ Ουάζ. Ο γιατρός και ερασιτέχνης ζωγράφος Πολ Γκασέ αναλαμβάνει να τον φροντίζει και ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζει την προσωπογραφία του. Τα οικογενειακά κι επαγγελματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Τεό τον αναστατώνουν ξανά. Ψυχραίνεται με τον Γκασέ και νιώθει πάλι μόνος. Στις 27 Ιουλίου 1890, σε ηλικία 37 ετών, ο ζωγράφος αυτοπυροβολείται, αλλά καταφέρνει να επιστρέψει στο πανδοχείο. Ο Γκασέ τον φροντίζει κα ειδοποιεί τον Τεό, ο οποίος φτάνει αμέσως. Ο Βίνσεντ θα πεθάνει λίγες ώρες αργότερα, με τον αδελφό του στο πλευρό του. Στην τσέπη του θα βρεθεί ένα τελευταίο γράμμα.]
Αγαπημένε μου αδελφέ,
Σ' ευχαριστώ για το καλό σου γράμμα και τα 50 φράγκα που περιείχε. Αφού αυτό πάει καλά, που είναι και το κυριότερο, γιατί να επιμείνω σε πράγματα δευτερεύουσας σημασίας, μα την πίστη μου, πριν να 'χουμε την πιθανότητα πως θα κουβεντιάσουμε για δουλειές με πιο ήσυχο κεφάλι, πράμα που μπορεί ν' αργήσει ακόμα.
Οι άλλοι ζωγράφοι, παρά τα όσα σκέφτονται σχετικά, στέκονται, από ένστικτο, μακριά απ' τις συζητήσεις που γίνονται για το σημερινό εμπόριο.
Ε λοιπόν, πραγματικά, δεν μπορούμε να κάνουμε να μιλήσουν παρά μονάχα τους πίνακές μας. Κι όμως, αγαπημένε μου αδελφέ, υπάρχει αυτό που σου έλεγα πάντα και που σ' το ξαναλέω ακόμα μια φορά −μ' όλη τη σοβαρότητα που θα μπορούσε να δώσει η προσπάθεια της σκέψης, που είναι επίμονα προσκολλημένη στο να ζητάει να ενεργεί όσο καλύτερα μπορεί− σου το ξαναλέω λοιπόν πως πάντα θα σε θεωρώ, πως είσαι κάτι άλλο από απλός έμπορος πινάκων του Κορό και πως μ' εμένα έχεις το μερτικό σου στην ίδια τη δημιουργία ορισμένων πινάκων, που διατηρούν τη γαλήνη τους ακόμα και στην καταστροφή.
Γιατί αυτού βρισκόμαστε κι αυτού τουλάχιστο βρίσκεται το κυριότερο που θα μπορούσα να είχα για να σου πω σε μια στιγμή σχετικής κρίσης, σε μια στιγμή που τα πράματα είναι πολύ τεντωμένα ανάμεσα σ' εμπόρους πινάκων, καλλιτεχνών πεθαμένων και καλλιτεχνών ζωντανών.
Ε λοιπόν, στη δουλειά μου διακινδυνεύω τη ζωή μου και το λογικό μου μισοβούλιαξε μέσα σ' αυτή. Ναι, μα συ δεν είσαι έμπορος ανθρώπων απ' όσο ξέρω και βρίσκω πως μπορείς να λάβεις μέρος, ενεργώντας πραγματικά με ανθρωπιά – μα τι τα θες;
[Ο Τεό, έχοντας ήδη κλονισμένη υγεία, δεν μπόρεσε ν' αντέξει τον πόνο που του προκάλεσε ο χαμός του Βίνσεντ. Έπαθε παράλυση και πέθανε τον Γενάρη του 1891 στην Ολλανδία, όπου τον είχε μεταφέρει η γυναίκα του. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται θαμμένα πλάι-πλάι, στο Οβέρ σιρ Ουάζ.
Οι Στίβεν Ναϊφέχ και Γκρέγκορι Ουάιτ Σμιθ, στο βιβλίο τους «Vincent Van Gogh: A Life» που κυκλοφόρησε το 2011, υποστηρίζουν ότι ο θάνατος του Βίνσεντ βαν Γκογκ οφείλεται σε ατύχημα. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, πυροβολήθηκε από χαλασμένο όπλο με το οποίο έπαιζαν δύο έφηβοι και προσπάθησε να τους προστατεύσει, ζητώντας από τους αστυνομικούς που τον ρώτησαν αν προσπάθησε να αυτοκτονήσει «να μην κατηγορήσουν κανέναν».]
Πηγή: «Βαν Γκογκ: Γράμματα στον αδελφό του Θεόδωρο», Εκδόσεις Γκοβόστη, μετάφραση Σ. Σκιαδαρέση.