Ήταν αναμενόμενο. Το διαδικτυακό δάκρυ που χύθηκε για τον πρόωρα χαμένο Στάθη Ψάλτη ήταν/είναι πολύ. Και ήταν και ειλικρινές, και συγκινητικό, και απ' όλα.
Ο Ψάλτης είχε περάσει εδώ και χρόνια στο λαό σαν ένα καλό παιδί, σαν ένας ηθοποιός που ασχολιόταν μόνο με τη δουλειά του, όντας μακριά απ' οτιδήποτε που θα μπορούσε να πλήξει την ηθική του υπόσταση. Την ακεραιότητά του. Και αυτό δεν είναι αυτονόητο.
Η δημόσια εικόνα του τα τελευταία κάμποσα χρόνια υπήρξε άμεμπτη (όπως ήταν πάντα δηλαδή), με τις λίγες τηλεοπτικές παρουσίες του ή τις επίσης ελάχιστες συνεντεύξεις του να πλέκουν, ακόμη πιο πυκνά, το ύφος ενός ανθρώπου που στέκεται αγέρωχος, επειδή μπροστά του υψώνονται μόνον αυστηρές αξίες.
Αντιστάθηκε στην πιο μεγάλη χυδαιότητα, που είναι η χυδαιότητα του υπονοούμενου, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη να πει στο πανί και τη σκηνή, τα πράγματα ως έχουν. Τον «μαλάκα» μαλάκα, τον «κώλο» κώλο, τα «σκατά» σκατά και τα λοιπά. Έγινε κατάχρηση; Έγινε. Άλλα ήταν μια αρχή, πριν το πράγμα ισορροπήσει.
Μιλάω λίγο, ξέρω και προσέχω τι λέω, είμαι μέσα στους πολλούς, πάσχω μαζί τους, αλλά ταυτοχρόνως διατηρώ και τον προσωπικό μου χώρο. Δεν εκτίθεμαι, βασικά στην τιβί και τις φυλλάδες, για ψύλλου πήδημα, δε δίνω τροφή για σχόλια και κουτσομπολιά.
Ο Ψάλτης, θέλω να πω, είχε πλήρη αίσθηση του λεκτικού μέτρου στην αληθινή ζωή – παρότι τούτο το σμπαράλιαζε στις παραστάσεις και τις ταινίες του.
Πολλοί από εμάς που μεγαλώναμε στα έιτις, που ξεκινούσαμε τέλος πάντων να ανακαλύπτουμε ανάμεσα σε άλλα και το σινεμά (τόσο το ελληνικό, όσο και γενικότερα) σνομπάραμε αγρίως τις κωμωδίες του Στάθη Ψάλτη – και αυτό θα πρέπει να το ομολογήσουμε.
Ο Ψάλτης αντιπροσώπευε κάτι που θέλαμε ν' αποφύγουμε, κάτι που δεν μας ενδιέφερε – κινηματογραφικά πάντα. Βασικά το σινεμά, που αναλωνόταν στην ευκολία. Στο ανύπαρκτο ή υποτυπώδες σενάριο, στους φτηνούς διαλόγους, στην πεζότητα της αφήγησης. Όλα έμοιαζαν –και ήταν– εντελώς προκάτ, τις περισσότερες φορές με μιαν αθεράπευτη ροπή προς την προχειρότητα και την ευτέλεια. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο κινούμενος ο Ψάλτης μπόρεσε, πάντως, να κάνει μια μικρή (ή και λιγότερο μικρή) επανάσταση.
Βασικά, εκείνο που πράττει είναι να απελευθερώσει τον υποκριτικό λόγο, μιλώντας με τον άμεσο τρόπο του καθημερινού ανθρώπου. Αν συνυπολογίσουμε μια γενικότερη μετατόπιση αντιλήψεων, πρακτικών κ.λπ. που επέφερε, στη «δαγκωμένη» ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης, η έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τον Οκτώβρη του '81, ο Ψάλτης, λειτουργώντας μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ανατρέπει ό,τι του παραδόθηκε εκ θεμελίων. Διαλύει το επίπλαστο και το ταμπού, φτύνει την εκκλησιαστικού τύπου σοβαροφάνεια, συμπληρώνοντας/εμπλουτίζοντας το λεξιλόγιό του με το άσεμνο και το χυδαίο.
Υπό αυτή την έννοια θα λέγαμε πως αντιστάθηκε στην πιο μεγάλη χυδαιότητα, που είναι η χυδαιότητα του υπονοούμενου, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη να πει στο πανί και τη σκηνή, τα πράγματα ως έχουν. Τον «μαλάκα» μαλάκα, τον «κώλο» κώλο, τα «σκατά» σκατά και τα λοιπά. Έγινε κατάχρηση; Έγινε. Άλλα ήταν μια αρχή, πριν το πράγμα ισορροπήσει.
Μάλιστα, αυτή η λεκτική απελευθέρωση συχνά συνδυαζόταν και με... επαναστατικές πρακτικές στην καθημερινή (κινηματογραφική) ζωή.
Ο Ψάλτης και οι σεναρίστες του δεν ζούσαν έξω από 'κείνο που συνέβαινε. Αντιλαμβάνονταν τα ζόρια του καθημερινού ανθρώπου, το πώς εκμηδενιζόταν π.χ. η προσωπικότητά του μπροστά στην ισοπεδωτική κρατική μηχανή, επιχειρώντας μέσα από τις δικές τους απλοϊκές προσεγγίσεις να τονώσουν συνειδήσεις και να δώσουν καθαρτήριες λύσεις.
Ο Στάθης, στην εφορία, αφού τα σούρει πρώτα στους υπαλλήλους που «ξύνονται», υπό την απειλή... νεροπίστολου τα κάνει όλα μαντάρα, υπερασπιζόμενος το κοινό συμφέρον.
Το είχε αυτό στις ταινίες του ο Ψάλτης – το «της κοινωνικής προσφοράς». Και απ' ό,τι λένε κάποιοι το είχε και στην αληθινή ζωή, αφού δούλευε για όλους είτε πάνω, είτε κάτω απ' τη σκηνή.
Ορισμένοι ισχυρίζονται πως ο Ψάλτης υπήρξε ταλέντο που χάθηκε, που αναλώθηκε σε μετριότητες αντί ν' ασχοληθεί με το «υψηλό» και το «γενναίο».
Μπορεί, αλλά αυτή ήταν η επιλογή του. Είχε αρχές. Πίστευε στη δύναμη του λόγου και στο προφίλ της παρουσίας του. Ήταν πάντα αυτή η λιπόσαρκη φιγούρα, με τα έιτις Carrera στα μάτια για πολλά χρόνια, που αντιμετώπιζε με μεγάλο σκεπτικισμό τον κόσμο της TV.
Ο Ψάλτης δεν ενέδωσε στις τηλεοπτικές σειρήνες. Δεν έκανε παραχωρήσεις δηλαδή αμβλύνοντας το στυλ του, προκειμένου να μπει «σε κάθε ελληνικό σπίτι». Ένοιωθε πως αυτό που έκανε είχε τη δική του αξία, και άρα θα έπρεπε κάποιος να ξεκουνηθεί από τον καναπέ του, να πάει στο σινεμά ή στο θέατρο και να πληρώσει – για να τον δει. Ν' αναλάβει έμπρακτα, με άλλα λόγια, την ευθύνη της πράξης του. Και αυτό το επέβαλλε. Και το πήγε μέχρι τέρμα.
Ο Στάθης Ψάλτης στην τηλεοπτική σειρά «Ο Συμβολαιογράφος»
Στα ανελεύθερα σέβεντις πρόλαβε, πάντως, να εμφανιστεί στην τηλέοραση και να δείξει κομμάτια του ταλέντου του. Βλέπω τώρα στον IMDb και θυμάμαι... «Οι Έμποροι των Εθνών», «Γιούγκερμαν», «Ο Συμβολαιογράφος». Σ' αυτό το τελευταίο σίριαλ ευτύχησε, μάλιστα, να υποδυθεί ένα ρόλο που θ' αφήσει εποχή. Τον βοηθό του ανακριτή και ταυτόχρονα σπιούνου του σιορ-Τάπα, σβήνοντας απ' την οθόνη κάθε άλλο συμπρωταγωνιστή του. Ακόμη και τον μεγάλο Διαμαντόπουλο.
Έπειτα; Έπειτα ήρθαν τα έιτις. Ο Παρθενοκυνηγός, Και το Πρώτο Καμάκι, Βασικά... Καλησπέρα σας, Πέστα Χρυσόστομε, Kamikazi Αγάπη μου, Έλα να... Γυμνωθούμε Ντάρλινγκ, Τρελός Είμαι Ό,τι Θέλω Κάνω! και άλλα πολλά, στο βίντεο, για να ξαναβγεί ουσιαστικά στο πανί, ο Ψάλτης, στην τελευταία ταινία τού Γιάννη Σμαραγδή «Νίκος Καζαντζάκης», που θα προβληθεί μεσ' στη χρονιά.
Μετά; Μετά είναι η πτώση...
Στάθη πολλοί σε αδικήσαμε, γιατί ήμασταν μαλάκες, δεν υπάρχει θέμα...