Τα πρώτα έργα του ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης τα έκανε στον δρόμο. Ήταν ακόμα φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όταν ξεκίνησε να ζωγραφίζει θλιμμένα παιδιά με μεγάλη λεπτομέρεια πάνω σε χαρτί, να τα κόβει και να τα κολλάει σε κτίρια και κουτιά της ΔΕΗ. Οι τοιχογραφίες και οι αφίσες του με το λεπτό σχέδιο ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές για τη street art της Αθήνας των '00s. Από τότε έχει περάσει μια δεκαετία, ο Ανδρέας σταμάτησε τη street art και εξελίχθηκε πολύ ως καλλιτέχνης. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την παραστατική ζωγραφική, εστιάζοντας στη λειτουργία της μνήμης και στην έννοια της «χροιάς». Έχει κάνει πέντε ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε τέσσερις ομαδικές, έχει συνεργαστεί ως σκηνογράφος με τη χορογράφο Πατρίσια Απέργη (Era Povera, Πλάνητες) και με τον σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη (Αχ!), και αυτή την περίοδο συμμετέχει στην documenta 14 στο υπόγειο του Ωδείου Αθηνών, με πέντε πίνακες, μία επιχρωματισμένη φωτογραφία και ένα κείμενο κάτω από τον τίτλο «Τα πράγματα που λυγίζουν».
Οι πίνακες με τα τηλέφωνα και τις λεπτομέρειες τηλεφώνων σε γκρι τόνους μπορεί να μη σε εντυπωσιάζουν με την πρώτη ματιά. Είναι πολύ διακριτικοί, όπως και ο άνθρωπος που τους ζωγράφισε με απαλά, μουντά χρώματα, αθόρυβοι, στέκουν σχεδόν ψυχροί και απόμακροι και άνετα τους προσπερνάς, αν δεν είσαι σε διάθεση να παρατηρήσεις. Ωστόσο, αν σταθείς μπροστά τους και τους δεις προσεκτικά, θυμίζουν λεπτομέρειες από πίνακα του Edward Hopper και τα έργα των Luc Tuymans και Αlex Κatz. Είναι ένα οικείο θέμα, το τηλέφωνο, ένα αντικείμενο που θα μπορούσε να είναι παντού, σε κάθε χώρα, σε κάθε μέρος, μνημείο της σύγχρονης εποχής. Φεύγοντας, είναι από τις εικόνες που παίρνεις μαζί σου.
«Κινούμαι πάλι στον άξονα της μνήμης», λέει ο Ανδρέας, «και πιο συγκεκριμένα της οπτικής μνήμης, των μνημονικών ιχνών: ενός ίχνους της μνήμης το οποίο ονομάζω "χροιά της μνήμης", που είναι ένας απόηχός της. Είναι μια έννοια που με ενδιαφέρει και με απασχολεί από το 2010. Έχει να κάνει με τις τεχνικές εικόνες, με τη φωτογραφία, αλλά σχετίζεται και με "μεταφράσεις", από το πραγματικό γεγονός στο πώς το θυμόμαστε, από τη φωτογραφία στη ζωγραφική και στο τι χάνεται ενδιάμεσα».
Θεωρώ ότι δεν θυμόμαστε. Στο «Sans Soleil» του Κρις Μάρκερ τίθεται κάποια στιγμή το ερώτημα «πώς μπορεί κανείς να θυμηθεί τη δίψα;», που με απασχολούσε πολύ, όπως και το πώς θυμόντουσαν οι άνθρωποι πριν από τη φωτογραφία.
«Είναι απαραίτητο να εξηγείς ένα έργο;». «Όχι, δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Ο καθένας που κάθεται μπροστά σε ένα έργο θεωρώ ότι θα πρέπει να περάσει χρόνο παρατηρώντας το. Για μένα είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε ο θεατής να ευαισθητοποιηθεί λιγάκι απέναντί του, όχι για να γίνει αναγκαστικά μαλακός αλλά για να ανοίξει τις αντένες του. Και καθώς κάθεται μπροστά του, ενδεχομένως να αρχίσει να θυμάται κάτι, να φέρνει στο μυαλό του εικόνες. Αυτό είναι μια διαδικασία μέσα στον χρόνο και επιλογή του καθενός, δεν το ζητάω εγώ. Από τη στιγμή που το έργο φεύγει από μένα, ας δει κανείς σε αυτό ό,τι θέλει. Πρέπει όμως να περάσει κάποιος χρόνος ώστε οποιοδήποτε έργο να με κάνει να αισθανθώ κάτι, και μιλάω για τον εαυτό μου. Είναι δική μου ανάγκη αυτή, δεν απαιτώ τίποτα από κανέναν όσον αφορά τα έργα μου. Στο εργαστήριο με βοηθάει αυτό, να κοιτάζω κάτι για πολλή ώρα, να το παρατηρώ προσεκτικά, και όχι απαραίτητα ένα έργο τέχνης. Θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορείς να παρατηρείς κάτι που κοιτάζεις για πολλή ώρα και ο λόγος είναι σημαντικός: κάνεις κάποιες ερωτήσεις στον εαυτό σου για να ορίσεις το πλαίσιο στο οποίο δουλεύεις, αλλά το πώς πραγματοποιείται αυτό σε επίπεδο επικοινωνία είναι ένα άλλο θέμα. Όταν είσαι στο εργαστήριο ρωτάς τον εαυτό σου κάποια πράγματα, υπάρχει ένας λόγος με την έννοια της αναλογίας. Αυτό εμένα με βοηθάει, κάποιος άλλους όχι, αλλά αυτό δεν είναι η εξήγηση του έργου, είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί καθένας για να πορευτεί. Η εξήγηση του έργου έρχεται μόνο μέσα από την τριβή με τους ανθρώπους που θα το δουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα βρεθεί. Και τις ερωτήσεις στον εαυτό σου τις κάνει έτσι κι αλλιώς, είτε είσαι καλλιτέχνης είτε όχι. Τις ακυρώνεις, τις διαλύεις, τις ξαναβρίσκεις.
Στην Καλών Τεχνών έκανα ζωγραφική και φωτογραφία. Γενικά, η φωτογραφία με απασχολεί έτσι κι αλλιώς, γιατί από φωτογραφίες ζωγραφίζω. Δηλαδή, κοιτάζω φωτογραφίες για να κάνω όσα κάνω. Είτε αυτά είναι παραστατικά είτε στα όρια του παραστατικού, πάντα είναι από φωτογραφίες που βρίσκω στο Ίντερνετ ή σε περιοδικά. Πολλές φορές χρησιμοποιώ κιόλας αυτές που βρίσκω στα περιοδικά, όπως σε ένα από τα έργα στα "Πράγματα που λυγίζουν". Δεν με απασχολεί μόνο η τυπωμένη φωτογραφία αλλά και η digital, όπως αυτή φαίνεται στην οθόνη».
«Ξεχωρίζεις κανέναν Έλληνα φωτογράφο;». «Νομίζω ότι αγαπημένος μου είναι ο Σπύρος ο Στάβερης».
«Γιατί έχεις τέτοια εμμονή με τη μνήμη;». «Θεωρώ ότι δεν θυμόμαστε. Στο Sans Soleil του Κρις Μάρκερ τίθεται κάποια στιγμή το ερώτημα "πώς μπορεί κανείς να θυμηθεί τη δίψα;", που με απασχολούσε πολύ, όπως και το πώς θυμόντουσαν οι άνθρωποι πριν από τη φωτογραφία. Εμείς θυμόμαστε με τη φωτογραφία, φιλτράρεται με πάρα πολλούς τρόπους η μνήμη μας έτσι κι αλλιώς, και πριν και μετά, από τον λόγο και την εικόνα. Εμένα με ενδιαφέρει το ενδιάμεσο και όχι η μνήμη καθαυτή. Με ενδιαφέρει ένας ενδιάμεσος χώρος ο οποίος δεν αφορά τη νοσταλγία αλλά τον μηχανισμό της μνήμης, γιατί με βοηθάει να καταλαβαίνω τι γίνεται τώρα. Πιο συγκεκριμένα, με ενδιαφέρει αυτό που προκύπτει μέσα από μνημονικά ίχνη που μπορεί να αναδυθούν ανά πάσα στιγμή, π.χ. ο τρόπος που πέφτει το φως αυτήν τη στιγμή μπορεί να σου θυμίσει κάτι που θα ξυπνήσει μέσα σου την αίσθηση σχέσεων που προϋπήρχαν. Μιλάω για ένα επίπεδο ανάμεσα σε μια προσυνειδητή κατάσταση και μια συνειδητή. Δεν με ενδιαφέρει η νοσταλγία, το "θυμάσαι τότε...;". Eξάλλου, δεν πιστεύω ότι συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν θυμάται ποτέ, απλώς κάνει αναγωγές. Με ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο κομμάτι των οπτικών μνημονικών ιχνών που ο Φρόιντ ονόμαζε "πράγματα". Γι' αυτό και έδωσα στα έργα μου τον τίτλο "Τα πράγματα που λυγίζουν"».
«Γιατί ζωγράφισες τηλέφωνα;». «Για μένα το τηλέφωνο, κατά κάποιον τρόπο, είναι ένα σύμβολο απόστασης. Το ότι μπορείς να μιλήσεις, όντας σε έναν δικό σου χώρο, με έναν άλλον άνθρωπο που κι αυτός είναι σε άλλο χώρο, το θεωρώ μια τρομερά "γλυπτική" διαδικασία. Τα τηλέφωνα που διάλεξα να ζωγραφίσω είναι λίγο προηγούμενης τεχνολογίας, οπότε λειτουργούν ως μνημονικά ίχνη».
«Και γιατί δεν έχουν νούμερα;». «Γιατί δεν μπορείς να πάρεις τηλέφωνο από αυτά, αποτελούν την εικόνα ενός τηλεφώνου. Επίσης, όταν κοιτάζεις κάτι, αλλοιώνεται, κάτι χάνεται στη μετάφραση. Στη δική μου περίπτωση χάθηκαν τα πλήκτρα, η δυνατότητα να μπορείς να πάρεις τηλέφωνο και αυτό έχει να κάνει με τη "μετάφραση" από το μοντέλο στη ζωγραφιά. Πέρα από τα τηλέφωνα, υπάρχουν και οι μεταφράσεις τους σε μια εσωτερική κατασκευή, δηλαδή όλες οι άλλες ζωγραφιές είναι πάλι τηλέφωνα, απλώς είναι μεταφρασμένες μέσα στο πεδίο της μνήμης, της χροιάς. Και οι άλλες δύο ζωγραφιές που είναι αφηρημένες είναι μια εσωτερική κατασκευή, δηλαδή, όταν τις έκανα, έβλεπα το ίδιο θέμα, ένα τηλέφωνο, απλώς μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο. Τα τηλέφωνα είναι ένα άρμα, όπως και κάθε θέμα. Πριν, που ζωγράφιζα ανθρώπους, κι αυτό άρμα ήταν για να πω κάτι άλλο».
«Σου αρέσει η documenta;». «Πολύ. Δεν την έχω δει σε όλη της την έκτασή, αλλά έχω δει αρκετά έργα που με έχουν συγκινήσει. Και ως αφήγηση, γενικά, μου αρέσει. Αυτό που πιστεύω για τα έργα είναι ότι λειτουργούν μέσα στον χρόνο. Βλέπεις κάτι και σιγά-σιγά αυτό παρεισφρέει μέσα σου και σταδιακά το επανεκτιμάς. Εγώ τουλάχιστον αυτό παθαίνω συνήθως με τους πολύ αγαπημένους μου ζωγράφους: την πρώτη φορά που είδα έργο τους μπορεί να μην έπαθα κάτι, αλλά με τον καιρό τους είδα αλλιώς».
«Τι εικόνες θυμάσαι συνήθως; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη εποχή στην οποία επιστρέφεις συχνότερα από άλλες;». «Επιστρέφω σε κάποιες αναμνήσεις αρκετά συχνά, αυτό με βοηθάει να καταλάβω κάποια πράγματα, αλλά δεν υπάρχει κάποια εποχή. Μπορεί να είναι εικόνες από χθες, μπορεί να είναι από τα παιδικά μου χρόνια».
«Από τα παιδικά σου χρόνια τι σου έρχεται πιο συχνά στο μυαλό;». «Μια ανάμνηση που με βοηθάει πολύ στη δουλειά μου είναι μία από τις πρώτες που έχω και αποτελεί πολιτικό γεγονός, το Τσερνόμπιλ. Το θυμάμαι αμυδρά, δεν ξέρω αν το θυμάμαι στην πραγματικότητα, θυμάμαι την ανάμνηση της ανάμνησης. Θυμάμαι την ημέρα που ανακοινώθηκε, αλλά η εικόνα που έχω στο μυαλό μου νομίζω ότι είναι μια κατασκευασμένη εικόνα».
«Τι θυμάσαι ακριβώς;». «Θυμάμαι τον κήπο του σπιτιού μου στο Παλαιό Φάληρο, Ήταν πολυκατοικία, αλλά μέναμε στο ισόγειο. Απρίλιος του '86. Είναι μια μνήμη στην οποία επιστρέφω συχνά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το κάνω».
«Τα έργα στον δρόμο σου έχουν αφήσει κάτι ως εμπειρία;». «Την αγαπώ πολύ αυτή την περίοδο, δεν την έχω ξεγράψει. Νομίζω ότι αν παρατηρήσει κάποιος τη δουλειά μου πραγματικά, και την παλιότερη αλλά και την τωρινή, θα δει ότι υπάρχει μια αίσθηση απόστασης από τα πράγματα – απλώς τα θέματα αλλάζουν. Ο δρόμος είναι ο ίδιος, έχεις έναν συγκεκριμένο τρόπο να φτιάχνεις τα πράγματα εκεί. Μου άρεσε πάρα πολύ που το έκανα αυτό και το αγαπάω πάρα πολύ. Στην ουσία, στην ίδια ψυχολογική συνθήκη θέλω να είμαι πάντα όταν φτιάχνω κάτι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για παραστατική ή μη παραστατική ζωγραφική ή έχει αναφορά στα κόμικς. Θέλω να είμαι μέσα σε μια συναισθηματική συνθήκη. Κάνω και τώρα σχέδιο, πολύ συχνά, κάθε μέρα, απλώς αγαπάω πάρα πολύ και το χρώμα και τις λεπτές διακυμάνσεις των γκρι που δεν μπορούσα να βγάλω με τη γραμμή. Ήθελα να εκφράσω αναμνήσεις και συναισθήματα που δεν μπορούσαν να βγουν μόνο με τη γραμμή. Ακόμα μαθαίνω ζωγραφική...»
«Είναι καλό ή κακό να θυμάσαι;». «Δεν μπορώ να πω αν είναι καλό ή κακό. Για να σου πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θυμόμαστε ακριβώς, νομίζω ότι πάντα θυμόμαστε την τελευταία ανάμνηση από μια γενικότερη ανάμνησή μας, οπότε πιστεύω ότι η μνήμη είναι μια κατασκευή. Με ενδιαφέρουν πολύ οι εικόνες που ανασύρονται από εμπειρίες που ενδεχομένως έχω απωθήσει, οπότε αυτά που έχω ξεχάσει με ενδιαφέρουν περισσότερο».
«Μόλις ανακοινώθηκε η documenta 14 υπήρξαν αρκετοί που σχολίασαν την έλλειψη Ελλήνων εκπροσώπων. Βλέπεις να υπάρχει στην Ελλάδα ένα ρεύμα που μπορεί να εκπροσωπηθεί σε παγκόσμιες διοργανώσεις;». «Ναι, πιστεύω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί και καλοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα, στους οποίους πιστεύω πολύ. Νομίζω, όμως, ότι αυτού του είδους οι συγκεντρωτικές αφηγήσεις του στυλ "γενιά του τάδε" δεν υπάρχουν. Θεωρώ ότι υπάρχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες που είναι ενεργοί και συνεχίζουν να παράγουν σημαντικό έργο».
Ιnfo:
Τα έργα του Ανδρέα Ράγκναρ Κασάπη εκτίθενται στο Υπόγειο του Ωδείου Αθηνών στο πλαίσιο της documenta 14. Ρηγίλλης & Βασ.Γεωργίου Β΄ 17-19, Τρίτη-Κυριακή, 11 πμ–9 μμ, Πέμπτη 11 πμ–11 μμ. Με ελεύθερη είσοδο.