Με την αναγγελία της οριστικής του απόσυρσης από την υποκριτική, οι απανταχού σινεφίλ ξαφνιαστήκαμε με το ίδιο το γεγονός της επίσημης ανακοίνωσης: για ποιον λόγο άραγε ο πιο «αποσυρμένος» από την κοινή θέα και τη δημοσιότητα ηθοποιός, ο άνθρωπος που διαφυλάττει την ιδιωτικότητά του ως κόρη οφθαλμού, μπαίνει στον κόπο να δηλώσει, μέσω της εκπροσώπου Τύπου, πως δεν επιθυμεί να ξαναπαίξει στο σινεμά;
Είναι άρρωστος; Θέλει να το γυρίσει στη σκηνοθεσία; Πρόκειται για μια παρόρμηση μετά από άλλο ένα εξαντλητικό γύρισμα; Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως τα μεθεόρτια κάθε ταινίας του είναι πολύ πικρά γιατί τον κατακλύζει μια απέραντη θλίψη, σε σημείο που δεν ξέρει ποιος είναι και τι είδους κατεύθυνση να ακολουθήσει στη ζωή του, αν και κατανοεί την κανονική ζωή του που τον περιμένει στη γωνία.
Στα 60 του χρόνια, ο κατά τεκμήριο σπουδαιότερος εν ζωή ηθοποιός παραδέχεται δημόσια πως κουράστηκε και επιστρέφει για τελευταία φορά στην οθόνη με το «Phantom Thread», όπου υποδύεται τον σημαντικό, αν και άγνωστο στο πλατύ κοινό, σχεδιαστή μόδας Τσαρλς Τζέιμς.
Είναι τυχαίο που ο Τζέιμς αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, χωρίς προφανή λόγο, το 1958, είκοσι χρόνια πριν από τον θάνατό του; Αν ήταν κάποιος άλλος, δεν θα αποκλειόταν ως και το διαφημιστικό κόλπο. Αλλά στην περίπτωση του Ντάνιελ Ντέι Λιούις το χιούμορ φτάνει μέχρις ενός σημείου και προφανώς τα διόδια της εκάστοτε κινηματογραφικής του αποστολής υπήρξαν υψηλά και το κόστος δυσβάσταχτο.
Μετά την εξαντλητική ερμηνεία του στο «Αριστερό μου πόδι», η περίοδος απεξάρτησης δεν έλεγε να τελειώσει. Γι' αυτόν το λόγο, αλλά και για να περάσει χρόνο στην Παταγονία της Αργεντινής καβάλα σε μια μηχανή, επέλεξε να παίξει στη μοναδική του κωμωδία, το «Eversmile, New Jersey» του Κάρλος Σορίν, που δικαίως δεν είδε κανείς.
Οι αντοχές λιγοστεύουν, αλλά τα στάνταρ δεν χαμηλώνουν, οπότε τα χρόνια δεν βγαίνουν για περαιτέρω αναζητήσεις, αν σκεφτούμε πως κάθε ταινία του απαιτεί περίπου μια πενταετία από τη ζωή του. Εκεί που πολλοί άνδρες συνάδελφοί του πλήττονται από κρίση μέσης ηλικίας και αναρωτιούνται αν θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε κάτι ωριμότερο και να σταματήσουν το κρυφτούλι με τη ματαιοδοξία, ο Steely Dan παραιτείται ολοσχερώς από το δίλημμα.
Σπάνια παρατηρούνται επίσημες «λήξεις καριέρας». Ο Σον Κόνερι και ο Τζιν Χάκμαν τα παράτησαν οριστικά, αλλά μεγάλοι. Ο Μόργκαν Φρίμαν κάνει ακριβώς το αντίθετο ‒ ένα τέρας υποκριτικής, ευκολίας και ανασφάλειας, που δεν θα πει «όχι» σε κανέναν και δεν θα σταματήσει ποτέ (μου το είχε πει σε συνέντευξη παλιότερα, πως φοβάται μήπως πάψει να χτυπάει το τηλέφωνο και σταματήσουν οι προσφορές...).
Ο Τζο Πέσι είχε ορκιστεί πως δεν θα επέστρεφε, αλλά οι παλιόφιλοι Ντε Νίρο και Σκορσέζε τον ξαναγύρισαν με το ζόρι για τον επερχόμενο «Ιρλανδό». Ενδεχομένως, ο μόνος που μπορεί να μεταπείσει τον Ντέι Λιούις είναι ο Πολ Τόμας Άντερσον. Η ουσία είναι πως όλοι εύχονται να είναι γερός και δυνατός.
Μπορεί να μη συμπλήρωσε τα ένσημα για πλήρη σύνταξη, όπως άλλοι με περισσότερες καταγεγραμμένες εργατοώρες, αλλά κάλυψε και με το παραπάνω την αραιή του παρουσία την τελευταία 20ετία με θαυματουργές περφόρμανς.
Και Μethod, και αγγλικό θέατρο
Ναι. Με εντυπωσιακά, υπερβατικά αποτελέσματα, επί 30 χρόνια. Το θαύμα ξεκίνησε όταν ξάφνιασε τους σινεφίλ μέσα σε μια χρονιά, παίζοντας έναν εδουαρδιανό δανδή στο «Δωμάτιο με Θέα» του Τζέιμς Άιβορι και έναν σοβαρό πανκ ομοφυλόφιλο στο «Ωραίο μου Πλυντήριο» του Στίβεν Φρίαρς. Από κει ξεκίνησε ένα θρυλικό ταξίδι δημιουργικής καταβύθισης, οδυνηρό, όπως λέγεται, για εκείνον, καθώς κάθε του ρόλος ήταν και μια ακανθώδης, μακρά μεταμόρφωση στον εκάστοτε χαρακτήρα, στον Άλλο.
Απλικάροντας την ξακουστή «μέθοδο», και μάλιστα με μια ανασκολόπιση που ταιριάζει μόνο στον θηριώδη Μπράντο στις καλύτερες στιγμές του, έκανε κανονική επίθεση στις ταινίες, χωρίς ομήρους και οίκτο, ανασύροντας φονικά ένστικτα με την αιμοσταγή αναλγησία ενός παράφρονα ‒ βλέπε «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» και Χασάπης Μπιλ στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης». Στον «Λίνκολν» τρίβαμε τα μάτια μας: ο Πρόεδρος ζωντάνεψε και μιλούσε όπως εκείνος, κάτι που συνέβη με ηχητικό morphing, ακούγοντας τις λιγοστές ηχογραφήσεις της εποχής.
Όπως επισημαίνει ο Όουεν Γκλάιμπερμαν, ενώ οι περισσότεροι Αμερικανοί άνδρες συνάδελφοι του προτιμούν το method στυλ με ανάμεικτα αποτελέσματα, και ενίοτε με εντυπωσιακά, όπως ο Χιθ Λέτζερ στον «Σκοτεινό Ιππότη», και σαφώς λιγότεροι υιοθετούν την αγγλική προσέγγιση, όπως ο Μπεν Κίνγκσλεϊ και εν μέρει η Μέριλ Στριπ, ο Ντέι Λιούις δεν εμφανίζεται απλώς για να παίξει αλλά το ζει μέχρι τελευταίας ρανίδας και δεν αφήνει περιθώριο για αμφισβήτηση, με την ίδια ένταση που δεν επιτρέπει στο περιβάλλον, και ειδικά στη σύγχρονη ζωή, να τρυπώσει στο σύμπαν που δημιουργεί ‒ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τον αποκαλούσε κύριο Πρόεδρο στα γυρίσματα του «Λίνκολν».
Ωστόσο, οι ερμηνείες του δεν ηχούν ούτε φαίνονται αεροστεγείς και μουσειακές. Τουναντίον, αστράφτουν από διαχρονική διαύγεια και βροντούν από ενέργεια και πάθος. Με τη βρετανική του μόρφωση, τη θητεία του στο Old Vic, το ιρλανδικό του ταμπεραμέντο και τη χαμαιλεοντική ικανότητα του αναμετρήθηκε με όλα τα «τέρατα» που διασταυρώθηκαν με την περιέργειά του και έδωσε λόγο ύπαρξης και πνοή σε χαρακτήρες όχι πάντα συμπαθείς και σίγουρα καθόλου απλούς.
Δουλεύοντας με τον εξωτερικό τρόπο των Αμερικανών, τον πιο σωματικό και βασισμένο στα εξωτερικά ερεθίσματα και προσωπικά βιώματα, και τον εσωτερικό των Βρετανών, που παίζουν (act) και δεν το κάνουν και τόσο θέμα, εξέλιξε τη μεικτή τεχνική σε μια απαράμιλλη «μορφοτροποποίηση». Ναι, έχουμε δει πρόσφατα ηθοποιούς να χάνονται στους χαρακτήρες τους ‒ τη Μαριόν Κοτιγιάρ ως Πιαφ, ακόμη και τη Νικόλ Κίντμαν ως Βιρτζίνια Γουλφ. Ήταν σαν να παρασύρθηκαν από ένα μαγικό ποτάμι. Ύστερα επανήλθαν στα εγκόσμια.
Ο Ντέι Λιούις απέδειξε αυτό που πάντα έλεγε ο Άντονι Χόπκινς: πως δεν υπάρχει τίποτε μαγικό σε αυτήν τη δουλειά. Κάποιοι μπορούν να το κάνουν, άλλοι όχι. Όταν όμως το κάνεις συστηματικά, σε κάθε ταινία που δέχεσαι να φέρεις εις πέρας, αυτό είναι εφαρμογή του ταλέντου σε μια σκληρή δουλειά.
Πήρε 3 Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου
Για το «Αριστερό μου Πόδι», για το «Θα Χυθεί Αίμα» και για το «Λίνκολν». Στο πρώτο, τα προγνωστικά μοιράζονταν ανάμεσα σ' εκείνον, τον Τομ Κρουζ που είχε αποσπάσει τη Χρυσή Σφαίρα για το «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» και τον Μόργκαν Φρίμαν, λόγω της επιτυχίας του «Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι». Στα άλλα δύο, δεν υπήρχε αντίπαλος. Και τις τρεις φορές το κοινό σηκώθηκε όρθιο για να τον επευφημήσει, ως ένδειξη σεβασμού στην προσπάθειά του.
Παραμένει ο μόνος άνδρας με 3 βραβεία για πρώτο ρόλο ‒ ο Τζακ Νίκολσον, επίσης με τρία, έχει ένα για δεύτερο, και ο καρατερίστας Γουόλτερ Μπρέναν από τη δεκαετία του '30 κανένα για πρώτο. Αν πάρει και τέταρτο στο «Phantom Thread» του Πολ Τόμας Άντερσον, για το οποίο είναι υποψήφιος, θα ισοφαρίσει το απόλυτο ρεκόρ της Κάθριν Χέμπορν.
Αγαπά την Ελλάδα
Αλλά όχι με τον αναμενόμενο, φολκλόρ φιλελληνισμό. Κι ενώ δεν αποκλείεται να ριγεί με τα αρχαία και τον πολιτισμό μας, τίμησε την υπόσχεση που έδωσε στον καλό του φίλο, τον παλιό του συμφοιτητή, σκηνοθέτη Γιώργο Οικονόμου κι ερχόταν, χωρίς αμοιβή, στην Ελλάδα με κάθε καινούργια ταινία του, με τον όρο τα έσοδα από τη φιλανθρωπική πρεμιέρα να διατίθενται στη Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών Παιδιών, πρόεδρος της οποίας είναι η Δάφνη Οικονόμου.
Σε κάποιες επισκέψεις του στη χώρα μας βρήκε την ευκαιρία να προπονηθεί, χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι. Για παράδειγμα, έτρεχε καθημερινά σαν αγρίμι στον λόφο του Αρδηττού, προετοιμαζόμενος για το «Boxer». Η πρώτη φορά που είχε έρθει στη χώρα μας ήταν κατά τη διάρκεια της χούντας και θυμάται ένστολους και άρματα να κυκλοφορούν στον δρόμο.
Για έναν καλλιτέχνη του μεγέθους του και, κυρίως, για έναν άνθρωπο που προσαρμόζεται με βαριά καρδιά στη βραχεία περίοδο δημοσιότητας, στο πλαίσιο της κάθε ταινίας του, η αίσθηση τιμής που συνδέεται με τη χώρα μας είναι παραπάνω από συγκινητική.
Ήταν ο Κρίστι Μπράουν στο «Αριστερό μου πόδι»
(Χωρίς σχόλιο)
Απρόβλεπτος
Μετά την εξαντλητική ερμηνεία του στο «Αριστερό μου Πόδι», η περίοδος απεξάρτησης δεν έλεγε να τελειώσει. Γι' αυτόν το λόγο, αλλά και για να περάσει χρόνο στην Παταγονία της Αργεντινής καβάλα σε μια μηχανή, επέλεξε να παίξει στη μοναδική του κωμωδία, το «Eversmile, New Jersey» του Κάρλος Σορίν, που δικαίως δεν είδε κανείς.
Αλαφροΐσκιωτος;
Εγκατέλειψε το θέατρο οριστικά όταν είδε το φάντασμα του πατέρα του, του ποιητή Σέσιλ Ντέι Λιούις, σε μια παράσταση του «Άμλετ». Ο ίδιος το αρνείται, συνήθως χαμογελώντας, κάτι που σημαίνει πως καταλαβαίνει ότι αν το παραδεχτεί θα ακουστεί τρελός. Το να του έχει συμβεί, σε ένα είδος σπάνιας συναισθησίας με μεταφυσική προέκταση, επιτείνει πολύ ταιριαστά τη μοναδικότητά του.
Η αγροτιά και τα παπούτσια
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις εμφανίστηκε έφηβος στο σινεμά στο «Sunday Bloody Sunday» του 1971, παίζοντας έναν 14χρονο βάνδαλο. Τότε νόμιζε πως ήταν πολύ κουλ να τον χαρτζιλικώνουν για να σπάει αμάξια. Η θεώρησή του για το επάγγελμα άλλαξε άρδην με τα χρόνια, σε τέτοιο βαθμό, που χαιρόταν ιδιαίτερα όταν το έσκαγε από το σινεμά ‒ την ίδια στιγμή που συνάδελφοί του φορτώνουν το πρόγραμμά τους με επικαλυπτόμενες υποχρεώσεις, για να μη μείνουν άνεργοι.
Σε ένα από τα μεγάλα του διαλείμματα, στα τέλη των '90s, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις έμαθε να φτιάχνει παπούτσια στη Φλωρεντία, δίπλα στον μάστορα Στέφανο Μπέμερ. Λίγο αργότερα δήλωσε ευτυχής που απομακρύνθηκε από τον κόσμο του σινεμά, ενώ ποτέ δεν υπήρξε μέρος του μηχανισμού.
Επέλεξε να μένει σε ημιαστικές ή εντελώς αγροτικές περιοχές, με τις κύριες κατοικίες του έξω από τη Νέα Υόρκη και κάπου στην Ιρλανδία. Έχει δηλώσει πως σε αγροτικές κοινότητες ο κόσμος περνά απαρατήρητος και αυτό τον ενδιαφέρει πολύ.
Πρόσφατα εκδήλωσε ενδιαφέρον για τις κατασκευές σπιτιών ‒ χτίστης, μη φανταστείτε δουλειά γραφείου! Με δεδομένο πως πριν γίνει ηθοποιός ονειρευόταν καριέρα επιπλοποιού, ο διχασμός ανάμεσα στα χειρωνακτικά χόμπι κι ένα επάγγελμα που «δεν μετριέται», με πλήρη ενεργοποίηση της φαντασίας, είναι δηλωτικός της ψυχικής κούρασης που προκαλεί η παρατεταμένη ενασχόληση με κάτι που έχει ανταμοιβή, αλλά όχι αντίκρισμα.
Ποιος ξέρει, ίσως ο Ντέι Λιούις θα ήταν πιο ικανοποιημένος αν, στο λυκόφως της ζωής του, καμάρωνε τις μπότες και τα σερβάν του παρά τα Όσκαρ και τις υπόλοιπες διακρίσεις του...
Θαύμαζε τόσο πολύ τον Άρθουρ Μίλερ...
... που παντρεύτηκε την κόρη του Ρεμπέκα Μίλερ, αμέσως μετά τα γυρίσματα του «Crucible».
Αρκετά χρόνια πριν, χώρισε την Ιζαμπέλ Ατζανί με φαξ
Κάποιος έπρεπε να το κάνει ‒ και μάλιστα, πολύ πριν από την εποχή των SMS.