Στις 31 Οκτωβρίου 1888, γεννιέται στην Αθήνα ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο ανώτατος στρατιωτικός πατέρας του, που το 1909 έγινε και υπουργός στρατιωτικών, επιλέγει ένα γεμάτο συμβολισμούς όνομα για το γιο που απέκτησε με την ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, Βασιλική Παπαδοπούλου. Ο μικρός μεγαλώνει στα πούπουλα, μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολουθεί μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών και παρότι θα πάρει κανονικά το δίπλωμά του, δε θα ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημά του «Έκσταση» και το 1907 γίνεται ιδρυτικό μέλος του βραχύβιου ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ». Στη συνέχεια συνεργάζεται με τα περισσότερα περιοδικά της εποχής του γράφοντας, εκτός από ποιήματα, πεζοτράγουδα και διηγήματα, ενώ δημοσιεύει κριτικά άρθρα και μελέτες στο «Ελεύθερον Βήμα». Το 1917, όντας βενιζελικός, συμμετέχει στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, ενώ λίγα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση θα ενστερνιστεί τον κομμουνισμό.
Λάτρης του Όσκαρ Ουάιλντ, ο ευαίσθητος, ερωτικός αλλά και αιχμηρός ποιητής γράφει ποιήματα σαφώς επηρεασμένος από τον αισθητισμό, ενώ πολύ αργότερα η μελαγχολική του διάθεση τον οδηγεί στον συμβολισμό. Οι τολμηροί του στίχοι, η διαρκής αναζήτηση της ηδονής και η δεδηλωμένη του ομοφυλοφιλία προκαλούν, η κομψότατη όσο και εξεζητημένη του εμφάνιση τραβά τα βλέμματα. Το 1937 πεθαίνει η λατρεμένη του μητέρα και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, αφήνοντάς τον απροστάτευτο, καθώς ο Λαπαθιώτης δεν είχε στην πραγματικότητα υπάρξει ποτέ οικονομικά και ουσιαστικά ανεξάρτητος. Εθισμένος στην ηρωίνη, αρχίζει να ξεπουλά την πατρική περιουσία, χωρίς να γλυτώσει το πιάνο αλλά και η αγαπημένη του βιβλιοθήκη, μία από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της εποχής. Η αυγή του 1944 θα τον βρει οικονομικά κατεστραμμένο και εξουθενωμένο από τις στερήσεις της Κατοχής. Στις 7 Ιανουαρίου θα αυτοκτονήσει μέσα στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια, χρησιμοποιώντας το όπλο του πατέρα του. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί τέσσερις μέρες αργότερα, μετά από έρανο των φίλων του.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή.
Ο μελετητής του έργου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βαγγέλης Ψαραδάκης, μίλησε στο LIFO.gr για τον ποιητή:
«Παλιότερα ο μύθος για το πρόσωπο του Λαπαθιώτη, θετικός ή αρνητικός, ήταν ισχυρότερος από το έργο του. Γνωρίζαμε κάμποσα κρίσιμα στοιχεία για τη ζωή και ελάχιστα για τη λογοτεχνική προσφορά του. Σε τούτο συνέβαλαν διάφοροι λόγοι. Πρωτίστως το γεγονός πως ο λογοτέχνης, ακολουθώντας αρχικά τις επιταγές του αισθητισμού, δεν φρόντισε ο ίδιος τη συγκεντρωτική έκδοση αλλά σκόρπισε το ποικίλο έργο του σε διάφορα έντυπα, δυσπρόσιτα σήμερα. Μονάχα προς το τέλος της ζωής του (1939), ενώ είχε ήδη ανατείλει η μοντέρνα ποίηση, δημοσίευσε μια επιλογή 50 ποιημάτων και σχεδίαζε άλλη μία.
Μετά θάνατον το έργο του έπεσε σε χέρια που δεν το μεταχειρίστηκαν πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Το γεγονός αυτό στάθηκε ο δεύτερος θάνατος του λογοτέχνη για πολλά χρόνια. Μόλις το 1964 έχουμε μια πρώτη έκδοση των περισσοτέρων ποιημάτων του. Παρά τις ατέλειες, δυνάμει αυτής έγινε η πρώτη επικοινωνία του αναγνωστικού κοινού με τον ποιητή, ετεροχρονισμένα. Χάρη στις νεότερες φιλότιμες, επίμονες και επίπονες προσπάθειες διαφόρων, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 και μετά, το έργο του Λαπαθιώτη επανέρχεται συχνά στο προσκήνιο ως μέσο μελέτης, έρευνας και απόλαυσης, ιδίως στον 21ο αιώνα, είτε άμεσα με εκδόσεις βιβλίων, είτε έμμεσα με θεατρικές παραστάσεις, μελοποιήσεις ποιημάτων κ.λπ.
Σχετικά με το έργο του Λαπαθιώτη πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο δημοσιευμένο και στο αδημοσίευτο από τον συγγραφέα έργο. Από το πρώτο γνωρίζουμε ένα μεγάλο μέρος του, γύρω στα 300+ ποιήματα διαφόρων ειδών, γύρω στα 100 διηγήματα και 2 νουβέλες, αλλά και κάμποσα κριτικά–αισθητικά άρθρα και μελέτες. Αυτό τουλάχιστον έχει αποθησαυριστεί μέχρι σήμερα. Στην πορεία θα προκύψει ασφαλώς και νεότερο υλικό. Υπάρχει όμως και το αδημοσίευτο έργο, στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρθηκε σε μιαν επιστολή του εμφατικά (1942). Το μεγαλύτερο μέρος μιας ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του, σατιρικού περιεχομένου, δημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά και παρουσιάστηκε πριν από λίγα χρόνια. Αν και ο λογοτέχνης δεν ήταν ολιγογράφος δεν γνωρίζουμε την έκταση του υπόλοιπου ούτε το είδος του αδημοσίευτου έργου του.
Εύλογο είναι, σ' ένα έργο που ανακαλύπτουμε σταδιακά, να μην έχουμε μια οριστική και τελεσίδικη κρίση για τη σημασία και την αξία του. Παρά τούτο, θα επιχειρήσω μερικές νύξεις. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να ζούμε και να λειτουργούμε –ακρίτως, κατά κανόνα– με μύθους. Άλλοι είναι αυτοφυείς, πράγματι, και άλλοι χτίζονται ποικιλοτρόπως... Ο Λαπαθιώτης ανήκει στην ποιητική γενιά του 1920, εξαιρετική κατ' εμέ, η οποία απαξιώθηκε πολλαπλώς από την επόμενη γενιά του '30, που εισήγαγε τη μοντέρνα ποίηση στη χώρα μας συστηματικά. Ωστόσο η γενιά του '20, για μένα, είναι πιο αγωνιστική στη ζωή και, ασφαλώς, πιο αισθαντική και ειλικρινής στο έργο της.
Ο Λαπαθιώτης ανήκει στη χορεία των ποιητών όπου ζωή και έργο είναι ένα αδιαίρετο σύνολο – χωρίς τούτο να σημαίνει, ντε και καλά, βιογραφισμό κ.λπ. Είτε μας αρέσει αυτό είτε όχι (μας έχουν φάει οι θεωρίες...), ακριβώς έτσι πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Έχουμε ξεφύγει πια, ευτυχώς, από κάποιες ελαφριές, αστόχαστες και στρεβλές κρίσεις –υπερβολικές κατά την άποψή μου– του παρελθόντος. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω δύο. Η πρώτη (1964) κάνει λόγο για "ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η Ιστορία..." Η δεύτερη (1984) θεωρεί πως το έργο του "έθρεψε την παραλογοτεχνία". Το αποκαλυπτόμενο διαρκώς λογοτεχνικό έργο του Λαπαθιώτη, πιστεύω, δεν αξίζει τούτες τις κρίσεις.
Μια και ο Λαπαθιώτης είναι ένας από τους ελάσσονες ποιητές μας, θυμάμαι πάντα κάποιες καίριες σκέψεις του Έλιοτ : "Όταν μιλάμε για Ποίηση, με κεφαλαίο το αρχικό, έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε μόνο την πιο έντονη συγκίνηση ή την πιο μαγική φράση – ωστόσο, υπάρχουν πολλά παράθυρα στην ποίηση που δεν είναι μαγικά, που δεν ανοίγουν για να μας δείξουν τους αφρούς μιας μανιασμένης θάλασσας, αλλά που παρ' όλα αυτά είναι πολύ καλά παράθυρα."
Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά. Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 31.10.2018