Όταν εγκαταστάθηκα στο Παρίσι το 1981, ο Χρήστος ήταν ήδη εκεί. Από την πρώτη κιόλας μέρα μού τον σύστησε ο Τάκις. Βοηθός του, υπεύθυνος για τα μεγάλα μουσειακά του έργα, φίλος του, μαθητής, συμπαραστάτης σε πεζοπορίες, κοψίματα του τσιγάρου και δίαιτες από κείνες της μαζοχιστικής πείνας που επέλεγε ο Τάκις για να δυσκολεύει τη ζωή του και τη δική μας.
Δέκα χρόνια δουλέψαμε μαζί σε έργα μνημειακά, όπως το φωτεινό τοπίο της Defense, στήσαμε εκθέσεις, παγώσαμε σε χιονισμένα τοπία και ιδρώσαμε σε υπερθερμασμένες γκαλερί, ακούσαμε κατσάδες, ξεγελάσαμε αναποδιές και ήπιαμε χιλιάδες εσπρέσο. Αν ο Χρήστος ήταν άρωμα θα ήταν άρωμα ζεστού καφέ μέσα στην πολική, πρωινή, παριζιάνικη, γκρίζα υγρασία μιας μέρας που ξεκινά νωρίς.
Ένας Ιταλός, ενδεδυμένος τη μιλανέζικη πρωτοπορία, ένας πανώριος, ψηλός, όμορφος και ευθυτενής Έλληνας από κείνους που ξετρελαίνουν τα κορίτσια του Παρισιού, ο Χρήστος δεν ανήκε ποτέ πουθενά. Απ' όλα επέλεξε να είναι περαστικός, προσωρινός, ποτέ εγκαταστημένος. Αρχιτεκτονική στην Ιταλία, τέχνη στη Γαλλία. Στο ενδιάμεσο, μοναδική του συναισθηματική σταθερά, μια νοσταλγία για τη «μανούλα» που τον περίμενε πίσω στην Αθήνα. Κι αυτή εκφρασμένη με το δικό του, αυτοσαρκαστικό χιούμορ του Τοξότη- εξομολόγηση και ταυτόχρονα πάγος, να μην προχωρήσεις σε καμιά επόμενη ερώτηση.
«Γεροντοκόρη» τον κορόιδευε ο Τάκις και ξέρω πως αν λάτρευε μια εφεύρεση, θα ήταν αυτή που θα τον έκανε διάφανο, να μην τον ζαλίζει κανείς. Να τον αφήσουν όλοι να είναι ένας μοναχικός πρίγκιπας.
Χιούμορ-μάσκα, η αντίσταση μιας ευαισθησίας που δυσφορούσε με την εγγύτητα. Δεν τον είδα ποτέ ερωτευμένο, δεν τον είδα με «κολλητούς». Μοναδική του φιλία, η σχέση του με τον γκαλερίστα Ρένο Ξίππα κι αυτή μέσα από το παραβάν μιας ευγενικής απόστασης. Από τα κορίτσια προτιμούσε όσα είχαν τη διακριτικότητα να φύγουν πριν από το ξημέρωμα, στα πάρτι έψαχνε την έξοδο κινδύνου όταν το φλερτ τον πολιορκούσε επικίνδυνα.
Από το Παρίσι προτιμούσε τους δρόμους, χιλιάδες περπατητές ώρες τυλιγμένος στην κομψή μαύρη νιτσεράδα του, τα κεντρικά καφέ σε μοναχικά τραπεζάκια για έναν εσπρέσο. Ποτέ δεν ήξερες τι σκεφτόταν, δεν θα σε τάραζε με κανένα πρόβλημά του και για κανέναν λόγο. Στα μάτια του παιχνίδιζε μια ευγένεια και μια παιδιάστικη διαολιά.
Ακόμη και το σπίτι του ήταν παράξενο. Μια αποθήκη που του είχε παραχωρήσει ο Τάκις, μέσα σε ένα δάσος από πανύψηλες σημύδες, στην καρδιά του Παρισιού. Τον αποχαιρετούσες πάντα μπροστά στην καγκελόπορτα. Το μέσα δεν το είχαμε δει. Άκουγα τα παπούτσια του να τρίζουν στα βρεμένα φύλλα, μέχρι να χαθεί η πλάτη του πίσω από τις φυλλωσιές, ρουφούσα την εικόνα για να στήσω μέσα μου το σκηνικό. Πώς είναι εκεί που μένει, το κρεβάτι, το ατελιέ, τα έργα του; Προσωρινά, φανταζόμουν. Τα ρούχα του σε μια βαλίτσα, να μην προλάβει να στεριώσει.
Οι καλλιτέχνες λατρεύουν να αναλύουν το έργο τους, να φτιάχνουν με λέξεις την εξέλιξη, να φουντώνουν, να παθιάζονται, να εκφράζονται. Όχι εκείνος. Μερικά έργα του, μόνο από φωτογραφίες. Από την άκρη του κόσμου οι νέοι καλλιτέχνες έρχονταν για μια γνώμη, μια εκτίμηση στον Τάκι. Αυτός τον είχε στα πόδια του ατελιέ του, δεν του ζήτησε ποτέ μια άποψη. Άκρες-μέσες, τον ένιωθες να προβληματίζεται με ένα μπλε, κρύο φως που θύμιζε χειρουργείο. Το αρχαίο σώμα, η κοσμογονία, η αρχή των πάντων, η μυθολογία, σημειώσεις που κρατούσε σε ανύποπτες στιγμές, σε μικρά κομψά μπλοκάκια που έβγαζε από την κωλότσεπη.
Τον φανταζόμουν να τα επεξεργάζεται μόνος, κάτω από το φως μιας λάμπας, στην υγρή νύχτα του κήπου τη νύχτα, αλχημιστής της δουλειάς του, όταν, δυο βήματα παραπέρα, το Παρίσι ξεσάλωνε σε ένα τεράστιο πάρτι που τον άφηνε ασυγκίνητο. «Γεροντοκόρη» τον κορόιδευε ο Τάκις και ξέρω πως αν λάτρευε μια εφεύρεση, θα ήταν αυτή που θα τον έκανε διάφανο, να μην τον ζαλίζει κανείς. Να τον αφήσουν όλοι να είναι ένας μοναχικός πρίγκιπας.
Που σκαρώνει τα έργα του στη σκιά. Στη σκιά ενός κήπου. Στη σκιά του Τάκι, ενός τεράστιου καλλιτέχνη. Μια σχιζοφρένεια, να κατασκευάζεις τα έργα ενός «μεγάλου» τη μέρα, να ψάχνεις τη νύχτα τη δική σου τέχνη, εσύ ο μικρός. Τα έργα του γεννιόντουσαν δύσκολα, διστακτικά, με πολλή ιταλική πρωτοπορία μέσα τους. Πάντα υπήρξε περισσότερο Ιταλός από Γάλλος.
Κι όμως, η καριέρα του είχε πάρει μπρος. Αφετηρία, το Μπάρι της Ιταλίας, μετά το Παρίσι, όλοι του χώρου τον λάτρευαν. Ο Χρήστος ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες που την Ελλάδα δεν τη χώρεσαν σε καμία διαδρομή τους.
Τον είδα τελευταία φορά στο Φίλιον της Σκουφά. Εκείνος είχε έρθει γιατί ήταν άρρωστος. Εγώ για να παντρευτώ. Τρέχοντας σε ένα πάρτι-αναβρασμό για το νυφικό, η πληροφορία «είμαι σοβαρά άρρωστος» πέρασε σαν βοή από λεωφορείο για να σβήσει σε λίγο. Όταν είσαι νέος δεν μπορείς να φανταστείς ότι ο θάνατος αφορά ένα ψηλό, πανέμορφο αγόρι που ορέγονται όλες οι Γαλλίδες. «Καλά, θα τα πούμε μετά» η τελευταία μας κουβέντα.
Μετά τον γάμο εννοούσα, έγινε το «μετά» μιας έκθεσης-αναδρομής, είκοσι δύο χρόνια μετά. Εκεί όπου ο Χρήστος «λέει» όσα δεν του άρεσε να «λέει» σ' αυτό το πέρασμα, που το ήξερε, θαρρείς, προσωρινό. Μόλις 46 χρόνια δρόμος.
Info:
Χρήστος Τζίβελος, Modelling Phenomena
Πειραιώς 138
7/12/17-18/2/18
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ:
Πέμπτη & Κυριακή, 10:00 - 18:00
Παρασκευή & Σάββατο 10:00 - 22:00
Εισ.: 7€, 3,5€
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
σχόλια