Μπορεί φέτος να συμπληρώνονται 76 χρόνια από τον θάνατο του Αλ Καπόνε, αλλά οι μύθοι γύρω από τον πιο αναγνωρίσιμο (ίσως) κακοποιό όλων των εποχών συνεχίζουν να τρέφουν ο ένας τον άλλον.
Ταινίες, βιβλία και ντοκιμαντέρ με θεματολογία εμπνευσμένη από τη ζωή και τα έργα του ανθρώπου που ενσάρκωσε όσο κανείς άλλος το αρχέτυπο του γκάγκστερ ξεφυτρώνουν εδώ και κει ακόμη και σήμερα.
Γιατί, όμως, συναρπάζει ακόμη ο θρύλος του Αλ Καπόνε; Τι είναι αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε συχνά σε αυτή την ιστορία βίας, πλούτου, εξουσίας και διαφθοράς;
Ο Αλφόνσο «Αλ» Καπόνε γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ακριβώς στο γύρισμα του 20ού αιώνα (το 1899). Ο πατέρας του Γκαμπριέλ Καπόνε και η μητέρα του Τερέζα Ράιολα ήταν μετανάστες από τη Νάπολη.
Η άσβεστη δίψα του για εξουσία τον οδήγησε να κηρύξει τον πόλεμο στις αντίπαλες συμμορίες που λυμαίνονταν το Σικάγο, οδηγώντας την πόλη στο χάος. Ο ίδιος φρόντιζε να «λαδώνει» τακτικά πολιτικούς, δικαστικούς και αστυνομικούς (έλεγχε μέχρι και τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών), εξασφαλίζοντας έτσι ασυλία από τον νόμο
Σαν έτοιμος από καιρό, σε ηλικία 14 ετών αποβλήθηκε από το δημόσιο σχολείο επειδή χτύπησε έναν δάσκαλό του στο πρόσωπο. Κατέληξε στους δρόμους και στην αγκαλιά μιας διαβόητης συμμορίας. Αρχηγός της ο μετέπειτα μέντορας του Καπόνε, Τζόνι Τόριο.
Ο νεαρός Καπόνε ανακάλυψε σχεδόν αμέσως τη φυσική του ροπή προς το έγκλημα και μυήθηκε ταχύτατα στον κόσμο των παρανόμων.
Γύρω στο 1920, έπειτα από πρόσκληση του Τόριο, εγκαταστάθηκε μαζί με τη γυναίκα του, την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν, και τον γιο του Άλμπερτ Σόνι Φράνσις Καπόνε στο Σικάγο. Αναρριχήθηκε στις τάξεις της συμμορίας, έφτιαξε όνομα και ανέλαβε τα ηνία της πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο μέντοράς του αποσύρθηκε έπειτα από μια απόπειρα δολοφονίας.
Η άσβεστη δίψα του για εξουσία τον οδήγησε να κηρύξει τον πόλεμο στις αντίπαλες συμμορίες που λυμαίνονταν το Σικάγο, οδηγώντας την πόλη στο χάος. Ο ίδιος φρόντιζε να «λαδώνει» τακτικά πολιτικούς, δικαστικούς και αστυνομικούς (έλεγχε μέχρι και τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών), εξασφαλίζοντας έτσι ασυλία από τον νόμο – από το 1923 έως το 1926 σημειώθηκαν στην πόλη 135 δολοφονίες μαφιόζων, έξι συλλήψεις και μία μόλις καταδίκη.
Αυτό το κύμα βίας που σάρωσε την πόλη έφτασε στην αιματηρή κλιμάκωσή του στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων. Επτά μέλη ή συνεργάτες του Ιρλανδού γκάγκστερ Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν (και βασικού αντιπάλου του Καπόνε) δολοφονήθηκαν από άντρες που φορούσαν στολές αστυνομικών. Η «σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου», όπως έγινε γνωστή, δεν συνδέθηκε ποτέ επισήμως με τον Καπόνε, ενώ και ο ίδιος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη Φλόριντα. Θεωρείται, όμως, ο ηθικός αυτουργός της.
Έτσι, χάρη στους φόνους, την ωμή βία, τις απειλές και τους εκβιασμούς κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο του τζόγου, της πορνείας, των κλαμπ, των κυνοδρομιών καθώς και όλα τα κέρδη από το τεράστιο λαθρεμπόριο αλκοόλ την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε από τις αμερικανικές Αρχές «Νο 1 δημόσιος κίνδυνος».
Στο απόγειο της δόξας του, το 1927, σε ηλικία μόλις 28 χρονών, φέρεται να είχε εισοδήματα άνω των 100 εκατ. δολαρίων, ποσό αστρονομικό για την εποχή εκείνη.
Διάφορες μαρτυρίες της εποχής τον περιγράφουν ως «θαυμάσιο τύπο», «γενναιόδωρο», «γλεντζέ», «πιστό φίλο», «οικογενειάρχη», «στοργικό πατέρα», «πληθωρικό», «ιδιοφυή επιχειρηματία» και αρκετά «εκκεντρικό».
Συνήθιζε να φοράει πανάκριβα ρούχα στολισμένα με διαμάντια, να ξοδεύει αλόγιστα, να μένει σε σουίτες πολυτελέστατων ξενοδοχείων και να κλείνει ολόκληρες σειρές καθισμάτων σε θεατρικές πρεμιέρες μονάχα για τον ίδιο και τα μέλη της συμμορίας του.
Τα θρυλικά πάρτι που διοργάνωνε, στα οποία οι προσκεκλημένοι έραιναν τον εαυτό τους με σαμπάνιες, άφησαν εποχή.
Μέσω δωρεών σε ιδρύματα και διαφόρων «φιλανθρωπικών» δράσεων προσπάθησε να απεκδυθεί την ταμπέλα του αιμοδιψή γκάγκστερ και να χτίσει την εικόνα ενός παρεξηγημένου επιχειρηματία. Ξεκίνησε, μάλιστα, μία από τις πρώτες «κοινωνικές κουζίνες» στις ΗΠΑ, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν κατά τη μαύρη περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης.
Τον Δεκέμβριο του 1931 η εφημερίδα «Chicago Tribune» κυκλοφόρησε με τον πηχυαίο τίτλο «120.000 γεύματα σερβίρονται από την κουζίνα δωρεάν σούπας του Καπόνε». Χιλιάδες πεινασμένοι άνθρωποι συγκεντρώνονταν τρεις φορές την ημέρα μπροστά από το σημείο δωρεάν διανομής φαγητού του Καπόνε.
Έτρωγαν και μετά έκαναν προπόσεις στην υγειά του, λέγοντας στους απεσταλμένους των εφημερίδων ότι κάνει πιο πολλά για τους φτωχούς απ' ό,τι ολόκληρη η αμερικανική κυβέρνηση.
Ο ίδιος πήγαινε όσο πιο συχνά μπορούσε εκεί για να εκμεταλλεύεται την περίσταση. Περπατούσε ανάμεσά τους, τους χαιρετούσε, τους χαμογελούσε, σε κάποιους πρόσφερε ακόμη και δουλειά.
Ο δημοσιογράφος Κορνήλιος Βάντερμπιλτ, ανταποκριτής του περιοδικού «Liberty» και διάσημος για συνεντεύξεις του με προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Μουσολίνι, ο πάπας Πίος ΣΤ', ο Πρόεδρος Χούβερ, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, συναντήθηκε με τον Αλ Καπόνε τον Αύγουστο του 1931 και τον ρώτησε για τα γεύματα αυτά.
«Άνθρωποι όπως εμείς πρέπει να βάλουμε το χέρι βαθιά στην τσέπη αν θέλουμε να επιβιώσει ο κοσμάκης. Πέρσι τάιζα 350.000 ανθρώπους κάθε μέρα. Ο φετινός χειμώνας θα είναι χειρότερος. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε απ' το Κογκρέσο ή τον κύριο Χούβερ. Πρέπει να συνεισφέρουμε, ώστε να γεμίσουν οι κοιλιές των πεινασμένων και να ζεσταθούν τα κορμιά τους. Ξέρετε ότι η Αμερική βρίσκεται στο χείλος της κοινωνικής επανάστασης; Ο μπολσεβικισμός βρίσκεται προ των πυλών. Δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να εισέλθει. Πρέπει να οργανωθούμε εναντίον του και ενωμένοι να αντισταθούμε» ήταν η απάντησή του.
Το όνειρο του υπερασπιστή των φτωχών και των αδυνάμων δεν κράτησε πολύ για τον Καπόνε. Η «σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου» έστρεψε οριστικά την προσοχή των Αρχών επάνω του. Το FBI τον έβαλε στο στόχαστρο στις 12 Μαρτίου του 1929, όταν αυτός αρνήθηκε να εμφανιστεί σε ορκωτό δικαστήριο παρά την κλήτευσή του.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1931 ο Αλ Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και στις 24 Νοεμβρίου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 11 ετών σε ομοσπονδιακή φυλακή, μια απόφαση που αποτέλεσε την ταφόπλακα της καριέρας του στον υπόκοσμο.
Από τις φυλακές της Ατλάντα κατέληξε στον περιβόητο «βράχο» του Αλκατράζ και στο κελί αρ. 181.
Η παραμονή του στη φυλακή έφερε σιγά-σιγά και το τέλος του. Ο «πρίγκιπας» του οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο, ο πιο διάσημος μαφιόζος των ΗΠΑ, ο άνθρωπος που έμαθε να ζει πάνω από τον νόμο, δεν ηττήθηκε τελικώς από κάποια συνωμοσία των ορκισμένων εχθρών του αλλά από ένα μικροσκοπικό βακτήριο ονόματι Treponema pallidum ή πιο γνωστό στα ελληνικά ως ωχρά σπειροχαίτη, το βακτήριο της σύφιλης.
Ο Αλ Καπόνε κόλλησε σύφιλη την εποχή που δούλευε ως μπράβος σε οίκους ανοχής, στην πρώτη του δουλειά στο Σικάγο. Ο ίδιος φέρεται να ντρεπόταν να ζητήσει ιατρική βοήθεια, επιτρέποντας στη νόσο να εξαπλωθεί με την πάροδο των ετών και να του προξενήσει βαρύτατες βλάβες στον εγκέφαλο.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1939 o Καπόνε αποφυλακίστηκε, έχοντας παραμείνει στη φυλακή επτά χρόνια, έξι μήνες και 15 μέρες. Εισήχθη αμέσως σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης και δεν επέστρεψε ποτέ στο Σικάγο. Το 1946 ο γιατρός του κι ένας ψυχίατρος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διανοητική του κατάσταση έμοιαζε πλέον με αυτήν ενός 12χρονου παιδιού.
Αποσύρθηκε μαζί με τη σύζυγό του στο Παλμ Άιλαντ στη Φλόριντα, όπου και έζησε απομονωμένος μέχρι τον θάνατό του από εγκεφαλικό και πνευμονία στις 25 Ιανουαρίου του 1947.
1925-1931: Έξι χρόνια. Τόσο κράτησε η σταδιοδρομία του διάσημου μαφιόζου με το χαρακτηριστικό look και το σημαδεμένο πρόσωπο. Μάλιστα, όπως, ισχυρίζεται ο Αμερικανός ιστορικός και δημοσιογράφος Λόρενς Μπέργκριν στη βιογραφία του «Capone: The man and the era», ο Φράνκι Λα Πορτ (Frankie La Porte) ήταν το πραγματικό αφεντικό του συνδικάτου του εγκλήματος στο Σικάγο και ο Αλ Καπόνε χρησίμευε ως «βιτρίνα».
Γιατί, όμως, η επιρροή του στην ποπ κουλτούρα ήταν τόσο μεγάλη; Γιατί οι ιστορίες του συναρπάζουν ακόμη;
Ίσως είναι το παραμύθι του φτωχού μετανάστη που κατέκτησε το περιβόητο αμερικανικό όνειρο, του αυτοδημιούργητου παρία που απέκτησε φήμη και πλούτη περιφρονώντας την καθεστηκυία τάξη και το «σύστημα», του παρανόμου που προσπάθησε να υποδυθεί τον ρόλο του κατά Hobsbawn κοινωνικού ληστή, ενός σύγχρονου Ρομπέν των Δασών, δηλαδή, που τα άρπαζε από τους πλούσιους για να τα δώσει (και) στους φτωχούς.
Ίσως, πάλι, να ήταν απλώς ένας στυγνός εγκληματίας με καλές δημόσιες σχέσεις και μπόλικη τύχη.