Στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα διαπραγματευτεί με τον Χίτλερ ή αν θα πολεμήσει εναντίον του.
Κι ενώ ο Τσόρτσιλ έχει κάνει κανονικό comeback, με τον Τζον Λίθγκοου στο Crown και τους Μάικλ Γκάμπον και Τζον Κοξ στις λονδρέζικες σκηνές, ο Γκάρι Όλντμαν κλέβει την παράσταση με ένα ολοζώντανο, παραδειγματικό πορτρέτο του μεγάλου Βρετανού πολιτικού που τοποθετείται χρονικά από τις ζυμώσεις για την ανάληψη της πρωθυπουργίας μέχρι τον αξέχαστο λόγο του από τα έδρανα της Βουλής, με τον οποίο παρέσυρε παθιασμένα τη χώρα σε έναν πόλεμο που μέχρι πριν από μερικούς μήνες κανείς δεν επιθυμούσε.
Αρχικά εξαφανισμένος μέσα στα προσθετικά υλικά του Ιάπωνα μετρ του κινηματογραφικού μακιγιάζ Καζουχίρο Τζούτζι, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ του Όλντμαν ξυπνάει από τις πρώτες του σκηνές, περίσκεπτος αλλά ποτέ αδρανής, για να μαζέψει τα επιχειρήματα και να πείσει, αστράφτοντας και βροντώντας, απέναντι σε φίλους και αντιπάλους.
Η ταινία Η πιο σκοτεινή ώρα πολύ συχνά γίνεται μάθημα Ιστορίας αναγκαστικά, αλλά ευτυχώς όχι καταχρηστικά, γιατί ο Τζο Ράιτ, ειδικός στον εκσυγχρονισμό έργων εποχής (εδώ και πραγματικών προσώπων και καταστάσεων), εφορμά με γρήγορο τέμπο και την κάμερα του Μπρινό Ντελμπονέλ, που κάνει εκπληκτική δουλειά στους φωτισμούς εσωτερικών χώρων και στους διαλόγους του σεναριογράφου Άντονι Μακάρτεν, και, αν εξαιρέσουμε την επινοημένη, υπερβολική σεκάνς σε ένα βαγόνι τρένου, με τον Τσόρτσιλ να συναντά τον απλό λαό για να αφουγκραστεί τον παλμό του, δίνει ανάσα και φόρτιση, έστω και τεχνητά, σε ένα βασικά θεατρογενές καλούπι.
Ωστόσο, παρά την ενεργητική σκηνοθεσία και την παρουσία ή, καλύτερα, πλαισίωση γνωστών ηθοποιών, με την Κλιμεντάιν της Κριστίν Σκοτ Τόμας να είναι περιέργως η πιο άσφαιρη από αυτές, ο Όλντμαν ηγείται του το show: μέσα από την άψογα στημένη κοντόχοντρη, χαρακτηριστική φιγούρα και το βαρύ make up, αναδύεται το διψασμένο βλέμμα ενός γεννημένου ηγέτη που καιροφυλακτεί και αρπάζει τις ευκαιρίες, εντοπίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες και εκμεταλλεύεται τα πολιτικά ξέφωτα, λες και ο Στάλιν, ο Δράκουλας, ο Σιντ και ο Σμάιλι που έχει υποδυθεί ο Βρετανός ηθοποιός κατασταλάζουν, περιέργως και ιδιοφυώς, στη συγκεκριμένη προσωπικότητα.
Και αν η παραπάνω υπόθεση δικαίως μπορεί να εκληφθεί ως ακροβατική ή σχήμα λόγου, η ικανότητά του να ανασυνθέτει τις λέξεις που ενέπνευσαν και να κινητοποιεί το συντακτικό της ελπίδας ως έναυσμα για επίθεση, ανατρέποντας το στωικό συλλογικό consensus για ειρήνη (προβλέποντας πως θα αποδεικνυόταν καταστροφικό για τη χώρα παρά τις νωπές μνήμες του τραυματικού Α' Παγκοσμίου Πολέμου), οφείλονται στο ταλέντο και τη μεθοδική απόδοση του Όλντμαν που κατάφερε να φωτίσει τις σκιές του νομπελίστα λογοτεχνίας, να βρει τις αμφιβολίες ενός τέρατος αυτοπεποίθησης και να βγάλει το χιούμορ στα δύσκολα, ποντάροντας σε μια αέναη εσωτερική πάλη. Άριστα και με θαυμαστικό!
σχόλια