Με την γκαλερί Bernier/Eliades συμβαίνει το εξής χαριτωμένο, αλλά πάντα παραλειπόμενο: στεγάζεται σε ένα παλιό σπίτι στο Θησείο, το οποίο εξωτερικά διατηρεί την παραδοσιακή όψη του που περιλαμβάνει κλασική ξύλινη δίφυλλη κύρια είσοδο, με μακρόστενο παράθυρο σε κάθε φύλλο της.
Η πόρτα είναι πάντα κλειστή και διαθέτει κουδούνι στο οποίο αναγράφεται κάθε φορά το όνομα του καλλιτέχνη που εκθέτει εντός.
Για τα λίγα δευτερόλεπτα που στέκεσαι μπροστά της, από τη στιγμή που θα χτυπήσεις το κουδούνι και μέχρι να σου ανοίξουν, μπορείς να κοιτάξεις μέσα από τα παράθυρα της πόρτας τα εκτιθέμενα έργα. Σε καταλαμβάνει τότε ένα είδος χαλαρής υπομανίας - μια σκανδαλιάρικη χαρά ότι δήθεν εμπλέκεσαι σε κάτι το λαθραίο, μια έξαψη σαν να κοίταζες μέσα από κλειδαρότρυπα.
Δεν είναι παρά μια ανούσια ανυπομονησία - ένα παιχνίδι του μυαλού σου με εσένα τον ίδιο, με σκοπό να διασκεδάσεις εκείνη την τόσο μικρή αναμονή.
Κι όμως, η εκάστοτε κλεφτή ματιά στα έργα που διακρίνονται από το παράθυρο της εξώπορτας μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας, γιατί συλλαμβάνει όλες τις πιθανές παρεξηγήσεις αυτού που βλέπεις.
Έτσι και με τα έργα της Χριστιάνας Σούλου: από την εξώπορτα της γκαλερί διέκρινες τις κορνίζες, τα τζάμια τους, πίσω τους τα χαρτιά, αλλά όχι τα ζωγραφισμένα σχέδια πάνω σε αυτά.
Κατά κάποιο τρόπο, αυτό μοιάζει λογικό να συμβαίνει. Η Χριστιάνα Σούλου είναι «διαβόητη» για το πόσο λεπτότεχνα είναι τα σχέδιά της. Κατά περιπτώσεις γίνονται και τόσο αχνά που δικαιούσαι να τα θεωρείς υπεραισθητά. Κι άλλα πάλι τα νομίζεις αιθεριώδη.
Γενικά, κυριαρχεί η αίσθηση ότι τα σχέδιά της έχουν πάντα και κάτι το άπιαστο - κάτι που από τη φύση του φαντάζει φευγαλέο. Και συγχρόνως υπάρχουν κάποιες άλλες γραμμές τους που σε πείθουν για το ακριβώς αντίθετο. Η χροιά και ο τόνος τους ικανοποιούν κάθε απαίτηση για ακρίβεια στην περιγραφή.
Παρά τη διεθνή καταξίωσή της, οι Έλληνες ομότεχνοί της συχνά αναφέρονται στο έργο της σαν κάτι το «παλαιικό» που βασίζεται στο σχέδιο - ένα μέσο «εξαντλημένο», το οποίο εκείνοι εγκατέλειψαν για να περάσουν σε ένα επόμενο επίπεδο. Ισχυρίζονται ότι το έργο της δεν είναι τέχνη για το σήμερα. «Σε αυτό ίσως έχουν δίκιο, γιατί είναι μάλλον τέχνη για το μέλλον», απαντά εκείνη.
Όλα αυτά τα μικροεπεισόδια επιμονής στην ακρίβεια, κατά μήκος μιας τέτοιας γραμμής, η αλληλουχία τους, η σειρά διαδοχής τους, το αβίαστο της μετάβασης από το ένα στο επόμενο είναι εκεί παρόντα, καθαρά, με δεινές εντάσεις, σχεδόν δεσποτικά να επιβάλλουν μια μονιμότητά τους.
Πρόκειται για το είδος της βεβαιότητας και της αυτοπεποίθησης που είχαν οι γραμμές των σχεδίων των μεγάλων μαστόρων της εποχής της Αναγέννησης. Όμως, χωρίς παρελθοντολατρεία.
Οι γραμμές της Σούλου είναι σφικτά προσδεδεμένες στο παρόν. Επιπλέον, επιβεβαιώνουν ότι αυτό που βλέπουμε σχεδιασμένο στο χαρτί είναι αυτό που εκ προμελέτης ήθελε να ζωγραφίσει και όχι κάτι που προέκυψε τυχαία.
Δεν υπάρχει αφηγηματική σειρά στα έργα που εκτίθενται σε αυτήν την έκθεση. Μπορεί όμως κάποιος να ανακαλύψει σχέσεις «εγκιβωτισμού» να συνδέουν κάποια μεταξύ τους. Παρουσιάζονται 39 έργα και από αυτά τα 9, που είναι σχέδια, συνιστούν τον κεντρικό κορμό της έκθεσης. Εμπνέονται από το βιβλίο «Ψυχή και Χορός» του Paul Valéry.
«Διαβάζοντάς το ξανά, εκ των υστέρων, διαπιστώνω ότι αυτή η έκθεση θα μπορούσε να είναι μια εικονογράφησή του», λέει η καλλιτέχνις, που συμπληρώνει επίσης ότι:
«Πρόκειται για ένα κείμενο με μορφή διαλόγων, όπου ο Σωκράτης συνομιλεί με τον Ερυξίμαχο και ο Valéry αναπτύσσει μέσω αυτού του διαλόγου την ιδέα ότι το βήμα της χορεύτριας στο χορό δεν είναι κάτι το απλό, παρά είναι μία κίνηση στην οποία εκείνη οφείλει να περιλαμβάνει όλη της τη ζωή και το θάνατο. Μέσα από την καλλιτεχνική της πράξη και προκειμένου να κατακτήσει την τελειότητα της κίνησης οφείλει να διαγράψει την πλήρη κυκλική τροχιά της ενέργειας που μεταμορφώνεται αέναα και που περιλαμβάνει το να ζει και να πεθαίνει – να αναλώνεται».
Οι «φωτεινές χορεύτριες» του Valéry και η αφοσίωσή τους στην τέλεια κίνηση που προϋποθέτει την ανάλωσή τους συνδέονται συναισθητικά με το «αείζωον πυρ» του Ηράκλειτου, δηλαδή, με την φωτιά, την οποία θεωρούσε το στοιχείο που βρίσκεται στον πυρήνα της πρώτης αρχής και καθώς μεταμορφώνεται επ' άπειρον παράγει την αέναη κίνηση και μεταβολή που είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την πραγματικότητα.
Εκτός από την αναφορά στο συγκεκριμένο βιβλίο του Paul Valéry, υπάρχει ακόμα μία στο λογοτεχνικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό κείμενο «Οι Μαριονέτες» του Heinrich von Kleist. Δεν περιέχεται μόνο στα έργα της που εκτίθενται τώρα, αλλά φαίνεται να συνοδεύει σταθερά ολόκληρη σχεδόν τη μέχρι τώρα δουλειά της.
Σχηματοποιώντας σε ακραίο βαθμό και μόνο χάριν συντομίας μερικά από τα θέματα που θέτει ο Kleist στις «Μαριονέτες» θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φυσική χάρη του ανθρώπου υπήρχε μόνο στην κατάσταση πλήρους αθωότητας, την οποία βίωνε ενόσω ζούσε ακόμα στον Παράδεισο.
Έκτοτε, αφού, δηλαδή, γεύτηκε τον καρπό του δένδρου της γνώσης, η συνείδηση που απέκτησε διαταράσσει τη φυσική χάρη του.
Το προαπαιτούμενο είναι, μέσω της τέχνης του χορού (στην οποία αναφέρεται ο Kleist στις «Μαριονέτες»), να διαφαίνεται η ψυχή σε ολόκληρο το σώμα, προκειμένου να αποδίδεται όσο το δυνατόν πληρέστερα η ανθρώπινη χάρη.
Εξαιτίας όμως της συνείδησης που έχει ο άνθρωπος τόσο για το που και πως μπορεί κατά τη βούλησή του να επενδύει το σώμα του με την ψυχή του, όσο και για το ότι είναι επίσης στην επιλογή του να ναρκισσεύεται, να παραδίδεται στην φιλαρέσκειά του και γενικότερα να ακκίζεται, η απόδοση της φυσικής χάρης του αποτυγχάνει παταγωδώς.
Γράφει ο Kleist στις «Μαριονέτες» για έναν επιδεικτικό χορευτή, τον νεαρό Φ, ότι ερμηνεύοντας τον Πάρι την στιγμή που ετοιμαζόταν να προσφέρει το μήλο της Έριδος στην Αφροδίτη, όλη η ψυχή του είχε συγκεντρωθεί στον αγκώνα του και αυτό συνιστούσε ένα θέαμα φρικτό.
Οι «χορεύτριες» στα έργα της Σούλου διεκδικούν να γλυτώσουν από μια τόσο ζοφερή και αυτοκαταστροφική γελοιοποίηση σαν αυτή του επιδεικτικού νεαρού Φ.
Επιθυμούν να ενσαρκώσουν την ιδανική ανθρώπινη κίνηση με την ψυχική τους ενέργεια διάχυτη σε ολόκληρο το σώμα τους. Βρίσκονται απελευθερωμένες από την δύναμη της βαρύτητας, σε διαρκή αιώρηση σε έναν χωροχρόνο που δεν κατονομάζεται ούτε απεικονίζεται.
«Ο περιβάλλων χώρος στα έργα μου δεν έχει σημασία», λέει η Χριστιάνα Σούλου και συνεχίζει: «Όμως, θεωρώ διαφορετική την έννοια του άδειου από εκείνη του κενού και πιστεύω ότι στα έργα μου ο χώρος είναι άδειος, επειδή διατίθεται στον θεατή για να προσθέσει ό,τι εκείνος φανταστεί και νιώσει ότι του επιβάλει η εικόνα.
»Εννοείται ότι κι εγώ γεμίζω αυτό τον χώρο με τον δικό μου τρόπο. Όμως δεν με ενδιαφέρει να τον προβάλω και κυρίως δεν με ενδιαφέρει να προβάλω την ψυχολογία που συνδέεται με το δικό μου σκηνικό αυτών των προσώπων».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτά τα έργα είναι ότι μερικές φιγούρες εμφανίζονται να φορούν μάσκα, για την οποία η Σούλου λέει ότι:
«Απελευθερώνει από τη συνείδηση της κίνησης του σώματος. Επίσης, σε βάζει αντιμέτωπο με μια ατέλειωτη σειρά ερωτημάτων σχετικά με το τι είναι και ποιο ρόλο παίζει ο εκάστοτε μασκοφόρος. Δίχως να υπάρχει απάντηση σε κανένα από αυτά. Η μάσκα παραμένει ένα διαιωνιζόμενο αίνιγμα. Αλλά χάρη σ' αυτό, η κίνηση της φιγούρας που φορά τη μάσκα απελευθερώνεται με τρόπο μαγικό.
»Η μάσκα ωστόσο δεν στέκεται ως υποκατάστατο του προσώπου, αλλά ως αναπλήρωσή του - είναι, εν ψυχρώ, ένα καινούργιο πρόσωπο. Δεν αποτελεί εμπόδιο στην απεικόνιση γιατί, ενώ κρύβει ένα πρόσωπο, αποδίδει πολύ πιο δυνατά τη φυσιογνωμία του.
»Η μάσκα ορίζει επίσης την εκκρεμή στιγμή του περάσματος από το πραγματικό στο όνειρο. Την είσοδο στο φανταστικό. Ο μασκοφόρος βρίσκεται αυτομάτως στο χώρο του ονείρου και της φαντασίας. Κι αυτό επιτρέπει μια άλλη αντίληψη της πραγματικότητας. Τη φωτίζει διαφορετικά, την ερμηνεύει και την επιδιορθώνει, μετριάζει την τραυματική της δύναμη, εξορκίζει τον τρόμο που προκαλεί η πραγματικότητα και κρύβει την πεζότητά της.
»Το πέρασμα λοιπόν στην φαντασίωση είναι ένας τρόπος για να αντέξει κάποιος την πραγματικότητα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα των λειτουργιών μιας μάσκας είναι το παπούτσι που χάρη στην κίνηση του ποδιού παραμορφώνεται και αποκτά τα χαρακτηριστικά του. Το παπούτσι είναι κάτι ανάλογο με τη νεκρική μάσκα - είναι η νεκρική μάσκα της περίφημης τέλειας κίνησης που εξυμνεί ο Paul Valéry στις "φωτεινές χορεύτριές" του».
Ανάλογη είναι η λειτουργία των ρούχων που φορούν οι φιγούρες στα σχέδια της Σούλου. Μοιάζουν να είναι ραμμένα για ήρωες παραμυθιού. Ωστόσο η ίδια διατείνεται ότι δεν είναι παρά αντικατοπτρισμοί της αύρας ανθρώπων που στην πραγματικότητα θα ήταν μάλλον ντυμένοι συμβατικά:
«Για παράδειγμα, το μπουφάν που μπορεί να φοράει κάποιος, θα μπορούσα να το δω ως πτέρωμα. Πρόκειται για μια δική μου φαντασίωση, αλλά θα είναι και πραγματικότητα, με την έννοια ότι εγώ το είδα πραγματικά να υπάρχει και να είναι αληθινό.
»Για μένα λοιπόν, είτε απέδιδα επακριβώς το μπουφάν, είτε το ζωγράφιζα ως πτέρωμα, θα ήταν το ίδιο ως προς την αλήθεια του πράγματος. Όμως το να το δώσεις διαφορετικά από ό,τι το βλέπουμε στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τι ήταν τελικά αυτό το μπουφάν. Αποκαλύπτει δηλαδή ότι ήταν ένα πτέρωμα».
Συγκεφαλαιώνοντας λοιπόν τις φωτεινές χορεύτριες που επιδιώκουν την τέλεια κίνηση που θα αποδίδει πλήρως τη θεία χάρη, τις μάσκες, τα παπούτσια -τα οποία τυχαίνει να φαίνονται σαν να έχουν τον πιο ύποπτο ρόλο- και τα ρούχα που μας υποδεικνύουν μια πιο «πραγματική» πραγματικότητα, μένει ένα τελευταίο στοιχείο για να συμπληρωθεί η διατύπωση του αινίγματος που συνιστούν οι φιγούρες στα έργα της Σούλου και το οποίο είναι ο αισθησιασμός τους.
Φαντάζει κάπως αυθύπαρκτος, σαν να υπάρχει μεν μαζί με τα υπόλοιπα, αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Ωστόσο, συνδέεται με το όλον.
«Ζωή και κίνηση χωρίς αισθησιασμό δεν υπάρχουν», λέει η καλλιτέχνις, «κι επειδή ζούμε σε μια εποχή που έχει εντελώς πολωθεί μεταξύ ενός απίστευτου πουριτανισμού και μιας εξίσου απίστευτης πορνογραφίας, χωρίς να υφίστανται ενδιάμεσες αποχρώσεις, εγώ μέσα από τη ζωή που υπερασπίζομαι και επιθυμώ, αδυνατώ να φανταστώ μια αποσύνδεση από τον αισθησιασμό. Είναι αυτός που φανερώνει όλες τις αισθήσεις που μπορεί να βιώσει κάποιος και τις οποίες εγώ επιδιώκω να απεικονίζω».
Και τώρα που το μυστήριο κατέκτησε την πλήρη και εκτενέστερη περιγραφή του, το αίτημα αυτών των έργων προς τους εν δυνάμει θεατές τους αναδιατυπώνεται:
«Να σταθούν για λίγο χωρίς να κινούνται διανοητικά και να κοιτάξουν τα έργα, με τον τρόπο που θα παρατηρούσαμε τα ματάκια ενός κάβουρα, που είναι σαν δυο μαύρα μπιλάκια, αλλά είναι και σαν να βλέπεις έναν ολόκληρο αστερισμό. Ας επιδιώξουν τη στιγμή στην οποία ο μικρόκοσμος γίνεται μακρόκοσμος.
»Δεν θα ήθελα με αυτό που λέω τώρα να αντιληφθεί κάποιος τα έργα μου ως μινιατούρες. Σίγουρα βέβαια, αποτελούν έναν κόσμο. Ο οποίος είναι υπαρκτός, είναι ένας κόσμος που έχω παρατηρήσει γύρω μου και υπάρχει».
Η Χριστιάνα Σούλου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται και σπούδασε στην Ecole Nationale Supérieure des Beaux Arts στο Παρίσι.
Είναι ίσως η μόνη Ελληνίδα καλλιτέχνις που εκπροσωπείται τόσο σταθερά και για μεγάλο χρονικό διάστημα από σημαντικές γκαλερί σε διεθνές επίπεδο (Sadie Coles στο Λονδίνο, Friedrich Petzel Gallery στη Νέα Υόρκη, Capitain Petzel στο Bερολίνο, Bernier/Eliades στην Αθήνα).
Συμμετείχε στην έκθεση Il Palazzo Enciclopedico στην 55η Μπιενάλε της Βενετίας και έχει κάνει ατομικές εκθέσεις σε Μουσεία και Κέντρα Εικαστικών Τεχνών στην Κολωνία, στο Παρίσι και στο Gateshead της Β. Αγγλίας κι ας σταματήσει εδώ αυτός ο απολογισμός, πριν τον μακρύ κατάλογο των συμμετοχών της σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις ανά τον κόσμο.
Ωστόσο, παρά τη διεθνή καταξίωσή της, οι Έλληνες ομότεχνοί της συχνά αναφέρονται στο έργο της σαν κάτι το «παλαιικό» που βασίζεται στο σχέδιο - ένα μέσο «εξαντλημένο», το οποίο εκείνοι εγκατέλειψαν για να περάσουν σε ένα επόμενο επίπεδο.
Ισχυρίζονται ότι το έργο της δεν είναι τέχνη για το σήμερα. «Σε αυτό ίσως έχουν δίκιο, γιατί είναι μάλλον τέχνη για το μέλλον», απαντά εκείνη και εξηγείται:
«Θεωρώ ότι το σχέδιο ανήκει στον τομέα της έρευνας και ότι αυτή η έρευνα -ακόμα και από την εποχή του da Vinci ή των Jean και François Clouet στην Γαλλική Αναγέννηση- ήταν έρευνα αιχμής όπως και σήμερα. Κι εγώ αυτό πιστεύω ότι κάνω σε όλη μου τη ζωή.
»Κάνω μία μελέτη. Μια έρευνα. Θεωρώ ότι κατά στιγμές ολοκληρώνεται και έτσι προκύπτουν τα έργα, αλλά και πάλι όλο αυτό εξακολουθεί να ανήκει στο φάσμα μιας έρευνας, μιας σπουδής πάνω στο σχέδιο.
»Κατά άλλα, θεωρώ ότι ισχύει αυτό που διατυπώθηκε αρχικά από τον Νίτσε και το επανάφερε ο Roland Barthes, λέγοντας ότι το να είσαι σύγχρονος απαιτεί μία απόσταση από το σήμερα, γιατί διαφορετικά, αν είσαι μέσα σ' αυτό και το κοιτάζεις, μπορεί να τυφλωθείς.
»Ο Barthes είπε ότι "σύγχρονος" (contemporary) γίνεται κάποιος που είναι "μη-επίκαιρος" (inactual). Χρειάζεται πάντα να παίρνεις μία απόσταση, ώστε το παρελθόν να έρθει και να ταυτιστεί με το σήμερα και κατά κάποιο τρόπο αυτό είναι η μόνη μέθοδος που εγγυάται για το μέλλον».
Μια αλήθεια για τη Χριστιάνα Σούλου που δεν είναι αρκετά γνωστή στο ευρύ κοινό είναι ο τεράστιος όγκος σημειώσεων που συνοδεύουν το έργο της και που δεν εκτίθενται σχεδόν ποτέ.
Πρόκειται για μια ασταμάτητη καταγραφή σκέψεων και ιδεών σχετικά με τη ζωγραφική της, ή αναφορών της σε αναγνώσματα και κάθε είδους άλλα ερεθίσματα.
Είναι σημαντικό ότι αυτή η καταγραφή γίνεται χειρόγραφα και με τον ίδιο τρόπο αναπαράγεται κάθε φορά που εκείνη επανέρχεται σε αυτές τις σημειώσεις, είτε για να τις συμπληρώσει, είτε για να τις τροποποιήσει.
Πέραν των όσων καταγράφουν, τα εν λόγω κείμενα έχουν και μία αξία ως εικαστικό έργο, που υπερβαίνει το γεγονός ότι είναι γραμμένα σε καλής ποιότητας χαρτί με όμορφα ισομεγέθη γράμματα.
Η άυλη υπόσταση αυτού του έργου λοιπόν, συνίσταται στη διαδικασία συγγραφής, αντιγραφής και γενικότερα καθαρογραφής αυτών των σημειώσεων, η οποία θυμίζει τις αντίστοιχες πρακτικές στα μοναστήρια του Μεσαίωνα πριν την ανακάλυψη της τυπογραφίας.
Πρόκειται για κάτι που παραπέμπει σε μια μορφή διαλογισμού, που υποστηρίζεται ήπια από τον κάπως πιο φυσικό και αργό ρυθμό της κίνησης του χεριού, που επιτρέπει στις σκέψεις να συναρθρώνονται χωρίς βιασύνη.
Γενικότερα όλα αυτά φανερώνουν τη σπουδαία σύνδεση που το έργο της Χριστιάνας Σούλου έχει με τις καλλιτεχνικές πρακτικές του φάσματος της εννοιολογικής τέχνης. Υπό αυτό το πρίσμα, τα σχέδια και η ζωγραφική της θα ήταν μόνο αντανακλάσεις του κύριου καλλιτεχνικού έργου της που θα ανήκε στον κόσμο των ιδεών.
Όταν της το επισημαίνει κάποιος αυτό, εκείνη δεν το αρνείται. Όμως συμπληρώνει: «Δεν θεωρώ ότι η ζωγραφική τελείωσε, γιατί η ζωγραφική για μένα είναι η ζωή».
Info:
«Χριστιάνα Σούλου»
Γκαλερί Bernier/Eliades
Επταχάλκου 11, Θησείο. Τηλέφωνο 210 3413936
Έως 2 Μαΐου 2018
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη - Παρασκευή: 10:30-18:30, Σάββατο: 12:00-16:00
Είσοδος ελεύθερη