Τίποτε δεν είναι πραγματικά νεκρό, αν το κοιτάξεις σωστά. Ο Ίβο βαν Χόβε απελευθερώνει τη ζωτική ενέργεια των κλασικών κειμένων στον 21ο αιώνα.
Αναζητά επίμονα τον πυρήνα τους και τα ανασυνθέτει επί σκηνής με όρους σημερινούς, συνυφασμένους με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Στόχος του δεν είναι η αποδόμηση ή η πρόκληση, αλλά η ανανέωση της παράδοσης, η ήττα της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος, η ανακάλυψη μιας νέας φόρμας που θα κινητοποιήσει τους θεατές να ερωτευτούν ξανά το κλασικό, να το βιώσουν ως απόλυτα σύγχρονο.
«Νομίζω πως αν ο Τενεσί Ουίλιαμς ή ο Άρθουρ Μίλερ ζούσαν σήμερα, θα επιθυμούσαν κάτι πρωτοποριακό» σχολιάζει σε συνέντευξή του στην «Guardian». «Αν απλώς αναπαράγεις αυτό που οραματίστηκαν στη δική τους εποχή, δεν θα έχει την ίδια δυναμική τώρα. Θέλω να πάω πέρα από τα όρια, ν' ανεβάσω την απόλυτη παράσταση... Αυτό είναι ένα όνειρο, φυσικά. Δεν θα υλοποιηθεί ποτέ».
«Δεν είμαι προβοκάτορας» δήλωνε πριν από μερικά χρόνια. «Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να βάζεις ως σκοπό σου την πρόκληση. Αντιθέτως, προσπαθώ να κοιτάζω στο βάθος των έργων και να σκέφτομαι πώς πρέπει να παρουσιαστούν στο σήμερα».
Ο εξηντάχρονος Βέλγος σκηνοθέτης συνιστά μια ασυνήθιστη περίπτωση πειραματιστή που κατέκτησε όχι μόνο τις εναλλακτικές σκηνές και τα «ψαγμένα» φεστιβάλ της Ευρώπης αλλά κατάφερε ταυτόχρονα να κερδίσει το ένα βραβείο μετά το άλλο για τις παραγωγές του στα πιο εμπορικά θέατρα της Αγγλίας και της Αμερικής.
Είναι σπάνιο φαινόμενο αυτό, ο καλλιτέχνης που διαγράφει διττή θριαμβευτική πορεία στα «εντός» και στα «εκτός», γοητεύοντας τόσο τους ανήσυχους θεατρόφιλους του Άμστερνταμ και της Αβινιόν όσο και το μαζικό κοινό του Μπρόντγουεϊ ή του Γουέστ Εντ.
Ξεκινώντας την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Ίβο βαν Χόβε ανήκει σε μια γενιά ταλαντούχων Βέλγων καλλιτεχνών, όπως η Αν Τερέζα ντε Κέερσμαεκερ και ο Γιαν Φαμπρ, που εισέβαλαν ορμητικά στο προσκήνιο των παραστατικών τεχνών με αφετηρία τους την Αμβέρσα. Τότε γνώρισε και τον εξίσου χαρισματικό σκηνογράφο του, τον Γιαν Βερσβέιβελντ, με τον οποίο διατηρεί επαγγελματική και ερωτική σχέση από το 1980.
Η πρώτη παράσταση στην οποία συνεργάστηκαν βασιζόταν σε κείμενο που είχε γράψει ο ίδιος ο Βαν Χόβε (Geruchten, δηλαδή «Φήμες»). Προσέλκυσε ελάχιστους θεατές, σήμανε όμως την αρχή μιας λαμπρής πορείας, σημαντικός σταθμός της οποίας αποδείχτηκε το 2001 η ανάληψη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή της Toneelgroep Amsterdam.
Πρόκειται για τη σημαντικότερη θεατρική ομάδα της Ολλανδίας, την οποία ο επιφανής σκηνοθέτης οδήγησε έκτοτε σε πρωτοφανή άνθηση, περιοδεύοντας μαζί τους ανά τον κόσμο.
Ανεξάρτητα από τους Toneelgroep όμως, ο Βαν Χόβε διαγράφει παράλληλα την ατομική του τροχιά, συνεργαζόμενος με θέατρα και οργανισμούς όπερας στις πιο ανεπτυγμένες πολιτιστικά χώρες του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η Comédie-Française επέστρεψε στην Αβινιόν μετά από 23 χρόνια απουσίας(!), ζήτησαν από τον Βαν Χόβε να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του θιάσου.
Η παράσταση που παρουσίασαν εκεί το 2016, οι Καταραμένοι, βασισμένη στο σενάριο της ομότιτλης ταινίας του Λουκίνο Βισκόντι, αποθεώθηκε ως «αριστούργημα».
Διακρίθηκε για την έξοχη χρήση του χώρου, της μουσικής και των τεχνικών μέσων, καθώς και για τις δυνατές, αβίαστες ερμηνείες συνόλου.
Αντί για την αναπαράσταση μιας πολυτελούς μεγαλοαστικής έπαυλης, ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος του προτίμησαν έναν «άδειο χώρο» με πορτοκαλί πάτωμα και μια τεράστια οθόνη LED, στην οποία προβάλλονταν λεπτομέρειες από τα πρόσωπα των ηθοποιών. Ένα μουσικό σύνολο έπαιζε ζωντανά «παρακμιακή» μουσική του Σένμπεργκ και του Μπεργκ.
Κάθε φορά που γινόταν ένας φόνος, τα φώτα της πλατείας άναβαν στο φουλ, ενώ το άψυχο σώμα τοποθετούνταν τελετουργικά σε ένα από τα έξι φέρετρα που καταλάμβαναν το αριστερό μέρος της σκηνής. Μόλις το φέρετρο σφραγιζόταν, οι θεατές έβλεπαν στην οθόνη τις εκφράσεις αγωνίας του «παγιδευμένου» σώματος.
Οι ίδιοι οι φόνοι δεν αναπαρίσταντο ποτέ ενώπιον των θεατών, με εξαίρεση τη Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (το ιστορικό τριήμερο μαζικών δολοφονιών των αντιπάλων του Χίτλερ το 1934).
Το κομμάτι αυτό παρουσιάστηκε ως ομοφυλοφιλικό αιματοβαμμένο όργιο που συνδύαζε ζωντανή και μαγνητοσκοπημένη δράση. Ο κριτικός της εφημερίδας «Le Monde» επαίνεσε την «πρωτόγνωρη σύζευξη επικού και δραματικού θεάτρου», καθώς και τον αριστοτεχνικό τρόπο ενσωμάτωσης κινηματογραφικών μεθόδων στη θεατρική πράξη.
«Η ιστορία των Καταραμένων είναι η αρνητική αντανάκλαση καθετί όμορφου και καλού που υπάρχει στον κόσμο» δήλωνε ο Βαν Χόβε σε συνέντευξή του στο site του Φεστιβάλ της Αβινιόν.
«Είναι η "άλλη πλευρά"... Η ιδέα ότι η οικονομική ευημερία είναι πιο σημαντική από την ευημερία της ανθρωπότητας, την ομορφιά των ανθρωπίνων σχέσεων, συνιστά ένα παράξενο φαινόμενο που με έλκει τρομερά να το παρακολουθήσω και να το περιγράψω».
Ο Σαίξπηρ, ο Ίψεν και ο Μίλερ
Η επικαιροποίηση της πολιτικής διάστασης των μεγάλων κειμένων στέκεται συχνά στο επίκεντρο της δουλειάς του διάσημου Βέλγου. Στην Αγγλία, εκεί όπου στέκονται με δυσπιστία απέναντι στους «ριζοσπαστικούς» σκηνοθέτες, γοήτευσε το κοινό, όταν το 2009 παρουσίασε έναν εξάωρο μαραθώνιο με τις λεγόμενες «ρωμαϊκές» τραγωδίες του Σαίξπηρ –Κοριολανός, Ιούλιος Καίσαρ, Αντώνιος και Κλεοπάτρα–, έτσι όπως οι Άγγλοι δεν τις είχαν ξαναδεί.
Ο σκηνοθέτης μετέτρεψε τον ζοφερό κόσμο της εξουσίας, της ίντριγκας και της προδοσίας σε ένα multimedia υπερθέαμα: «Όλη η ζωή είναι μια παράσταση, μια διαρκής, σχεδόν οπερατική σαπουνόπερα που εκτυλίσσεται σε μια αίθουσα συνεδρίων γεμάτη με οθόνες τηλεόρασης, φυτά, μπεζ καναπέδες και τραπέζια που εκπέμπουν την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή θα δοθεί μια συνέντευξη Τύπου» σχολίαζε η Λιν Γκάρντνερ.
Η κριτικός επαινούσε τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης κατάφερε να κάνει το κοινό να αισθανθεί ότι συμμετέχει στη δράση, πως ήταν δηλαδή οι ανώνυμοι πολίτες της Ρώμης.
«Ο Ίβο βαν Χόβε επινοεί εκ νέου αυτές τις τραγωδίες [...] δημιουργώντας όχι μόνο την εντύπωση ότι ο Σαίξπηρ είναι σύγχρονός μας αλλά ότι ολοκλήρωσε τη συγγραφή των κειμένων του μόλις σήμερα το πρωί».
Η διαπεραστική ματιά του Βαν Χόβε αναζητά πάντα την ουσία, αφαιρώντας καθετί περιττό, κάθε «φιοριτούρα». Ανεβάζοντας πριν από δύο χρόνια την Έντα Γκάμπλερ στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, εξόρισε από το θεατρικό τοπίο τους κορσέδες και τα φυτά σαλονιού και τοποθέτησε την ηρωίδα –ξυπόλυτη, φορώντας μόνο ένα νεγκλιζέ– σ' έναν χώρο γυμνό, λευκό, ψυχρό, απόλυτα εστέτ, με μερικές χρυσές «ανταύγειες» στον φωτισμό κι ένα παλιό πιάνο να δεσπόζει στα δεξιά της σκηνής.
Η σκηνοθεσία εστίασε στη δαιμονική πλευρά μιας γυναίκας που αποφασίζει να σπάσει τα δεσμά της μικροαστικής υποκρισίας που την πνίγει: «Η απελπισία την έχει ξεπλύνει. Είναι εθισμένη στην αηδία» σημείωνε χαρακτηριστικά η Σουζάνα Κλαπ του «Observer» για την ερμηνεία της Ρουθ Γουίλσον.
Εξίσου λιτό, διαπεραστικό και έντονο αποδείχτηκε το ανέβασμα του έργου Ψηλά από τη γέφυρατου Άρθουρ Μίλερ, το 2014. Οι κριτικοί σχολίαζαν ενθουσιασμένοι τον τρόπο με τον οποίο ο Βέλγος σκηνοθέτης «έβαλε φωτιά» σ' ένα κείμενο που νομίζαμε πως το ξέραμε καλά, το είχαμε τακτοποιήσει στα συρτάρια της ευαισθησίας μας και δεν περιμέναμε πλέον να μας χαρίσει καμία έκπληξη.
Το διάβασε ως μια κλειστοφοβική ιστορία, με τους ήρωες παγιδευμένους μέσα σε ένα «τετράγωνο» (ένα «ρινγκ του μποξ» ή ένα «κελί φυλακής» το χαρακτήρισαν), όπου τα σώματα και οι επιθυμίες τους συγκρούονται, γεννώντας αρχέγονα πάθη.
Ανασταίνοντας τον Λάζαρο
Το 2015, όταν ο Ίβο βαν Χόβε έλαβε ένα μέιλ που τον καλούσε ν' αναλάβει το νέο πρότζεκτ του Ντέιβιντ Μπάουι, θεώρησε ότι επρόκειτο για φάρσα. Ο Λεπτός Λευκός Δούκας βρισκόταν τότε ακόμη εν ζωή.
«Δεν το πίστεψα» δήλωνε αργότερα ο Βέλγος καλλιτέχνης στους «New York Times». «Νόμισα ότι ήταν ένα από αυτά τα κόλπα που κάνουν οι ηθοποιοί στον υπολογιστή μου για να με πειράξουν».
Στην πορεία, βέβαια, αποδείχτηκε πως το μέιλ ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Όταν οργανώθηκε η συνάντηση με τον Μπάουι, ο Βαν Χόβε προσπάθησε «να μην είναι αγχωμένος, αλλά φυσικά ήμουν πάρα πολύ» — o Μπάουι ήταν πάντα ένα από τα ινδάλματά του.
Το «Lazarus» ανέβηκε στο New York Theatre Workshop και ήταν κάτι σαν σίκουελ της ταινίας του Νίκολας Ρεγκ Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη, στην οποία ο νεαρότατος τότε Μπάουι είχε δημιουργήσει την αλλόκοτη και γοητευτική περσόνα του εξωγήινου Τόμας Νιούτον.
Στο μιούζικαλ –γεμάτο με τα υπέροχα τραγούδια του Μπάουι– συναντούμε και πάλι τον Νιούτον, ο οποίος έχει παραμείνει στη Γη, «με το μυαλό του ποτισμένο στο αλκοόλ, στοιχειωμένος από μια παλιά αγάπη», όπως δήλωνε ο Βαν Χόβε.
Η υποδοχή στάθηκε αμφιλεγόμενη, ειδικά όσον αφορούσε την κατανόηση της ιστορίας («εύχομαι καλή τύχη σε όποιον θεατή καταφέρει να ακολουθήσει το νήμα της πλοκής» έγραφε ένας κριτικός για το λιμπρέτο του Έντα Γουόλς), αν και το περιοδικό «Rolling Stone» διακήρυττε την απόλυτη επιτυχία του εγχειρήματος:
«Επί της ουσίας, το Lazarus είναι ένας δίωρος διαλογισμός για τη θλίψη και τη χαμένη ελπίδα, διαθέτει όμως τόσες εξωφρενικές ανατροπές, που δεν σε αφήνει ποτέ να πλήξεις»: άνθρωποι διαπερνάνε τοίχους από γάλα, ιδιόρρυθμες γυναίκες μυρίζουν τα εσώρουχα των άλλων, νεαρές γκέισες, έφηβα φαντάσματα και ταλαιπωρημένοι θαμώνες κλαμπ εισβάλλουν ανά περιόδους στη σκηνή συνθέτοντας το ασυνήθιστο ψυχολογικό τοπίο του κεντρικού ήρωα.
Τον ρόλο του Νιούτον υποδύθηκε ο Μάικλ Σ. Χολ, γνωστός από τη σειρά «Dexter», ο οποίος συνέλεξε εξαιρετικά θετικές κριτικές, τόσο για τις υποκριτικές όσο και για τις φωνητικές του ικανότητες.
Το σινεμά γίνεται θέατρο
Ο Ίβο βαν Χόβε επιδεικνύει επίσης σταθερό ενδιαφέρον για τη θεατρική μεταφορά κλασικών ευρωπαϊκών ταινιών. Εκτός από τους Καταραμένους, έχει παρουσιάσει τρία ακόμη έργα του Βισκόντι: τον Ρόκο και τ' αδέρφια του (2009), το Λυκόφως των θεών (2011) και τους Διαβολικούς Εραστές (2016).
Επίσης, το Antonioni Project (2008), βασισμένο στην περίφημη «τριλογία της αποξένωσης» του Ιταλού μετρ (Η Περιπέτεια, Η Νύχτα, Η Έκλειψη), το Θεώρημα του Παζολίνι (2009), τη Νύχτα Πρεμιέρας, τα Πρόσωπα (2005) και τους Συζύγους (2012) του Τζον Κασσαβέτη.
Χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Βαν Χόβε είναι πως χρησιμοποιεί πάντοτε ως σημείο αφετηρίας τα σενάρια των αντίστοιχων ταινιών και όχι το τελικό δημιούργημα, αποφεύγοντας έτσι κάθε προσπάθεια «μίμησης».
Ιδιαίτερη αδυναμία επιδεικνύει στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: το 2005 ανέβασε το Σκηνές από έναν γάμο, το 2009 το Κραυγές και ψίθυροι, ενώ το 2012 το Μετά την πρόβα και την Περσόνα, ένα δίπτυχο με κοινό άξονα τη σχέση τέχνης και ζωής, φαντασίας και πραγματικότητας, το οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (1-3 Ιουνίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).
«Το Μετά την πρόβα, επειδή μας είναι λιγότερο οικείο και επειδή αφορά την ίδια τη φύση του θεάτρου, αφήνει ένα σαφώς ισχυρότερο αποτύπωμα από τη μάλλον κοπιώδη προσπάθεια του Βαν Χόβε να αιχμαλωτίσει εκ νέου την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της Περσόνας» σημειώνει ο Μάικλ Μπίλνγκτον στην κριτική του.
Να σημειωθεί τέλος ότι, εκτός από τον χώρο του θεάτρου, ο Βαν Χόβε διαπρέπει και στον κόσμο της όπερας, ένα είδος με το οποίο ασχολείται ήδη από το 1999, όταν ανέβασε τη Λούλου του Άλμπαν Μπεργκ. Έκτοτε συνεργάζεται με κορυφαίες ευρωπαϊκές σκηνές, στις οποίες παρουσιάζει έργα των Μότσαρτ, Βάγκνερ, Βέρντι, Γιάνατσεκ και άλλων μεγάλων συνθετών.
Το 2014 σκηνοθέτησε στο Teatro Real την παγκόσμια πρεμιέρα του Brokeback Mountain, νέας όπερας που βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Άνι Πρου –γνωστό σ' εμάς από την κινηματογραφική μεταφορά του διά χειρός Ανγκ Λι– σε μουσική Τσαρλς Γουόρινεν.
Ο Βαν Χόβε επιμένει ότι δεν αποσκοπεί στην πρόκληση. «Δεν είμαι προβοκάτορας» δήλωνε πριν από μερικά χρόνια. «Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να βάζεις ως σκοπό σου την πρόκληση. Αντιθέτως, προσπαθώ να κοιτάζω στο βάθος των έργων και να σκέφτομαι πώς πρέπει να παρουσιαστούν στο σήμερα».
Φανατική θαυμάστριά του δηλώνει και η Κέιτ Μπλάνσετ. «Το έργο του είναι μοναδικό, ωμό, σοκαριστικό, αιφνιδιαστικό, ξεκαρδιστικό –όλα όσα θέλεις να είναι μια θεατρική εμπειρία – και δεν δειλιάζει μπροστά στο άσχημο ή στο βλάσφημο» σχολιάζει η διάσημη ηθοποιός στο site της Toneelgroep Amsterdam.
Φλογερός μινιμαλιστής, ακούραστος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, λάτρης των σπουδαίων συγγραφέων και σκηνοθετών του σινεμά, αμφιλεγόμενος και ερεθιστικός, ο Ίβο βαν Χόβε συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση επιτυχημένου δημιουργού που καλεί διαρκώς τη φαντασία μας στα άδυτα του συναρπαστικού κόσμου του.
Info:
Toneelgroep Amsterdam - Ivo van Hove
Μετά την πρόβα - Περσόνα / διασκευές έργων του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
1-3 Ιουνίου, 21:00
Διάρκεια: 150' (με 20' διάλειμμα)
Με ελληνικούς υπέρτιτλους