Γεννήθηκα στον Σοχό Θεσσαλονίκης το 1951, έτος Γάτας κατά τους Κινέζους. Την ηλικία μου δεν την κρύβω αλλά και δεν την πιστεύω. Δεν καίγομαι πια να την πιστέψω, παρότι την έχω αποδεχτεί, τι περίεργο. Πρόλαβα πράγματα, ακούσματα από μια κοινωνία αγροτική, όπως θα ήταν και πριν από πεντακόσια χρόνια. Κάποια στιγμή άρχισαν όλα να αλλάζουν, έπρεπε όμως να περάσουν καναδυό δεκαετίες για να γίνει αντιληπτό, να το χωνέψουμε. Τώρα οι αλλαγές είναι ραγδαίες και, συχνά, αδυσώπητες. Καταπίνουμε σπαθιά αντί να ανασαίνουμε σαν άνθρωποι. Δεν το ζηλεύω αυτό το πράγμα. Ωστόσο, πάντα μένει μια παράδοξη ελπίδα στο βάθος. Μπορεί να είναι κι απόγνωση που τελεί χρέη ελπίδας.
Συνέβη ν’ αρχίσω να γράφω από μικρή, έκανα τι έκανα, όλο εκεί ο νους μου, μα σημασία έχει ότι δεν επρόκειτο για ένα παροδικό βασανάκι των παιδικών κι εφηβικών χρόνων. Κι ενώ το πρώτο βιβλίο δεν το έβγαλα παρά στα 33 μου, ψυχανεμίστηκα από αρκετά νωρίς ότι αυτός είναι ο δρόμος μου. Από μικρή στο αμάρτημα, λοιπόν, αλλά στην αγορά αφού γεύτηκα την πρώτη ωριμότητα. Με ρωτούν καμιά φορά πώς νιώθω που έγινα γνωστή και τέτοια. Δεν ξέρω, δεν μοιάζει να με απασχολεί, σαν να ήταν πάντα έτσι. Δεν ξιπάστηκα ούτε για πέντε λεπτά, μπορώ να το πω άφοβα. Ζω με πολλά πρόσωπα στο κεφάλι μου, φαντάσματα, πώς το λένε, εμμονές, αγωνίες, ενδόμυχες θύελλες και προσωρινούς θανάτους μέχρι να βγάλω μια παράγραφο που να με ικανοποιεί. Όλα μαύρα και αντίμαυρα, και ξαφνικά ένα ουράνιο τόξο. Και ξανά όλα μαύρα και ξανά ένα αίσθημα δικαίωσης. Μια βιβλική ρουτίνα η συγγραφή, δεν θα την άλλαζα με τίποτα.
«Πέρυσι με πλησίασε μια κοπέλα, λίγο τρακαρισμένη, και με ρώτησε αν είμαι όντως η αδελφή της Ζυράννας Ζατέλη. Είχα πάειστην παρουσίαση του βιβλίου ενός φίλου, ο οποίος θεώρησε καλό να κάνει πλάκα και να πει πως έχουμε εδώ και την αδελφή της Ζ.Ζ., η ίδια δεν μπορούσε να έρθει. Είστε στ' αλήθεια η αδελφή της, με ρώτησε η κοπέλα, πώς γίνεται; Γιατί πώς γίνεται, της λέω, εκείνη γράφει, εγώ εμφανίζομαι - τη δένουμε, τη δέρνουμε να κάθεται να γράφει, πού το παράξενο».
Κι όμως, τίποτα σαν τα αγριολούλουδα, τίποτα σαν το βλέμμα ενός ζώου. Αγαπώ τα ζώα γι’ αυτό που είναι, κι αυτό που είναι έχει κατά πολύ να κάνει με το ότι δεν έχουν ιδέα από χρήμα, από κέρδος. Όπως και τα πολύ μικρά παιδιά. Φαντάζομαι ένα πουλί να περνάει κάθε τόσο από πάνω μας, αφήνοντας μια περίεργη, νηφάλια κραυγούλα: Αχ άνθρωποι, άνθρωποι...
Δεν τρώω κρέας από πολλά χρόνια, μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω αυτήν τη μαγειρεμένη σάρκα από το ζωάκι που ήταν ως χθες, αν και δεν υψώνω δάχτυλο προς αυτούς που το τρώνε. Σκανδαλίζομαι όμως με τη φυσικότητα που μπήγουν τα μαχαιροπίρουνά τους εκεί, με την απουσία κάθε συναίσθησης. Πόσο πιο ευγενείς οι αρχαίοι Ινδιάνοι, που γονάτιζαν και ζητούσαν συγγνώμη από το ελάφι που σκότωσαν για να επιβιώσουν. Σήμερα η επιβίωση, για μια συντριπτική πλειονότητα, μεταφράζεται σε παχυσαρκία και πλεονεξία. Αυτά δεν είναι σοβαρά.
Άκουσα κάποτε μια κουβέντα από τον αδελφό μου, που συχνά τη σκέφτομαι: «Όταν δεν φαλτσάρει το μυαλό είναι ν’ απορείς, όχι όταν φαλτσάρει». Τελικά, εκεί που φτάσαμε ως ανθρωπότητα, με τις τόσες προόδους στην ιατρική, στο ένα, στο άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ποτέ τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Και ποτέ χειρότερα ίσως. Ακατάλυτες αντιφάσεις.
Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον το αντίθετο από αυτό που λέμε αστικό ή μικροαστικό. Έφυγα νωρίς από το σπίτι, μετά το γυμνάσιο, ταξίδεψα κυνηγώντας χιμαιρικούς έρωτες ή και πραγματικούς ενίοτε, γύρισα, ξανάφυγα, μάτωσα, ξεμάτωσα, μα πάντα τούς έγραφα πως είμαι καλά, πολύ καλά. Και παρότι τα ‘πιαναν όλα στον αέρα, ποτέ δεν με ζόρισαν με ερωτήσεις. Οι γονείς μου δεν πήραν σχεδόν χαμπάρι τη συγγραφική μου ιδιότητα. Κάτι έφτανε στο αυτί τους και μάλλον δεν τους ερχόταν άσχημα, μα ως εκεί, όχι πολλά-πολλά. Μια μέρα ο πατέρας μου με ρώτησε: «Δηλαδή, μπαίνουν άνθρωποι στα μαγαζιά, δίνουν λεφτά και παίρνουν το βιβλίο σου;». Ναι, του λέω. «Ε, μπράβο», μου κάνει κι αυτό ήταν όλο. Πέθανε ενόσω έγραφα τους Λύκους. Η μάνα μου πάλι τόλμησε να μου ζητήσει μια μέρα να της φέρω, αν θέλω, να διαβάσει κι αυτή κανένα βιβλίο μου. Άσε τώρα, μαμά, της λέω, είναι μικρά τα γράμματα, οι προτάσεις μεγάλες, θα κουραστούν τα μάτια σου. Και το δέχτηκε, δεν επέμεινε. Της πήγαινα στα γεράματά της να διαβάζει παραμύθια για παιδιά, και για να δείξει ότι εκτιμάει το δώρο μου, τα διάβαζε και μετά μου τα διηγιόταν. Έβαζε και δικά της μέσα, από φαντασία δεν υστερούσαμε. Πέθανε εφτά χρόνια μετά τον πατέρα μου.
Αυτή η γυναίκα, ταπεινή καθ’ όλα, της Δ’ Δημοτικού, είχε μια σπάνια σκέψη, που μόνο στα γράμματά της προς εμένα διαφαινόταν. Τα οκτώ τελευταία χρόνια της ζωής της δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι, είχε μια πάθηση στη μέση, την κύκλωνε γενικώς και μια μελαγχολία, και σε μια από τις επισκέψεις μου την άκουσα να μονολογεί, κοιτώντας από το παράθυρο: «Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν». Έμεινα άφωνη. Μπορεί και να το διάβασε κάπου, μα δεν νομίζω, ήταν δικό της, πολλά τέτοια έλεγε.
Ο πατέρας μου άνοιξε κινηματογράφο στον Σοχό από το 1952, πρωτοφανές για ορεινή επαρχία τότε. Ήταν κι αυτός ένας ιδιόρρυθμος κανονικός άνθρωπος. Τελειομανής, αφηρημένος, αυστηρός, με έφεση στο χιούμορ, και, ει δυνατόν, να φοράει τη γραβάτα του κι όταν πήγαινε στα χωράφια. Είχε άλλη για γάμους και άλλη για κηδείες, που τις μπέρδευε καμιά φορά. Έμπορος κατά τα άλλα, με μπακάλικο και ξυλαποθήκη, εκτός από το σινεμά. Στα χωράφια ερχόταν μάλλον για να επιβλέπει, να μας βάζει να χαλάμε μια αράδα και να την ξανασπέρνουμε απ’ την αρχή, αν του φαινόταν λίγο στραβή ή πρόχειρη. Και αγαπούσε πολύ τα ζώα. Αυτό κυρίως μας άφησε ως κουλτούρα. Να αγαπάμε τα ζώα, να περπατάμε πολύ και να τρώμε με μέτρο. Οι παραπάνω πιρουνιές, έλεγε, είναι μαχαιριές. Μη φανταστείτε, βέβαια, κάποιον Γκάντι, ήταν καλοζωιστής ο άνθρωπος. Απλώς του άρεσε να σπρώχνει το πιάτο του πριν χορτάσει, γιατί τότε, έλεγε, θα ‘χει βαρυστομαχιάσει. Σοφόν το σαφές.
Πέρυσι με πλησίασε μια κοπέλα, λίγο τρακαρισμένη, και με ρώτησε αν είμαι όντως η αδελφή της Ζυράννας Ζατέλη. Είχα πάει στην παρουσίαση του βιβλίου ενός φίλου, ο οποίος θεώρησε καλό να κάνει πλάκα και να πει πως έχουμε εδώ και την αδελφή της Ζ.Ζ., η ίδια δεν μπορούσε να έρθει. Είστε στ’ αλήθεια η αδελφή της, με ρώτησε η κοπέλα, πώς γίνεται; Γιατί πώς γίνεται, της λέω, εκείνη γράφει, εγώ εμφανίζομαι - τη δένουμε, τη δέρνουμε να κάθεται να γράφει, πού το παράξενο. Απομακρύνθηκε κάπως ανήσυχη, μοιρασμένη στα δύο: να το πάρει στα σοβαρά; να γελάσει; Κάμποσο καιρό μετά με σταματάει ένας γνωστός στον δρόμο και μου λέει ότι άκουσε κάποιον να λέει ότι γνώρισε την αδελφή της Ζατέλη. Μα εγώ είμαι η αδελφή της, του λέω, γιατί πάτε να με μπερδέψετε;
Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έστειλα μια επιστολή στα ΝΕΑ, σε έναν επιφανή τότε δημοσιογράφο, παρακαλώντας τον να τη δημοσιεύσει. Ζητούσα εκεί έναν μεγαλόψυχο άνθρωπο, έναν μαικήνα ας πούμε, που να με ενισχύσει οικονομικά, στοιχειωδώς, όχι μεγάλα πράγματα, για να αφοσιωθώ στο γράψιμο χωρίς το άγχος του κατοστάρικου. Υπέγραφα ως «Ραμάνθις Ερέβους» και περίμενα τηλεφώνημά του - είχα δώσει το τηλέφωνο ενός φίλου, δικό μου δεν είχα. Κάποια μέρα με πήρε για να μου πει ότι κατανοεί μεν το ζήτημά μου, αλλά δεν μπορεί να δημοσιεύσει το γράμμα διότι θα περιέπιπτε, λέει, στον νόμο περί μαστροπείας. Άκου τώρα τρελό. Λίγα χρόνια μετά έστειλα στον δημοσιογράφο την Περσινή Αρραβωνιαστικιά και στην αφιέρωση έβαλα σε παρένθεση και το «Ραμάνθις Ερέβους», μα, αν του θύμισε κάτι αυτό ή όχι, δεν το γνωρίζω. Είναι πια στους ουρανούς ο άνθρωπος, πάει καιρός. Πάντως, έγραψε τότε μια καλή κριτική για το βιβλίο.
Δεν είναι και πολλά χρόνια που, μισακούγοντας να μιλούν στο ραδιόφωνο για τον Nikkei στο Τόκιο, νόμιζα ότι εννοούν τον Νικ Κέιβ! Τόση ασχετοσύνη, κι αν θέλετε το πιστεύετε. Σκάλωνα προφανώς στον ήχο της λέξης -Νικέι, Νικ Κέιβ- κι άφηνα τα άλλα. Κι απορούσα τι δουλειά μπορεί να έχει κάθε τόσο ο Νικ Κέιβ με το Τόκυο. Το ίδιο πάνω-κάτω κι όταν άκουγα γενικώς για χρηματιστήρια, για μετοχές, ομόλογα, φούσκες. Δεν καταλάβαινα πώς λειτουργεί όλο αυτό το «λεξιλόγιο», ήταν κινέζικα για μένα. Τώρα τελευταία άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, να τα παρακολουθώ όσο γίνεται, αλλά και πάλι αδυνατώ να τα εννοήσω πραγματικά, να τα εξηγήσω. Εξήγηση υπάρχει βέβαια για το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, μα δεν αρκεί αυτό για τη θεραπεία. Και να θεραπευτούμε δηλαδή, πάλι από δω θα το πάμε, από κει θα το φέρουμε για να ξανανοσήσουμε, να ξαναθρέψουμε αποστήματα. Είναι ο παραλογισμός της μοίρας μας, τι να πω, του έλλογου είδους στο οποίο, υποτίθεται, ανήκουμε.
Το βαθύ βούρκωμα το έπαθα με την είδηση ότι λιώνουν οι πάγοι στην Αρκτική. Και γιατί λιώνουν οι πάγοι, από δικό τους καπρίτσιο; Πόσες ελπίδες, λοιπόν, να ‘χουμε μέσα στην έρμη υπεροχή μας, πώς να μη φτάσουμε στο σημερινό φονικό αλαλούμ μεταξύ μας; Καθόλου δεν μου αρέσουν οι οδυρμοί και τα κηρύγματα, οι ηθικολογίες, μα δεν μπορώ να μη σκέφτομαι κάτι που είπε, σε ανύποπτο χρόνο, ο Κοσμάς ο Αιτωλός: «Οι άνθρωποι θα πεθάνουν επειδή δεν θ’ αγαπούν πια τα δέντρα».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 3.8.2012
σχόλια