Ο Λεβόν Μπογιατζιάν, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του περίφημου Αρμενο-αιγύπτιου φωτογράφου Van Leo, γεννήθηκε στο Τζιχάν ανατολικά των Αδάνων στην Κιλικία το Νοέμβριο του 1920. Όταν ξέσπασε ο διωγμός των Αρμένιων από τους Τούρκους καθώς ο πατέρας του εργαζόταν στη Γερμανικών συμφερόντων Bagdad Railway Company η οικογένεια του δεν διώχτηκε, κι έτσι γονείς και παιδιά σώθηκαν από τις σφαγές και τις κάθε είδους εξοντώσεις της πρώτης γενοκτονίας του 20ουαιώνα. Το 1924 οι Μπογιατζιάν κατάφεραν να αποδράσουν στην Αίγυπτο όπου ξεκίνησαν μια νέα ζωή όπως χιλιάδες ομοεθνής τους του Καΐρου.
Η απόφαση του δεκαοκτάχρονου Λεβόν να σπουδάσει στο περίφημο American University in Cairo δεν αποδείχτηκε καλή ιδέα, και προς απογοήτευση του πατέρα που περίμενε από εκείνον κάποιου είδους «σοβαρή» καριέρα, ο ίδιος επέλεξε να εγκαταλείψει τις σπουδές. Αντί αυτού πήγε δίπλα στο φωτογράφο Βαρζαμπεντιάν -οι Αρμένιοι κυριαρχούσαν στο επάγγελμα της φωτογραφίας-, να μάθει την τέχνη. Σύντομα μεταπήδησε στο ακόμα πιο γνωστό Venus Studio. Ο ιδιοκτήτης και φωτογράφος Αρτινιάν αναγνώρισε στον νεαρό του εκπαιδευόμενο τη μεγάλη του φιλοδοξία και το ταλέντο, με αποτέλεσμα να του απαγορεύει την είσοδο στο σκοτεινό θάλαμο πιστεύοντας ότι έτσι θα προστάτευε τα μυστικά του. Δεν είχε προφανώς υπολογίσει την εμμονή στην τελειότητα που ο δαιμόνιος Λεβόν θα κατακτούσε σύντομα και που θα τον ανήγαγε σε έναν καλλιτέχνη της φωτογραφίας- μοναδική περίπτωση της εποχής του στη Μέση Ανατολή.
Από εκεί πέρασε όλο το Κάιρο: σταρ του σινεμά, σκηνοθέτες, διάσημοι τραγουδιστές, κυρίες της καλής κοινωνίας, συγγραφείς, διανοούμενοι, Αιγύπτιοι και ξένοι. Ολόκληρος ο κοσμοπολιτισμός μιας εποχής που σε μερικά χρόνια θα χανόταν, καταγράφηκε μέσα από το φακό του Van Leo.
Το 1941 ανοίγουν με το μεγαλύτερο του αδελφό Άντζελο φωτογραφικό στούντιο στο σαλόνι του σπιτιού τους, ενώ μετέτρεψαν το μπάνιο σε εμφανιστήριο. Οι πρώτοι πελάτες τους ήταν χορεύτριες του καμπαρέ και φερέλπιδες ηθοποιοί. Σύντομα ακολούθησαν βρετανοί αξιωματικοί, δημοσιογράφοι, στρίπερ, διανοούμενοι, πασάδες, αλλά και πρωταγωνιστές του θεάτρου και του κινηματογράφου καθώς η φήμη των δύο αδελφών ανέβαινε σταθερά. Το ποιο από τα δύο αδέλφια ήταν πίσω από τις περισσότερες δουλειές παραμένει κάπως θολό αλλά ο Λεβόν απέδειξε από νωρίς μεγάλη ευαισθησία και καθώς λάτρευε το Χόλυγουντ, τη λάμψη των μεγάλων σταρ και τη θεατρικότητα των εκφράσεων και τα κινηματογραφικά ντεκόρ, επέμενε ιδιαίτερα στη λεπτομέρεια και στο φόντο, δημιουργώντας κάθε φορά διαφορετικό σκηνικό για τα μοντέλα του. Τα αδέλφια έμειναν μαζί μέχρι το 1947 μέχρι που ο Λεβόν, έχοντας πια υιοθετήσει το ψευδώνυμο του, αναγραμματισμός του πραγματικού του ονόματος, και έχοντας αποκτήσει υπογραφή που μετρούσε, άνοιξε το δικό του στούντιο επί της κεντρικής οδού Φουάντ νούμερο 7. Από εκεί πέρασε όλο το Κάιρο: σταρ του σινεμά, σκηνοθέτες, διάσημοι τραγουδιστές, κυρίες της καλής κοινωνίας, συγγραφείς, διανοούμενοι, Αιγύπτιοι και ξένοι. Ολόκληρος ο κοσμοπολιτισμός μιας εποχής που σε μερικά χρόνια θα χανόταν, καταγράφηκε μέσα από το φακό του Van Leo.
Το διάστημα 1941 - 1943 που πειραματιζόταν με το φως, τις γωνίες λήψης, τις εκφράσεις του προσώπου, όλα εκείνα που θεωρούσε τα βασικά του φωτογραφικού πορτρέτου, δούλεψε πολύ με τον ίδιο του τον εαυτό. Δημιούργησε περί τα 400 με 500 αυτο-πορτρέτα που σήμερα αποδεικνύουν ότι ο Van Leo πρωτοπόρησε της μεταπολεμικής γενιάς. Έντυσε τον εαυτό του κατάδικο, αεροπόρο, Ιησού, σεΐχη, καουμπόι, ληστή, ακόμα και γυναίκα, αλλά και σε ημίγυμνες πόζες, φωτογραφίες εξαιρετικής ασπρόμαυρης αισθητικής, ένα στυλ που ξαναείδαμε στα μεγάλα περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, αρκετές δεκαετίες αργότερα . Άλλωστε ο Van Leo έμεινε πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πιστεύοντας ακράδαντα ότι είναι η μόνη ορθή επιλογή στην τέχνη του.
Τον προτιμούσαν γιατί ήταν εφευρετικός, έπαιρνε πολλές ελευθερίες, υπηρετούσε τη ψευδαίσθηση. Προσέδιδε σε όλους και σε όλες, είτε επρόκειτο για καλλιτέχνες είτε άσημοι άνθρωποι, ιδιότητες και κινηματογραφική λάμψη που συχνά δεν διέθεταν.
Αρνούνταν να φωτογραφίσει ανθρώπους της εξουσίας, τα καλύτερα του πορτρέτα δεν τα πληρώθηκε ποτέ, και όταν συναντούσε ένα ενδιαφέρον πρόσωπο έβγαζε δεκάδες πόζες για προσωπική του χρήση. Επεμβαίνοντας στο αρνητικό και επιχρωματίζοντας ο ίδιος όποτε έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη, στη μανιέρα των ζωγράφων του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στους εκατοντάδες διάσημους καλλιτέχνες που φωτογράφισε συμπεριλαμβάνονται ο Ομάρ Σαρίφ και η Δαλιδά πολύ προτού γίνουν διάσημοι στο εξωτερικό, οι σταρ Φαριντ Αλ-Ατρας και Ρούσντι Αμπάζα, αλλά και η φεμινίστρια Ντόρια Σαφίκ, ο συγγραφέας Τάχα Χουσέιν, ο σημαντικός συνθέτης και τραγουδιστής Μοχάμεντ Αμπντέλ Γουαχάμπ. Τον προτιμούσαν γιατί ήταν εφευρετικός, έπαιρνε πολλές ελευθερίες, υπηρετούσε τη ψευδαίσθηση. Προσέδιδε σε όλους και σε όλες, είτε επρόκειτο για καλλιτέχνες είτε άσημοι άνθρωποι, ιδιότητες και κινηματογραφική λάμψη που συχνά δεν διέθεταν.
Βγήκε και έξω από το στούντιο, φωτογράφησε τα μεγάλα μνημεία της Αιγύπτου, τις Πυραμίδες, τα σπουδαιότερα τζαμιά, το Λούξορ, ταξίδεψε και ένα διάστημα εργάστηκε στο Παρίσι, το οποίο επίσης απαθανάτισε όπως και τη Ρώμη και τη Βιέννη. Αλλά ποτέ δεν πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την πόλη του όπως έκαναν ο αδελφός του και η αδελφή του Αλίς. Κάτι που θα ήταν πολύ φυσικό και για εκείνον, αφού η επανάσταση-πραξικόπημα του Νάσερ του 1952 που οδήγησε το διεθνή κοσμοπολιτισμό της Αιγύπτου στην έξοδο από τη χώρα, οδήγησε κι εκείνον σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και πολιτισμική απομόνωση. Όλοι του οι φίλοι και πελάτες, Έλληνες, Ιταλοί, Εβραίοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σταδιακά το Κάιρο, και από διεθνή πόλη σύντομα ξέπεσε σε μια σκονισμένη πρωτεύουσα χωρίς το προπολεμικό γκλάμουρ. Η έγχρωμη φωτογραφία τον απομόνωσε ακόμα περισσότερο, την οποία αρνιόταν να χρησιμοποιήσει όπως και τα σύγχρονα μέσα. Αναγκάστηκε βέβαια για να επιβιώσει να αναλάβει και φωτογραφίες ταυτοτήτων και κοινωνικών εκδηλώσεων, αλλά στην προσωπική του δουλειά η εμμονή του στο παρελθόν αποδείχτηκε τροχοπέδη.
Η εμφάνιση του προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών ωραίων γυναικών της εποχής του -σταρλετίτσες και Ευρωπαίες επισκέπτριες, αρκετές από τις οποίες κατέκτησε. Η δεκαεπτάχρονη του σχέση με την ηθοποιό Ράγκα Σεράγκ δεν μπόρεσε να ευοδωθεί λόγο διαφορετικού θρησκεύματος. Όλα τα χρόνια της επαγγελματικής και καλλιτεχνικής του πορείας φωτογράφισε περί τα 500 γυμνά τα οποία καθώς μεγάλωνε και έβλεπε τη χώρα να συντηρικοποιείται όλο και πιο πολύ, αποφάσισε να καταστρέψει μαζί με τα αρνητικά τους. Ευτυχώς τα υπόλοιπα 10.000 αρνητικά, αποτέλεσμα μισού αιώνα δουλειάς, με το κλείσιμο της επιχείρησης του το 1998 τα κληροδότησε στο American University in Cairo. Πριν πεθάνει, σε ηλικία 81 χρονών, πρόλαβε να δει την αναγνώριση της μεγάλης του αξίας, να παραλάβει το διάσημο Ολλανδικό βασιλικό βραβείο Prince Claus Prize που πρώτη φορά απονεμήθηκε σε φωτογράφο (μετά από πρόταση του Arab Image Foundation της Βυρηττού), και τα έργα του να ταξιδεύσουν σε πολλά σημαντικά μουσεία της Ευρώπης. Παράλληλα ο Λιβανέζος καλλιτέχνης Άκραμ Ζααφάρι γύρισε με τη συμβολή του το Her + Him Van Leo. Απεβίωσε το Μάρτιο του 2002 αφήνοντας πίσω του την πολύτιμη παρακαταθήκη της εποχής μιας χώρας που όσοι την έζησαν τη θυμούνται ως μυθική.