Ο Mark the Dark Lanegan βάρυνε, φόρεσε γυαλιά και στράφηκε πέρσι στον Andy Williams, τον οποίο αποκάλεσε «badass singer» στο tribute άλμπουμ «Imitations». Ευτυχώς (για μένα, τουλάχιστον), φέτος γύρισε στα γνωστά μονοπάτια των bluesy σκοτεινών ασμάτων, με ένα άλμπουμ που φέρει τον προσφυή τίτλο «Phantom Radio». Από το εναρκτήριο τραγούδι ήδη ξαναβρίσκουμε τον αγαπημένο μας Mark: «Black is a color, Black is my name». Άραγε, είναι τυχαίο ότι πολλοί τον θεωρούν έναν από τους τελευταίους αληθινούς «εκτός νόμου» (outlaws) της ροκ σκηνής; Να προσθέσω ότι, ως περσόνα περισσότερο, είναι συνεχιστής της παράδοσης του man in black Johnny Cash;
Μετά από μερικούς σχετικά άτυχους δίσκους («Blues Funeral», «Imitations»), ο Dark Mark ξεκολλάει λίγο από τα ενορχηστρωτικά στερεότυπα και για πρώτη φορά ίσως τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί τόσο πολύ τα συνθεσάιζερ. Μας ξενίζει αυτό; Λιγάκι.
Το «Phantom Radio», στη σπέσιαλ έκδοση που έχω στα χέρια μου, περιέχει 10 τραγούδια συν άλλα 5, τα οποία είχαν κυκλοφορήσει νωρίτερα σ' ένα teaser-CD με τίτλο «No bells on Sunday». Μετά από μερικούς σχετικά άτυχους δίσκους («Blues Funeral», «Imitations»), ο Dark Mark ξεκολλάει λίγο από τα ενορχηστρωτικά στερεότυπα και για πρώτη φορά ίσως τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί τόσο πολύ τα συνθεσάιζερ. Μας ξενίζει αυτό; Λιγάκι. Ωστόσο, το συνθετικό/στιχουργικό υλικό είναι πρώτης ποιότητας και η φωνή του συναρπαστικά ομιχλώδης και δυσοίωνη. Τα κομμάτια του άλμπουμ που μπαίνουν στο repeat: «Harvest Home», «Judgment Time» (με το συνθεσάιζερ της εισαγωγής να θυμίζει εκκλησιαστικό όργανο), «Torn Red Heart», «I am the wolf», «Waltzing in Blue» και το «Dry Iced» από το teaser-CD.
Ο οσονούπω 50άρης Mark (έχει γεννηθεί στις 25 Νοεμβρίου 1964) συμπληρώνει μια τριακονταετή πορεία στη μουσική. Για να μη χαθείτε στα αμέτρητα άλμπουμ που έχει βγάλει μόνος του ή με διάφορες μπάντες, ιδού ένας μικρός oδηγός περιήγησης στον σκοτεινό κόσμο του Dark Mark.
Χωρίς να έχω τίποτα με το grunge –αντίθετα, πιστεύω ότι ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να μας γλιτώσει από τα ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια της electropop–, δύσκολα αντέχω πια να ακούσω τα άλμπουμ των παλικαριών με τα καρό πουκάμισα από το Σιάτλ (με μόνη εξαίρεση τους Pearl Jam, λόγω Eddie Vedder). Οπότε, παρακάμπτω το πρώτο συγκρότημα του Lanegan, τους Screaming Trees, για να περάσω απευθείας στα προσωπικά του πονήματα. Ψηφίζω δαγκωτό το «Field Songs», όπου ακούμε τέλεια διαμορφωμένο τον σκοτεινό, λυρικό και σπαρακτικό αντικατοπτρισμό της ψυχής του. Επίσης, τον δίσκο διασκευών «I'll take care of you», στον οποίο ασχολείται με τους συνήθεις ύποπτους συνοδοιπόρους (Jeffrey Lee Pierce), ενώ παράλληλα αποδίδει με αυθεντική soul/ψυχή (συγχωρείστε μου το λογοπαίγνιο) ογκόλιθους της μαύρης μουσικής (Brook Benton, Eddie Floyd).
Από την περίοδο της συνεργασίας με την αιθέρια Isobel Campbell των Belle and Sebastian, το «Ballad of the broken seas» αποτελεί ένα από τα πρότυπα άλμπουμ ντουέτων – κι ας μην τραγουδούν σε όλα τα κομμάτια μαζί. Η ατμόσφαιρα του δίσκου θυμίζει περισσότερο Αμερικανούς τραγουδοποιούς που πατούν με το ένα πόδι στην country – κι αυτό το λέω για καλό. Στον ίδιο δίσκο βρίσκουμε και σκωτσέζικες επιρροές, για παράδειγμα το «Black Mountain», που εμπεριέχει ένα απόσπασμα από το «Scarborough Fair». Ξεχωρίζω το ντουέτο Honey Child What Can I Do. Από τη συνεργασία του με το ηλεκτρονικό ντουέτο των Soulsavers δεν μπορώ να διαλέξω έναν δίσκο μόνο – μου αρέσουν και οι τρεις. Στο «Broken» συναντάμε τη συναρπαστική διασκευή του «You will miss me when I burn» (Palace Brothers), μετουσιωμένη από τη φωνή του Mark.
Να προσθέσω και μερικά σκόρπια τραγούδια από τη συνεργασία του με τον Greg Dulli στο πρότζεκτ Twilight Singers: Number Nine και Strange Fruit (της Billie Holiday). Από τους Gutter Twins, πάλι με τον Dulli, το «Bête Noire». Μπερδευτήκατε; Για όποιον προτιμάει τη συντομότερη οδό μιας καλής συλλογής, υπάρχει η ανθολογία «Has God seen my shadow (1989-2011)», με αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα έξι προσωπικά του άλμπουμ και σπάνια σινγκλάκια – και στη σπέσιαλ έκδοση, δώδεκα ακυκλοφόρητες εκτελέσεις γνωστών και άγνωστων τραγουδιών του.
Το τέλος της γραφής του κομματιού συμπίπτει με το ξέσπασμα της βροχής. Το χέρι μου διαλέγει αυτόματα το «Kingdoms of Rain» από τον δίσκο των Soulsavers. Το απόλυτο τραγούδι της απελπισμένης περιπλάνησης κάτω από τη βροχή.
Τι άλλο καλό κυκλοφορεί;
Damien Rice
My Favorite Faded Fantasy
Το «My favorite faded fantasy» του Damien Rice είναι ιδανικό σάουντρακ για τα μελαγχολικά κυριακάτικα τεμπέλικα πρωινά του χειμώνα. Ο Ιρλανδός τραγουδοποιός, που θα μπορούσε να θεωρηθεί συνεχιστής της παράδοσης των torch singers (επαγγελματική διαστροφή: θα μετέφραζα τα torch songs ως καψούρικα; πιθανότατα), με τη βοήθεια του χαλκέντερου παραγωγού Rick Rubin ηχογράφησε 8 τραγούδια, στα οποία τα πνευστά ισορροπούν με τις κιθάρες και επενδύουν στίχους – ερωτικούς, φυσικά, φορτωμένους μεταμέλεια. Τα κουτσομπολιά λένε ότι είναι αφιερωμένος στην πρώην αγαπημένη του, την τραγουδίστρια Lisa Hannigan, και ο Rice φτάνει στο σημείο να ομολογεί «I'm the greatest bastard» – ένα από τα τραγούδια που μπαίνουν στο repeat. Μαζί με το «Favorite faded fantasy» και το «It takes a lot to know a man».
Musée Mécanique
Shores of Sleep
Οι Musée Mécanique, από το Πόρτλαντ του Όρεγκον, μια πόλη 550.000 κατοίκων που διαθέτει το μεγαλύτερο κατά κεφαλή ποσοστό επιτυχημένων μουσικών στις ΗΠΑ (Decemberists, Dandy Warhols, Elliott Smith, Shins κ.λπ. κ.λπ.), γράφουν μια μουσική που οι κριτικοί ερίζουν για το αν είναι chamber pop ή prog folk. Εγώ αναγνωρίζω τα φωνητικά των Simon & Garfunkel, τα πνευστά των Calexico, περάσματα από τον Wim Mertens – και όλα αυτά ενταγμένα αρμονικά σε τραγούδια με δαντελένιες ενορχηστρώσεις. Το άλμπουμ «Shores of Sleep» είναι αιθέριο, τρυφερό και σαγηνευτικό. Η βιόλα, το τσέλο, το όρθιο μπάσο και τα ξύλινα πνευστά συνομιλούν με τον τραγουδιστή Shelley Short, ενώ στα φωνητικά συναντάμε και την Alela Diane. Για μια πρώτη επαφή με τον ήχο των Musée Mécanique προτείνω το «O! Astoria» και το «Open Sea».
Ruthie Foster
Promise of a New Day
Η Ruthie Foster, παρά τη νεανική της εμφάνιση στο εξώφυλλο του «Promise of a new day», ασχολούνταν και μελετούσε τα gospel/blues από τις αρχές της δεκαετίας του '80 – παρότι έχει τραγουδήσει επίσης σόουλ, φολκ και τζαζ. Σε παραγωγή της Meshell Ndegeocello, το καινούργιο της άλμπουμ ακολουθεί τα επικίνδυνα μονοπάτια της neo-soul, στα οποία πολλοί συνάδελφοί της έχουν ήδη γκρεμοτσακιστεί. Όταν ακολουθεί το ένστικτό της, τραγουδάει μικρά διαμάντια όπως το «Second Coming» και το «It might not be right». Συμπαθητικό άλμπουμ για όσους λαχταράνε τη μαύρη μουσική παλιάς κοπής και ηθικής.
Todd Terje
It's Album Time
Φαίνεται ότι για να αρχίσουμε να κουνάμε ξανά τα κορμιά μας όσοι δεν συμπαθούμε τη χορευτική ηλεκτρονική μουσική, πρέπει να καταφύγουμε στα '70ς, τη δεκαετία που αγαπάμε να μισούμε. Ο Νορβηγός DJ, συνθέτης και παραγωγός Todd Terje το έπιασε το υπονοούμενο κι έβαλε στο μίξερ disco και electropop, αναγκάζοντας τους παλιότερους να θυμηθούν τον Sylvester και τον Cerrone, και στη συνέχεια πασπάλισε το μείγμα με τη χρυσόσκονη της soft jazz. Σε μερικά σημεία νομίζεις ότι ακούς σάουντρακ φτιαγμένα για b-movies της εν λόγω δεκαετίας. Η πρότασή του για επιστροφή στις μέρες του χορού λέγεται «It's album time» και για τους λάτρεις των «αγκαλιαστών χορών» έχει επιστρατεύσει την ερωτική/σέξι φωνή του Bryan Ferry, στη διασκευή «Johnny and Mary» (μόνο εγώ θυμάμαι τον Robert Palmer;).
σχόλια