Η ανήσυχη καλλιτεχνική προσωπικότητα γεννήθηκε με το όνομα Σόνια Ιλίνιτσνα Στερν το 1885 κοντά στην Οδησσό σε μια εβραϊκή ουκρανική οικογένεια. Σε ηλικία επτά ετών πήγε να ζήσει με τον πλούσιο θείο της Χένρι Τερκ και τη σύζυγό του στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Οι Τερκ της πρόσφεραν μια προνομιακή και καλλιεργημένη ανατροφή στην Αγία Πετρούπολη. Πήρε το όνομα Σόνια Τερκ. Ωστόσο, οι παιδικές της αναμνήσεις από την Ουκρανία έμειναν μαζί της και συχνά αναφερόταν στο «αγνό» χρώμα και τα φωτεινά κοστούμια των ουκρανικών γάμων χωρικών.
Από μαθήτρια επισκεπτόταν γκαλερί και μουσεία ταξιδεύοντας με τους Τερκ στη Φινλανδία και στην Ευρώπη, και η δεξιοτεχνία της στο σχέδιο έγινε αντιληπτή από ένα δάσκαλό της σε ένα γυμνάσιο στην Αγία Πετρούπολη. Όταν έγινε 18 ετών, μετά από πρόταση του δασκάλου της, την έστειλαν σε σχολή τέχνης στη Γερμανία όπου παρακολούθησε την Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Καρλσρούη. Σπούδασε στη Γερμανία μέχρι το 1905 και στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι και γράφτηκε στην Académie de La Palette στο Μονπαρνάς. Περνούσε περισσότερο καιρό στις γκαλερί παρά στη σχολή της και το έργο της εκείνης της περιόδου επηρεάστηκε από τους ζωγράφους που έβλεπε, τον Βαν Γκογκ, τον Γκογκέν και τον Ανρί Ρουσό τους Φοβ τον Ματίς και τον Ντερέν.
Η επιρροή της ζωγραφικής στον σχεδιασμό υφασμάτων που παρουσίασε η Ντελονέ με το στιλ της, απασχολεί τη μόδα ακόμα και σήμερα. Τη μόδα του δρόμου και της καθημερινής ζωής. Για πολλά όμως χρόνια η συμβολή της στην τέχνη είχε αγνοηθεί. Για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί «ως η σύντροφος του Ντελονέ με τον οποίο σχεδίαζαν περίπου τα ίδια». Άργησε πολύ να αξιολογηθεί ως ανεξάρτητη καλλιτέχνιδα.
Το 1908 παντρεύτηκε τον Γερμανό έμπορο έργων τέχνης και ιδιοκτήτη γκαλερί Wilhelm Uhde, εκείνη ωφελήθηκε από την πρόσβαση στην προίκα της και εκείνος για να καλύψει την ομοφυλοφιλία του. Μπήκε στον κόσμο της τέχνης και στην γκαλερί του Uhde γνώρισε τη μητέρα του Ρομπέρ Ντελονέ και τον ίδιο το 1909. Έγιναν εραστές, η Σόνια χώρισε και ενώ ήταν έγκυος στο παιδί του Ντελονέ παντρευτήκαν και γέννησε το 1911.
«Στον Ρομπέρ Ντελονέ βρήκα έναν ποιητή. Ένα ποιητή που έγραφε όχι με λόγια αλλά με χρώματα», έλεγε.
Το 1911 έφτιαξε ένα πάπλωμα για το γιό της το οποίο βρίσκεται τώρα στη συλλογή του Musée National d'Art Moderne στο Παρίσι. Δημιουργήθηκε αυθόρμητα με γεωμετρία και χρώμα.
«Γύρω στο 1911 σκέφτηκα να φτιάξω για τον γιο μου, που μόλις είχε γεννηθεί, μια κουβέρτα από κομμάτια υφάσματος σαν αυτά που είχα δει στα σπίτια των Ουκρανών αγροτών. Όταν τελείωσε, η διάταξη των κομματιών του υλικού μου φάνηκε ότι έμοιαζε με κυβιστικές αντιλήψεις και στη συνέχεια προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε την ίδια διαδικασία σε άλλα αντικείμενα και πίνακες», έλεγε.
Οι σύγχρονοι κριτικοί τέχνης αναγνωρίζουν αυτό ως το σημείο όπου απομακρύνθηκε από την προοπτική και τον νατουραλισμό στην τέχνη της. Την ίδια εποχή, κυβιστικά έργα παρουσιάζονταν στο Παρίσι και ο Ρομπέρ μελετούσε τις χρωματικές θεωρίες του Michel Eugène Chevreul. Ονόμασαν τα πειράματά τους με το χρώμα στην τέχνη και το design «simultanéisme» (ταυτοχρονισμός).
Η Σόνια Ντελονέ έφτιαξε τον πρώτο μεγάλο πίνακά της Bal Bullier (1912–13) με αυτές τις αρχές του χρώματος και της κίνησης.
Ο φίλος τους Γκιγιόμ Απολινέρ επινόησε τον όρο Orphism (ορφισμός) για να περιγράψει την εκδοχή του Ντελονέ για τον κυβισμό το 1913 και έγραψε: «Η γραμμή είναι περιορισμός. Το χρώμα δίνει βάθος –όχι προοπτική, όχι διαδοχικό, αλλά ταυτόχρονο βάθος– καθώς και μορφή και κίνηση.»
Εν μεταξύ η Σόνια Ντελονέ συγχώνευσε στο έργο της γαλλικής και της ρωσικής πρωτοπορίας και έγραφε: Η πραγματική νέα ζωγραφική θα έχει τη δική της ζωή, ότι οι άπειροι συνδυασμοί χρωμάτων έχουν ποίηση και γλώσσα πολύ πιο εκφραστική από τις παλιές μεθόδους. Είναι μια μυστηριώδης γλώσσα σε αρμονία με τις δονήσεις, την ίδια τη ζωή, του χρώματος. Σε αυτόν τον τομέα, υπάρχουν νέες και άπειρες δυνατότητες.
Η πρώτη της εμφάνιση ήταν στο πρώτο γερμανικό Salon d'Automne στο Der Sturm του Βερολίνου το 1913, όπου εξέθεσε πέντε πίνακες, βιβλιοδεσίες σε κολάζ, ζωγράφισε κουτιά και υφάσματα με αφηρημένα σχέδια. Τα ρούχα και τα οικιακά αντικείμενα που σχεδίασε ήταν συνθέσεις υφασμάτων σε διάφορα χρώματα και υλικά, ραμμένα με παραδοσιακές σλαβικές τεχνικές όπως είχες χρησιμοποιήσει στο πάπλωμα του γιου της.
Την ίδια χρονιά σχεδίασε για τον εαυτό της ένα φόρεμα με μοτίβα του ουράνιου τόξου που επαναλαμβάνονταν, ένα ρούχο που την έκανε ζωντανό γλυπτό.
Η Σόνια ξέφυγε από τη συμβατική συμπεριφορά με τον τρόπο που παρουσίαζε τον εαυτό της, σαν μια προοδευτική γυναίκα, συνώνυμη με την κίνηση και τον νεωτερισμό.
Η πόλη και οι ρυθμοί της ήταν μια πηγή για το έργο της Σόνια, από τους δυναμικούς πίνακες των ηλεκτρικών πρισμάτων (Prismes électriques) του 1913 και σκίτσα πλήθους στη λεωφόρο Saint-Michel μέχρι τα παιχνιδιάρικα χρωματιστά γράμματα – μαύρο για το A, λευκό για το E, κόκκινο για το I, μπλε για το U, πράσινο για το U. Ήταν παθιασμένη με την ποίηση και δολυλεψε με τον ποιητή Blaise Cendrars (1887–1961) για την εικονογράφηση του πειραματικού έγχρωμου ποιήματος με τίτλο «Πεζογραφία του Υπερσιβηρικού και της μικρής Jehanne της Γαλλίας».
Αυτή ήταν η πρώτη της προσπάθεια μεταγραφής των προφορικών λέξεων μέσω του χρώματος, ερμηνεύοντας τη σχέση μεταξύ γραφής και έγχρωμης ζωγραφικής – ή, όπως την ανέφερε, «συγχρονικής παρουσίασης». Το ποίημα-πίνακας τυπώθηκε σε φύλλο μήκους δύο μέτρων και χρωματίστηκε με στένσιλ, με σκοπό να τυπωθεί μια αριθμημένη έκδοση που, που αν τεντωνόταν από άκρη σε άκρη, θα έφτανε μέχρι την κορυφή του Πύργου του Άιφελ.
Η Σόνια κατασκεύασε πολλά φορέματα-ποιήματα τη δεκαετία του 1920 βασισμένα στα γραπτά του ντανταϊστή ποιητή Τριστάν Τζαρά. Σχεδίασε επίσης κοστούμια για εκδηλώσεις και έργα παραλόγου και τα κοστούμια της υποδήλωναν κίνηση και μεταμόρφωση του γυναικείου σώματος.
Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οι Ντελονέ πήγαν στην Ισπανία. Αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στο Παρίσι και στη συνέχεια ταξίδεψαν και έμειναν στην Πορτογαλία. Το 1917, η Ρώσικη επανάσταση έβαλε τέλος στην οικονομική υποστήριξη που έλαβε η Σόνια από την οικογένειά της στη Ρωσία και χρειαζόταν μια διαφορετική πηγή εισοδήματος. Το 1918 αποδέχτηκε την πρόταση του Ντιαγκίλεφ να σχεδιάσει κοστούμια για τα Ρώσικα Μπαλέτα δημιουργώντας τολμηρά μοντέρνα ρούχα για την Κλεοπάτρα και την Αΐντα. Στη Μαδρίτη διακόσμησε το Petit Casino (ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) και ίδρυσε την Casa Sonia, πουλώντας τα σχέδιά της για εσωτερική διακόσμηση και μόδα, με ένα υποκατάστημα στο Μπιλμπάο.
Το 1920 άρχισε να αναζητά ευκαιρίες στον χώρο της μόδας. Έγραψε μια επιστολή στον διάσημο τότε μόδιστρο Πολ Πουαρέ δηλώνοντας ότι ήθελε να επεκτείνει την επιχείρησή της και να συμπεριλάβει μερικά από τα σχέδιά του. Ο Πουαρέ αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι είχε αντιγράψει και ήταν παντρεμένη με έναν Γάλλο λιποτάκτη.
Με την επιστροφή της στο Παρίσι ζούσαν δύσκολα και στις αρχές της δεκαετίας του 1920, άνοιξε μια μπουτίκ και έναν οίκο μόδας. Το 1923 πούλησε ταυτόχρονα σχέδια σε έναν κατασκευαστή μεταξιού στη Λυών και το 1924 ίδρυσε ένα ατελιέ για την εκτύπωση υφασμάτων και την παραγωγή ρούχων και κασκόλ. Άρχισε να σχεδιάζει κεντημένα και γεωμετρικά σχέδια παλτό, τσάντες, κασκόλ και σακάκια και η ανταπόκριση ήταν ενθουσιώδης.
Μετά το θάνατο του Ρομπέρ το 1941, η Σόνια επικεντρώθηκε στην προώθηση της πρακτικής του ενώ σταδιακά άρχισε να επικεντρώνεται στη δική της καριέρα ως ζωγράφος. Εξέθετε τακτικά στο Salon des Réalités Nouvelles κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του 1950, δίνοντας στον εαυτό της περισσότερη ελευθερία στα έργα που δημιούργησε από τότε. Αναζητώντας την αντίθεση και την ένταση, τοποθέτησε ημικύκλια και ομόκεντρους κύκλους πάνω σε τετράγωνα, τρίγωνα και εκμεταλλεύτηκε το ρυθμικό αποτέλεσμα που παράγεται από την επανάληψη ενός μόνο μοτίβου στο φόντο του πίνακα. Τα έργα της αυτή την εποχή αποκαλύπτουν μια εξαιρετική χρήση του μαύρου, που δημιουργούσε έντονες αντιθέσεις με τα έντονα μπλε, κόκκινα και πράσινα.
Από τη δεκαετία του 1950 η Sonia άρχισε να εκθέτει τους δικούς της πίνακες στην Ευρώπη και την Αμερική και το 1964 έγινε η πρώτη εν ζωή γυναίκα καλλιτέχνης που έκανε αναδρομική έκθεση στο Λούβρο. Το 1965 μια αίθουσα αφιερώθηκε στα σχέδια και τα φορέματά της στην έκθεση L'Expo 1925 στο Musée des Arts Décoratifs και το 1967 το Musée National d'Art Moderne πραγματοποίησε μια πλήρη αναδρομική έκθεση της δουλειάς της. Η συμμετοχή της σε διάφορες ομάδες της αφηρημένης τέχνης (Salon des Réalités, Nouvelles, Groupe Espace) την οδήγησε να συνεισφέρει στο δεύτερο κύμα αφαίρεσης στην Ευρώπη.
Η Σόνια Ντελονέ συνεχίζει τη δημιουργική της πορεία και το 1976 σχεδιάζει μια σειρά από υφάσματα, επιτραπέζια σκεύη και κοσμήματα με την γαλλική εταιρεία Artcurial, εμπνευσμένα από το έργο της από την δεκαετία του 1920. Η Σόνια Ντελονέ πέθανε το 1979. Θάφτηκε στο Gambais, δίπλα στον τάφο του Ρομπέρ.
Η επιρροή της ζωγραφικής στον σχεδιασμό υφασμάτων που παρουσίασε η Ντελονέ με το στιλ της, απασχολεί τη μόδα ακόμα και σήμερα. Τη μόδα του δρόμου και της καθημερινής ζωής. Για πολλά όμως χρόνια η συμβολή της στην τέχνη είχε αγνοηθεί. Για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί «ως η σύντροφος του Ντελονέ με τον οποίο σχεδίαζαν περίπου τα ίδια». Άργησε πολύ να αξιολογηθεί ως ανεξάρτητη καλλιτέχνιδα.
Στο έργο της συνδέονται οι καλές τέχνες και η εφαρμοσμένη τέχνη. Η μετάφραση και η αλλαγή των τρόπων έκφρασης δείχνει πάνω από όλα μια καλλιτέχνη με διαπολιτισμική σημασία και ευρύ λεξιλόγιο. Απελευθέρωσε την έννοια της αισθητικής από το έργο σε κάδρο και το έκανε μέρος της καθημερινότητας μιας σύγχρονης δημιουργικής γυναίκας. Η τέχνη της Ντελονέ φοριέται. Είναι στιλ και αισθητική περιπέτεια. Χρώματα, αποχρώσεις και αντιθέσεις κινούνται και αντιτίθενται δημιουργώντας κίνηση και ρυθμό.
Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία της: We Will Go Right Up to the Sun) το 1978, ένα χρόνο πριν πεθάνει: «Τι έλεγαν οι άνθρωποι για μένα μέχρι τότε; – μούσα του Ορφισμού, διακοσμήτρια, σύντροφος του Ρομπέρ Ντελονέ. Μετά το παραδέχτηκαν: και έγραψαν «συνεργάτης, συνεχιστής…» πριν παραδεχτούν ότι το έργο υπήρχε από μόνο του.
σχόλια