Με τους Άδωξους Μπάσταρδους και το Τζάνγκο, ο Κουέντιν Ταραντίνο θέλησε να ξαναγράψει την Ιστορία μέσα από το Σινεμά, με τον ναζισμό και την δουλεία να διορθώνονται με οργιαστικούς, έντονα ψυχαγωγικούς αναχρονισμούς σοβαρότατων προθέσεων. Με το "Μακριά από τον Παράδεισο" και τώρα με το "Κάρολ", ο Τοντ Χέϊνς κάνει το αντίθετο: ξαναγράφει το Σινεμά μέσα από την Ιστορία που λογοκρίθηκε ή αποσιωπήθηκε.
Τι εννοώ: Ο Χέϊνς καταπιάνεται εκ νέου με ένα δράμα τοποθετημένο στηις ΗΠΑ της δεκαετίας του '50, όχι σε ένα προαστειακό περιβάλλον, αλλά στην καρδιά της Νέας Υόρκης με ηρωίδες την αστή Κάρολ Ερντ, μητέρα μιας κόρης που υπεραγαπά αλλά σε διάσταση και ψυχρότητα με έναν σύζυγο που την αγαπά ακόμη, και τη νεότερη της Τερέζ Μπέλιβετ, που εργάζεται σε πολυκατάστημα και ονειρεύεται να γίνει φωτογράφος. Η Κάρολ έχει παρελθόν στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ενώ η Τερέζ είναι διστακτική και άβγαλτη. Η έλξη τους είναι ακαραιαία, το πλησίασμα τους αργό και ρομαντικό, παρά τα προβλήματα που η Κάρολ αντιμετωπίζει με τον σύζυγο που την εκβιάζει απειλώντας να της πάρει για πάντα το παιδί τους, καθώς δεν την έχει ξεπεράσει, ενώ γνωρίζει τις σεξουαλικές τάσεις της.
O Τοντ Χέϊνς πέτυχε να γυρίσει ένα Brokeback Mountain πόλης, για τον πολύ κόσμο, χωρίς να διαφανεί ατζέντα και ακτιβιστική διάθεση στην εξαιρετικά σχεδιασμένη, λίγο απόμακρη ταινία του.
Όπως και το Far from Heaven, το Carol θα μπορούσε να έχει γυριστεί στην εποχή του. Να βγει στα κεντρικά σινεμά, τα περιποιημένα. Να το δουν κυρίες (και κύριοι) που θα πήγαιναν σε ένα θεατρικό του Νόελ Κάουαρντ, Ή, γιατί όχι, θα έβρεχαν τα πόδια τους σε μια πρωτοπορία, για να έχουν να λένε. Σε μια ουτοπική εκδοχή της κοινωνίας των γονιών μας, ίσως...
Το δράμα του 2002 με την Τζουλιάν Μουρ μοιάζει με ένα στιλιζαρισμένο μελό του Ντάγκλας Σερλ, μπολιασμένο από την τόλμη του Ράϊνερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ενώ το Carol, πάντα με διευθυντή φωτογραφίας τον σπουδαίο Εντ Λάκμαν και την Σάντι Πάουελ στα κοστούμια, θυμίζει θεματικά τη Σύντομη Συνάντηση του Ντέϊβιντ Λιν και εικαστικά, μια έγχρωμη εκδοχή του Μια Θέση στον Ήλιο του Τζορτζ Στίβενς, αν και ο χαρακτήρας του βραδυφλεγούς, τρυφερού κοινωνικού δράματος που επιδιώκει ο Τοντ Χέϊνς δεν προδίδεται από τις επιρροές που αι ο ίδιος επιδιώκει. Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που θα μπορούσε να είχει προβληθεί τη χρονιά που έγραψε η Πατρίσια Χάϊσμιθ το μυθιστόρημα The Price of Salt, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, δηλαδή το 1952, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον, καθώς ο κώδικας της εποχής θα το είχε απαγορεύσει πάραυτα- περίπου μια δεκαετία αργότερα, ο Γουίλιαμ Γουάϊλερ κιότεψε στη λεπτή μεταφορά του Children's Hour, με τη Σίρλεϊ Μακλέϊν να έχει να το λέει για το νερωμένο, απογοητευτικό φινάλε που θόλωνε τα πραγματικά κίνητρα ανάμεσα σε αυτήν και την Όντρεϊ Χέμπορν- συμπτωματικά, η Ρούνι Μάρα μοιάζει πολύ με τη νεαρή Χέμπορν στην ταινία ως Τερέζ.
Μια ταινία με ανοιχτά λεσβιακό θέμα ήταν ταμπού τότε, αλλά θεωρείται ελαφρύ σκάνδαλο ακόμη και στις μέρες μας. Η Ζωή της Αντέλ άνοιξε τον δρόμο με την καταξίωση και τον Φοίνικα, αλλά το Carol πάει ένα βήμα παραπέρα, καθώς έχει την δις Οσκαρούχο Κέϊτ Μπλάνσετ στον επώνυμο ρόλο, και τις δηλώσεις της περί σχέσεων της με γυναίκες κατά το παρελθόν, ένα δυνατό όπλο προώθησης και ταυτόχρονα ένα ακόμη λιθαράκι στην τάση του Χόλιγουντ να προσκαλεί σεξουαλικές αποκαλύψεις- όσο πιό διάσημος, τόσο το καλύτερο. Κι ενώ στην Ελλάδα οι καλλιτεχνικοί ρεπόρτερ μόλις πρόσφατα προβιβάστηκαν από την προ δεκαετίας ερώτηση-κόλαφο "έχεις κάνει stand up;" στο "έχεις περάσει κατάθλιψη;" και εσχάτως στο "έχεις υποστεί bullying;" (που είναι και λίγο πιό χρήσιμα για τον κόσμο, αν και εξαρτάται από το πόσο χρήσιμος είναι η ηθοποιός που απαντά σε τέτοιες ερωτήσεις...), στο Χόλιγουντ η πολιτική ορθότητα, ειδικά μετά την απόφαση του Μπάρακ Ομπάμα να αναγνωρίσει τους γάμους μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, επιτάσσει την ανοιχτή παραδοχή, έναντι της κομψής υπεκφυγής, ή της μιλιταριστικής λογικής του don't ask, don't tell.
Ο λόγος, βεβαίως, εκτός από την προσωπική ανάγκη του καθενός να βγει στον κόσμο και να πει πώς αισθάνεται, όπως αντίστοιχα οι straight αυτοραψωδούνται άφοβα σε δημόσια θέα, δεν είναι άλλος από την βοήθεια προς τα νέα παιδιά, το κουράγιο που θα πάρουν αν ακούσουν κάποια σαν την Κέϊτ Μπλάνσετ να παραδέχεται πως όντως είχε σχέσεις με γυναίκες- αν και τώρα στις Κάννες, παίζει με την κυριολεξία και τα μπερδεύει σε συνάρτηση με τις αρχικές δηλώσεις της στο Vanity Fair. Νομίζω πως τέτοιες δηλώσεις έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο όταν γίνονται εντός περιεχομένου, εντός αντικειμένου, εντός επικαιρότητας. Στην εξαιρετική σάτιρα In and Out που έγραψε ο Πολ Ράντνικ το 1997, οι straight μαθητές του gay Κέβιν Κλάϊν σηκώθηκαν όρθιοι για να τον υπερασπιστούν, φωνάζοντας, ψευδώς αλλά συμβολικώς πειστικά, πως είναι κι εκείνοι ομοφυλόφιλοι, κοπιάροντας την σκηνή κατατεθέν από τον κλασσικό Σπάρτακο.
Με τρία (τουλάχιστον) παιδιά, έναν σύζυγο, βραβεία και κύρος που την φέρνει σε Streep-εια θέση απυρόβλητου, η Μπλάνσετ θα μπορούσε κάλλιστα νε πει ψέματα πως είναι αμφιφυλόφιλη, μόνο και μόνο για να βοηθήσει την κοινωνία- και την ταινία της φυσικά. Η Μπλάνσετ, ακόμη κι αν μετάνιωσε λίγο και έσπευσε να ακριβολογήσει ίσως για να φροντίσει την υστεροφημία της, δεν έχει να χάσει τίποτε: ούτε την αποδοχή, ούτε τον ύπνο της. Δυσκολότερα είναι τα πράγματα για όσους δε νιώθουν έτοιμοι να αποκαλυφθούν, καθώς έχουν κάθε δικαίωμα να κρατήσουν την σεξουαλική τους ταυτότητα για ίδια χρήση. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς για εκείνους που πιστεύουν ειλικρινά, πως ο πραγματικός έρωτας δεν διαφημίζεται σαν τις οδοντόκρεμες και τα απορρυπαντικά, δεν ισχύει στην φιλότιμη και συστηματική προσπάθεια της gay κοινότητας να δημιουργήσει πρότυπα και παραδείγματα. Στην Ευρώπη, αδυνατούμε να εκτιμήσουμε την πίεση που ασκείται. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα με τις ανύπαρκτες δομές αλληλλεγγύης και τον καλπάζοντα λεβέντικο ρατσισμό, αλλά και στη Γαλλία, όπου η Αντέλ Ενέλ έγινε η πρώτη σημαντική ηθοποιός της γενιάς της που δήλωσε πως είναι λεσβία.
"Ζούμε σε βαθιά συντηρητικούς καιρούς" δήλωσε χθες η Μπλάνσετ, διαμαρτυρόμενη για την ανάγκη να δηλώσει κάτι σχετικό με την ομοφυλοφιλία, αλλά νομίζω πως γνωρίζει καλά (έχοντας ενσαρκώσει ατελείς, εκτός από τις πολύ δυναμικές γυναίκες της καριέρας της) πως το outing και κυρίως το αυτο-outing έχει καταστεί απαραίτητο λόγω των πολλαπλών φονταμενταλιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων που αντιμάχονται την ελευθερία της επιλογής. Το σαφώς λιγότερο κακό (αν και όχι εντελώς καλό) είναι να αισθάνεσαι πως, θες δεν θες, οφείλεις να δηλώσεις τι σόϊ σάρκα σου αρέσει. Ωμά, και πολιτικά. Κι αν ξεχάσεις να το πεις, κάνεις το παγώνι ή δεν βιαστείς, και έχεις κάνει το λάθος να γίνεις γνωστός στην Αμερική, θα έρθει δέμα στο κατώφλι, οργανωμένα και πιεστικά, ένα βήμα πριν τον εκβιασμό. Και τότε πρέπει να διαλέξεις κάτι ωραίο, ανάλογα με το στιλ, το χιούμορ ή το βάσανο. Η Έλεν Πέϊτζ της ταινίας Τζούνο μίλησε εκτεταμένα για το πόσο καταπιεσμένη ήταν, ενώ ο Άντερσον Κούπερ του CNN εξέδωσε μια τηλεγραφική ανακοίνωση για το πόσο ευτυχισμένος και συνειδητοποιημένος ένιωθε πάντα με τον εαυτό του.
Αντίθετα από τον συνάδελφο του, συμπατριώτη, επίσης gay KAI από την πόλη Πόρτλαντ, Γκας Βαν Σαντ, ο Τοντ Χέϊνς πέτυχε να γυρίσει ένα Brokeback Mountain πόλης, για τον πολύ κόσμο, χωρίς να διαφανεί ατζέντα και ακτιβιστική διάθεση στην εξαιρετικά σχεδιασμένη, λίγο απόμακρη ταινία του. Οι χαρακτήρες των ανδρών είναι, ηθελημένα πιστεύω, εχθρικοί και ανολοκλήρωτοι, ενώ οι γυναίκες στο Carol μαγεύουν: Η Κέϊτ Μπλάνσετ κάνει θαύματα, έχοντας περάσει στη σφαίρα του αλάθητου, ενώ η Ρούνι Μάρα, ένα άγραφο χαρτί που περιμένει έναυσμα, αντιγυρίζει την φιλοφρόνηση και μεταμορφώνεται ξανά. Ανάμεσα τους, δημιουργείται ένας σπάνιος μαγνητισμός, σε μια ταινία με γούστο και στόφα.
σχόλια