Η τελευταία χρονιά του Ντίτερ Κόσλινγκ ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου είναι ένα σημαντικό γεγονός από μόνο του – τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί μια ταινία στο διαγωνιστικό για να ξεκινήσει το buzz των βραβείων.
Μετά από 18 χρόνια θητείας, ο ιδιόρρυθμος, εξωστρεφής, ομιλητικότατος, αμφιλεγόμενος Κόσλινγκ (που υποτίθεται πως θα είχε ολοκληρώσει την αποστολή του πέρυσι τέτοια εποχή, αλλά βρίσκεται και πάλι εδώ) αποχωρεί «ευτυχισμένος», κάνει μια αναδρομή σε συνέντευξή του στο Hollywood Reporter, θυμάται καλές και άστοχες στιγμές και συμβουλεύει τους δελφίνους να πιστέψουν στην τύχη και την πολλή δουλειά για να πετύχουν.
Ο Πολ Τόμας Άντερσον αποκόμισε την αίσθηση πως ο Κόσλινγκ μανατζάρει το Φεστιβάλ σαν να κάνει πάρτι στο σαλόνι του σπιτιού του, ενώ ο άλλος Άντερσον, ο Γουές, τον έχει εμπιστευτεί με τις πρεμιέρες δύο από τις καλύτερες ταινίες του, του Grand Budapest Hotel και του Isle of Dogs.
Όταν τζάμαρε με τους Rolling Stones, που τους είχε καλέσει μαζί με τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ τους, Shine a Light, κουβαλώντας την ολόδική του Fender για να αποδείξει πως κατέχει τη ροκ, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ενώ αντίθετα προσπαθεί να απωθήσει την ψυχρολουσία της ακύρωσης την τελευταία στιγμή της Νικόλ Κίντμαν, του Τζουντ Λο και της Ρενέ Ζελβέγκερ για την Επιστροφή στο Cold Mountain, που τον άφησαν τον έρημο σαν παγοκολόνα στο κόκκινο χαλί.
Με πάνω από 400 φιλμ, το Φεστιβάλ αναπόφευκτα προσκαλεί δημιουργούς που δεν έχουν αξιόλογη ή ολοκληρωμένη πρόταση να επιδείξουν, και χάνει έδαφος και κυρίως αντίκτυπο σε σχέση με τους μεγάλους ανταγωνιστές του, τις Κάννες, τη Βενετία και το Τορόντο.
Το πιο χτυπητό fail σε επιλογή που δεν έκανε, μιλώντας για ταινία που πέρασε από τα χέρια του και κατέληξε στις Κάννες, για να αποθεωθεί και να θριαμβεύσει, ήταν το Oldboy του Παρκ Τσαν Γουκ, που άρεσε σε όλους τους συναδέλφους του που εκτελούσαν χρέη προκριματικής επιτροπής, αλλά τον απώθησε η βία και δεν συμπάθησε το κορεατικό έπος εκδίκησης.
Αντίθετα, κάλεσε τον Φιντέλ Κάστρο ως σταρ του ντοκιμαντέρ του Όλιβερ Στόουν, εκείνος δέχτηκε με ενθουσιασμό, ακύρωσε λόγω της επέμβασης των Αμερικανών στο Ιράκ και τελικά έμαθε πως ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας είχε βάλει το διπλωματικό χεράκι του για να μη γίνει το ταξίδι «για να αποφευχθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος», όπως του εκμυστηρεύτηκε αργότερα, ενδεχομένως όχι και τόσο χαριτολογώντας.
Κι ενώ ο χερ Ντίτερ καυχιέται πως δυνάμωσε την αγορά του φεστιβάλ, καθιστώντας τη δεύτερη παγκοσμίως στο κύκλωμα των εμπόρων του σινεμά, και έφερε τον θεσμό στην πρώτη θέση στην προσέλευση θεατών με εισιτήριο, πολλοί, και δικαίως, υποστηρίζουν πως η επιμονή του να αυξήσει τον αριθμό των ταινιών που προβάλλονται στα πολυάριθμα τμήματα εξανέμισε την ποιότητα.
Με πάνω από 400 φιλμ, το φεστιβάλ αναπόφευκτα προσκαλεί δημιουργούς που δεν έχουν αξιόλογη ή ολοκληρωμένη πρόταση να επιδείξουν και χάνει έδαφος και κυρίως αντίκτυπο σε σχέση με τους μεγάλους ανταγωνιστές του, τις Κάννες, τη Βενετία και το Τορόντο.
Όσο κι αν προσπαθούμε να θυμηθούμε καλές ταινίες που βγαίνουν ετησίως από τους κόλπους του φεστιβάλ, είναι σχεδόν αδύνατον να συγκρατήσουμε πάνω από δυο-τρεις.
Γίνεται σταδιακά αντιληπτό πως οι καλύτεροι παρακάμπτουν το Βερολίνο για να υποβάλουν τα φιλμ τους στις Κάννες, τρεις μήνες αργότερα, και αν το κάνουν έγκαιρα και απορριφθούν από εκεί, ίσως σκεφθούν την option του Βερολίνου. Αν όχι, η Βενετία του Σεπτεμβρίου είναι μονόδρομος.
Ένα επιπλέον αγκάθι είναι η ταινία της έναρξης. Η Βενετία έχει καταφέρει να δίνει το μάξιμουμ στους θεατές της, εξασφαλίζοντας ένα οσκαρικό σιγουράκι που θα συζητηθεί για πρεμιέρα.
Το Βερολίνο, αν δεν έχει την τύχη, όπως ορθώς υποστηρίζει ο Κόσλικ, να σαγηνεύσει τουλάχιστον έναν Άντερσον, προσγειώνεται σε ευγενείς μετριότητες καλών προθέσεων και αμφίβολου αποτελέσματος.
Δεν θα μάθει κανείς, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ποιους κυνήγησε το Βερολίνο για το φετινό ξεκίνημα και τι απαντήσεις έλαβε, αλλά η περίπτωση της Καλοσύνης των Ξένων είναι ένα καλό παράδειγμα ενός ακόμη ατυχούς Berlinale opener.
Η Λόνε Σέρφιγκ ξεκίνησε από το περίφημο και σχεδόν ξεχασμένο σήμερα Δόγμα 95, χτύπησε την πόρτα των Όσκαρ με το Μια Κάποια Εκπαίδευση, φλέρταρε με το Χόλιγουντ σκηνοθετώντας τον Τζέικ Τζίλενχαλ και την Αν Χάθαγουεϊ στο One Day και σήμερα, 20 περίπου χρόνια μετά την Αργυρή της Άρκτο για το Italian for Beginners, παρουσιάζει μια ελεήμονα, αμβλεία ωδή στην Καλοσύνη των Ξένων, και πιο συγκεκριμένα, την αξιοθαύμαστη τάση των Βορειοαμερικανών για αλληλεγγύη και υποστήριξη στους μη έχοντες και τους χρήζοντες βοηθείας.
Η Δανή σκηνοθέτις μαζεύει ηθοποιούς από διαφορετικά backgroungs και εθνότητες, τους Αμερικανούς Ζόι Καζάν και Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, τους Άγγλους Μπιλ Νάι και Άντρια Ράιζμπορο, τον Γαλλοαλγερινό Ταχάρ Ραχίμ και τον Καναδό Τζέι Μπαρούσελ, σε μια λυτρωτική ιστορία κακοποίησης και ανέχειας, καθώς μια απελπισμένη νέα μητέρα δραπετεύει με τους γιους της από τον βίαιο σύζυγό της και περιπλανιέται στο χειμωνιάτικο Μανχάταν, ξεμένοντας από χρήματα, δίχως στέγη και γνωστούς, και αναγκάζεται να κλέβει φαγητό ή να καταφεύγει στα συσσίτια απόρων, χωρίς να έχει πλάνο εξόδου από την αξιοπρεπή δοκιμασία.
Μια νοσοκόμα Σαμαρείτης και ένας πρώην κατάδικος που έκανε φυλακή χωρίς να φταίει και τώρα έχει, από καθαρή σύμπτωση, αναλάβει ένα ρώσικο εστιατόριο πολυτελείας γίνονται οι σωτήρες των τριών φυγάδων, σε μια συνειδητή απόπειρα της Σέρφιγκ να μετατρέψει τη σκληρή και αφιλόξενη εικόνα της αμερικανικής μεγαλούπολης σε ένα καταφύγιο καλόκαρδων, τρυφερών ανθρώπων.
Περιγράφοντας την ταινία, είναι αδύνατο να μην καταφύγει κανείς σε χριστιανική ορολογία: σαν μια λουθηρανική φαντασία (ειρωνικά, οι θεολογικές θέσεις του θεμελιωτή των Ευαγγελιστών είναι 95, όπως και στο Dogme), η Καλοσύνη των Ξένων βασίζεται σε μια συμπονετική, εξόχως ενάρετη ματιά, τόσο υποκειμενική όσο, αντίστροφα, η στιλιζαρισμένη βία σαδιστικών περιπετειών, και χρησιμοποιεί τη Νέα Υόρκη σαν κρυφή εκκλησία, με τη σκηνογραφία να εστιάζει στη γοτθικότερη αρχιτεκτονική της και τις χειρονομίες των χαρακτήρων να καταλήγουν στη συγχώρεση.
Καθόλου τυχαία, ο μοναδικός κακός σε αυτή την πανστρατιά των καλόψυχων είναι ο αστυνομικός σύζυγός και πατέρας, φτυστός καθολικός.
Σίγουρα υπάρχει δουλειά στο σενάριο και δουλειά στη σύνθεση, αλλά ο μονοδιάστατος τόνος, η αναμασημένη, ουδέτερη μουσική υπόκρουση και κυρίως η παντελής απουσία δραματικής έντασης, που φτάνει σε στείρωση του συναισθήματος, σκορπίζει την ταινία σε μια πεδιάδα συγκατάβασης και αναληθοφάνειας.
Το ποδαρικό δεν ήταν ευοίωνο. Η συνέχεια φέρνει γνωστούς σκηνοθέτες, όπως τον Φατίχ Ακίν, τον Αντρέ Τεσινέ, τον Φρανσουά Οζόν, την Ιζαμπέλ Κοϊξέτ, την Ανιές Βαρντά και τον Ζανγκ Γιμού στο επίσημο διαγωνιστικό, αλλά και τον Κέισι Άφλεκ και τον Σύλλα Τζουμέρκα, με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών, στο Πανόραμα.
σχόλια