«Οι μύωπες έχουν πάντα ένα βλέμμα καλοκάγαθου σκύλου, γιατί να βλέπει κι αυτή την πλευρά μου ο κόσμος;». Έτσι αντιδρούσε όταν τον κατηγορούσαν ότι τα τελευταία χρόνια κρυβόταν πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά. Αλλά στον Καρλ Λάγκερφελντ δεν άρεσε να δραπετεύει από τίποτα. Πόσο μάλλον να υπεκφεύγει. Ό,τι είχε να πει το φώναζε, ό,τι αγαπούσε το αποθέωνε, ό,τι ήθελε να εκφράσει το σχεδίαζε, ό,τι μισούσε το σκότωνε, ό,τι αποφάσιζε να αγνοήσει, όπως ο έρωτας, το υπονόμευε με δυο κουβέντες: «Υπερτιμημένος κι αυτός!».
Τη Δευτέρα το βράδυ στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού δεν σταμάτησε απλώς να χτυπά η καρδιά του Κάιζερ, για λίγο λύγισε ολόκληρος ο κόσμος της μόδας. Διότι, όπως είχε πει και η Άννα Γουίντουρ (με όση διαχυτικότητα και θέρμη αντέχει): «Ο Καρλ, περισσότερο απ' όλους όσους γνωρίζω σε αυτό τον κόσμο, αντιπροσωπεύει την ψυχή της μόδας».
Ο τελευταίος των μεγάλων, ο πιο μυθικός, αυστηρός, αντισυμβατικός, δηλητηριώδης, εργατικός και κυνικός, ο άνθρωπος που πήρε έναν μικρό οίκο και τον ανέδειξε σε παγκόσμιο ηγέτη της βιομηχανίας της μόδας, που μετέτρεψε το μικρό του όνομα και το πρόσωπό του σε παντοδύναμο brand, αναγνωρίσιμο στα πέρατα της γης, έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας τους Γάλλους να αναρωτιούνται: «Ποιος θα καταφέρει, μετά από αυτόν, να "αγκαλιάσει το παρόν και να επινοήσει το μέλλον" με τον τρόπο που το έκανε εκείνος;».
Είχε μπόλικο κυνισμό να κληρονομήσει για να καταφέρει να διαδεχτεί τη σπουδαιότερη μάγισσα της ευρωπαϊκής μόδας, Κοκό Σανέλ. Όφειλε να της μοιάσει λίγο, αν και στα γεράματα την ξεπέρασε στο φαρμάκι.
Επί χρόνια υπήρχε στη σκιά άνθρωπος που έκανε βάρδιες για να του κρατά την Coca-Cola (light εσχάτως), με την οποία είχε πάθος. Στα άδυτα της Chanel, εκεί όπου δεν μπορούσες να έχεις εύκολα πρόσβαση, μια ολόκληρη στρατιά συνεργατών έτρεμε τη στιγμή που θα ακύρωνε με μια γραμμή την προετοιμασία και τον κόπο εβδομάδων. Το iPad του ήταν ειδική παραγγελία, γεμάτο αστραφτερές πολύτιμες πέτρες. Το λευκό κολάρο του πουκαμίσου σηκωνόταν όλο και ψηλότερα, έτσι που να μοιάζει απροσπέλαστος. Τα μαύρα κοστούμια του, όσο περνούσαν τα χρόνια, έφταναν στο διαμέρισμά του σε όλο και μικρότερο μέγεθος και τα μαύρα γυαλιά έβγαιναν πια σπάνια. Τα γάντια στα χέρια παρέμεναν. Τα ντεφιλέ αποκτούσαν κολοσσιαίες διαστάσεις, οι αφορισμοί του (τα περίφημα «karlismes», όπως τα αποκαλούν οι Γάλλοι) εξακολουθούσαν να είναι μνημειώδεις, οι εχθροί του θανάσιμοι, η γάτα του, η Choupette, το διασημότερο κατοικίδιο του Instagram, ο φόβος του, ένας μόνο: η ανία.
Αγαπημένο του βιβλίο ήταν ο Φάουστ και στο κομοδίνο του επέμενε να κρατά λεξικά διαφόρων γλωσσών. Του άρεσε να συλλέγει έπιπλα, βιβλία, περιοδικά, ακόμα και διαμερίσματα. Τα ραντεβού μαζί του έμοιαζαν με λότο και ποτέ δεν πραγματοποιούνταν με λιγότερο από μία ώρα καθυστέρηση. Η τσαπατσουλιά ήταν το ελάττωμα που δεν άντεχε, οι φόρμες, το ρούχο που μισούσε θανάσιμα («αποτελούν συνώνυμο της ήττας για την προσωπικότητα του ανθρώπου» έλεγε). Τα τατουάζ, μια μανία που απεχθανόταν («είναι σαν να κοιμάσαι σε ένα τυπωμένο μπλουζάκι που ξέβαψε»). Η φρενίτιδα των selfies τον εξόργιζε: «Τι ηλεκτρονικός αυνανισμός είναι πάλι αυτός με τα παραμορφωμένα πρόσωπα;». Ούτε καν στον έρωτα δεν χαρίστηκε, καθώς, από τη στιγμή που πέθανε ο επί χρόνια σύντροφός του Jacques de Bascher, έβαλε στο αρχείο κάθε σεξουαλική του επιθυμία.
Ο λόγος του ήταν ισάξιος με της Πυθίας, τα σχέδιά του, αποδεικτικά της ευφυΐας και της ασύλληπτης ικανότητάς του να διαχειρίζεται συγχρόνως άπειρα πρότζεκτ, οι φωτογραφίες του φανέρωναν την εντελώς ιδιοσυγκρασιακή του ματιά, η έμπνευσή του δεν είχε σύνορα και ο χαρακτήρας του αιχμές που δεν μαλάκωσαν ποτέ. Η σχέση του με τον χρόνο, αμφίθυμη: λάτρευε τα νιάτα, αλλά όχι τους νέους, που ενδεχομένως θα απειλούσαν τον θρόνο του, και μισούσε τους φυγόπονους που τεμπέλιαζαν και ξόδευαν άσκοπα το δώρο της ζωής.
Τη δεκαετία του '80, όταν οι περισσότεροι από τους συνομηλίκους του σχεδιαστές συνταξιοδοτούνταν, εκείνος επέμενε να ετοιμάζει κατά μέσο όρο 14 νέες συλλογές ετησίως. «Μισώ τον ελεύθερο χρόνο, εκτός αν τον περνώ διαβάζοντας. Γεννήθηκα για να δουλεύω, αν το σχέδιο θεωρείται δουλειά, και είμαι πολύ τυχερός που το κάνω σε τέλειες συνθήκες».
«Μια σχετική αίσθηση του χιούμορ και λίγη ασέβεια, αυτά χρειάζεται ένας θρύλος» έλεγε, παρ' ότι ήξερε πως του χρωστάμε μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στη μόδα: τη γέννηση του prêt-à-porter. Την ασέβεια την είχε όλη εκείνος. Το βιτριολικό του χιούμορ, όμως, έπρεπε να το υπομένει διαρκώς όποιος στεκόταν δίπλα του. Όπως, επίσης, και την έλλειψη γενναιοδωρίας προς συναδέλφους του που διαπίστωνε πως τολμούν να ξεχωρίζουν (βλέπε Τζον Γκαλιάνο). Και, πόσο παράδοξο; Τα χαρακτηριστικά του ρατσιστή δεν του ήταν άγνωστα. Δημιουργούσε κι εκείνος επεισόδια που οριακά δοκίμασαν τα αντανακλαστικά του παρισινού λαού, αν σκεφτεί κανείς πως μόνο τα τελευταία χρόνια εξόργισε την κοινή γνώμη μιλώντας απαξιωτικά για το Ολοκαύτωμα και κάνοντας επίθεση στην Άνγκελα Μέρκελ που άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας στους μετανάστες.
Γεννημένος στο Αμβούργο της Γερμανίας το φθινόπωρο του 1933 ή του 1935, ο Καρλ Ότο Λάγκερφελντ μεγάλωσε πλάι σε έναν μεγαλοαστό βιομήχανο μπαμπά (που έγινε πατέρας στα 54) και μια σκληρή 40άρα κουλτουριάρα μητέρα που του προσέφερε απλόχερα κάθε οικονομική άνεση και συγχρόνως του έσφιγγε τον λαιμό με τις φιλοδοξίες της. Εκείνη πρώτη πίστεψε πως το παιδί της αξίζει μόνο δόξες και τον παρότρυνε να εγκαταλείψει το άχρωμο βιομηχανικό λιμάνι για τα γαλλικά σαλόνια.
Όταν, μάλιστα, κάποια στιγμή ο μικρός Καρλ ξεστόμισε ότι θα σπουδάσει ζωγραφική, έξαλλη του εξηγήθηκε: «Δεν σε κουβαλούσα εννέα μήνες για να καταντήσεις καλλιτέχνης». Επίσης, παρόλο που εκείνη κάπνιζε αρειμανίως, όταν ο πιτσιρικάς Καρλ της ζήτησε μια τζούρα, τον ισοπέδωσε λέγοντας: «Κοίτα, δεν πρέπει να καπνίζεις, γιατί τα χέρια σου δεν είναι όμορφα και το κάπνισμα τονίζει την ασχήμια».
Είχε, λοιπόν, μπόλικο κυνισμό να κληρονομήσει για να καταφέρει να διαδεχτεί τη σπουδαιότερη μάγισσα της ευρωπαϊκής μόδας, Κοκό Σανέλ. Όφειλε να της μοιάσει λίγο, αν και στα γεράματα την ξεπέρασε στο φαρμάκι.
Ακόμα και στο Παρίσι, που αργότερα τον λάτρεψε σαν θεό, τίποτα δεν του χαρίστηκε. Ειρωνευόταν όσους συνέδεαν την τέχνη με τη μόδα, γελούσε όταν αποκαλούσαν τους σχεδιαστές μεγαλοφυΐες και επέμενε πως τα κίνητρά του είναι συνήθως πιο ταπεινά: «Η Chanel είναι ένα ίδρυμα και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πόρνη, όπως όλα τα ιδρύματα. Αλλιώς δεν θα έχεις κέρδος από αυτά».
Η πρώτη κολεξιόν που παρουσίασε εκεί το 1983 μόνο θρίαμβος δεν ήταν, καθώς η επιφυλακτικότητα απέναντί του ήταν ξεκάθαρη. Με τη δεύτερη συλλογή, άρχισε να αποδομεί τον μύθο της Κοκό, αποθέωσε τουίντ, πλεξούδες και καπιτονέ τσάντες, έβαλε το περίφημο logo παντού και σε όσους ανατρίχιασαν με την απότομη προσγείωση στη νέα εποχή απάντησε: «Η Ωραία Κοιμωμένη ξύπνησε. Ξεχάστε ό,τι ξέρατε!». Γενικότερα, έφριττε με τη συγκίνηση. «Απεχθάνομαι τη νοσταλγία, τα ταξίδια στο παρελθόν και τις γενέτειρες» έλεγε όταν οι αφελείς δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν για την επίδραση της Ιστορίας στα σχέδιά του.
Είχε κάμποσα χιλιόμετρα διανύσει μέχρι να αναλάβει την ιερή θέση στη Chanel. Στα 17 του χρόνια καταφθάνει στο Παρίσι και το 1955, κερδίζοντας έναν διαγωνισμό σχεδίου, κάνει ποδαρικό στον κόσμο της μόδας ως βοηθός του Πιερ Μπαλμέν. Έπειτα δοκιμάζεται ως καλλιτεχνικός διευθυντής στον Patou, αλλά βαριέται την αφοσίωση και επιλέγει να μοιράζει σχέδιά του παντού: περνά από τον οίκο μόδας Tiziani, γοητεύει με μερικά σχέδια τους Γάλλους στην Chloé, τόλμησε πρώτος να παρουσιάσει δημιουργίες με γούνες στην κολεξιόν του Fendi το 1967, σχεδίασε για τους Krizia, Ballantyne, Charles Jourdan.
Εξήντα χρόνια στις αρένες της μόδας, κάθε τόσο κάποιο δημοσίευμα κινδυνολογούσε και προέβλεπε ότι ο Καρλ ήταν άρρωστος και ότι επρόκειτο να αποσυρθεί. Δεν τους επιβεβαίωσε ποτέ. Απεναντίας, έλεγε πως τα συμβόλαιά του με τη Chanel και τον Fendi είναι αιώνια και θα λήξουν όταν πάψει να αναπνέει.
Στα τέλη Ιανουαρίου ο οίκος Chanel παρουσίασε την τελευταία του κολεξιόν. Στο φινάλε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, η αμήχανη Βιρζινί Βιάρ (επί 32 χρόνια δεξί χέρι του Λάγκερφελντ) βγήκε για την «υπόκλιση», έχοντας πάρει από τον ίδιο τον Καρλ το χρίσμα. Οι ανυποψίαστοι υψηλοί καλεσμένοι που δεν ήξεραν τι συνέβαινε με την κλονισμένη υγεία του την υποδέχτηκαν με ένα «oh», που αργότερα πήρε διαστάσεις θύελλας στο Παρίσι. Η λευκή κόμη και το αφόρητα αλαζονικό ύφος του για πρώτη φορά δεν ήταν εκεί για να τους αποδοθούν τιμές.
Τελικά, ο Λάγκερφελντ είχε δραπετεύσει από κάτι. Αλλά, κακά τα ψέματα, αυτό που θα μας λείψει από το ιερό τέρας της μόδας δεν είναι τα ανεπανάληπτα σχέδιά του αλλά η ικανότητά του να πραγματεύεται εκ νέου την ιστορία ενός οίκου και με ένα μαγικό άγγιγμα να την κάνει συνώνυμο της ποπ κουλτούρας. Κυρίως, όμως, ο τρόπος που μας επέβαλε τον εαυτό του. Δεν περιμέναμε από εκείνον να αλλάξει την ιστορία του ενδύματος, όπως το έκαναν ο Ντιόρ, ο Μπαλεντσιάγκα, η Κοκό Σανέλ. Διότι το πιο ισχυρό δημιούργημα του Λάγκερφελντ ήταν ο Καρλ!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια