Ο Θερμαϊκός είναι ένα πραγματικό στολίδι στην παραλία, από τα ελάχιστα μαγαζιά που έχουν απομείνει στην πόλη με την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα και την αίγλη των '90s και των '00s, τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη με «ευρωπαϊκό αέρα». Ο Θερμαϊκός, όσα και να έχουν αλλάξει στην πόλη και στην Ελλάδα, εξακολουθεί να είναι ακριβώς όπως τότε, όμορφος, προσεγμένος στη λεπτομέρεια, με όμορφα πρόσωπα και την καλύτερη μουσική, το σήμα κατατεθέν του.
«Το μαγαζί άνοιξε το 1992» λέει η κ. Νατάσσα, ο άνθρωπος που είναι η ψυχή του. «Τότε που το ανοίξαμε, η παραλία ήταν άδεια, υπήρχαν μόνο τρία καφενεία κλασικά: το Majestic, που μάζευε και φοιτητόκοσμο, το Αχίλλειο και το Αιγαίο. Ο Θερμαϊκός τότε ήταν σφαιριστήριο, είχε μπιλιάρδα, μηχανάκια με τυχερά παιχνίδια και φλιπεράκια. Από τότε που ήρθαμε εμείς στο μαγαζί έγινε μόδα η παραλία.
Υπάρχει κόσμος που δεν πάει αλλού. Υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που ήρθαν το πρωί για καφέ κι έφυγαν όταν κλείσαμε, τη νύχτα. Κάνα δυο φορές έχει τύχει να μη φύγουν καθόλου. Κοιμήθηκαν στον καναπέ και τους βρήκα το πρωί.
Όσο και να ακούγεται περίεργο σήμερα, ήταν νεκρή, είχε μόνο καφενεία για παππούδες. Ο άντρας μου, ο Μπάμπης Ζουμπούλης, είχε ήδη μια ιστορία στη Θεσσαλονίκη, είχε μαγαζιά που έχουν αφήσει εποχή, αλλά ήταν συνήθως κλαμπ: την Amnesia, το Moby, το Space Mobil, το Basement, το Container, το Convoy, το Cocos. Τον Θερμαϊκό τον ανοίξαμε για να κάνουμε ένα ημερήσιο μαγαζί στο στυλ των υπόλοιπων που ήταν στην παραλία.
Έτσι, δεν αλλάξαμε όνομα και βάλαμε κι εμείς μπιλιάρδο, για να έρχονται οι άνθρωποι που σύχναζαν εδώ να πίνουν το καφεδάκι τους, να παίζουν τάβλι, κανένα χαρτάκι. Έτσι το ξεκινήσαμε. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, όμως, έγινε πανικός. Έγινε αμέσως φανερό ότι το πράγμα δεν πήγαινε εκεί που υπολογίζαμε. Κι αυτός ο πανικός κρατάει μέχρι σήμερα.
Το μαγαζί το στήσαμε χωρίς διακοσμητή, είναι όλο φτιαγμένο από εμένα και τον σύζυγό μου, ο οποίος ήταν πολύ δυνατή προσωπικότητα. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οφείλεται σε αυτόν και την προσωπικότητά του. Καθετί εδώ μέσα έχει και μια ιστορία, τα φωτιστικά, οι καναπέδες, από πού και γιατί το αγοράσαμε, πώς μεταφέρθηκαν, δεν υπάρχει κανένα κομμάτι εδώ τυχαία.
Όλα έχουν μαζευτεί με προσωπική έγνοια και φροντίδα, είναι το προσωπικό μας γούστο. Και υπάρχουν πράγματα που μπορεί να είναι από ένα παλιατζίδικο, πάμφθηνα, αλλά και κάποια που δεν τα πιάνει το μάτι σου και είναι πανάκριβα, γιατί είναι αυθεντικά του '30 και του '50.
Σε ένα μαγαζί πας για να πιεις καθαρά ποτά, με καλές τιμές, να βρεις ζεστή ατμόσφαιρα, ωραίο ντεκόρ. Ο Θερμαϊκός τα έχει αυτά όλα. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό, όμως, είναι το προσωπικό του. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ οικογενειακή και φιλική, τα παιδιά που δουλεύουν εδώ είναι όλοι φίλοι, έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αλλά το προσωπικό μου για μένα είναι σαν οικογένεια.
Δύο φορές τον χρόνο τούς κάνω δώρο ταξίδια και πηγαίνουν κάπου όλοι μαζί. Βγαίνει μια καλή ενέργεια που ο κόσμος την καταλαβαίνει, δεν υπάρχουν αντιζηλίες εδώ μέσα.
Πάντα είχαμε και τις πιο ωραίες μουσικές της Θεσσαλονίκης. Ο άντρας μου έπαιζε πολύ καλή μουσική και είχαμε πάντα τους καλύτερους DJ. Και έχουμε φανατικό κοινό. Ακόμα και όταν όλα τα μαγαζιά είναι άδεια, εδώ δεν έχει τραπέζι. Στέκονται μπροστά στην πόρτα και περιμένουν πότε θα σηκωθεί κάποιος για να κάτσουν. Υπάρχει κόσμος που δεν πάει αλλού. Υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που ήρθαν το πρωί για καφέ κι έφυγαν όταν κλείσαμε, τη νύχτα.
Κάνα δυο φορές έχει τύχει να μη φύγουν καθόλου. Κοιμήθηκαν στον καναπέ και τους βρήκα το πρωί. Τους φτιάξαμε πρωινό και συνέχισαν να μένουν και την υπόλοιπη μέρα. Κάτι που είναι πολύ συγκινητικό είναι τα ερωτικά σημειώματα στο πατάρι, που δεν τα σβήσαμε ποτέ. Έρχονται έπειτα από χρόνια, μεγάλοι, και βρίσκουν αυτό που έγραψαν πολύ νέοι. Η ζωή προχωράει μαζί με το μαγαζί.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στο μπαρ, εκεί κάνουν τις επαγγελματικές τους συναντήσεις, εκεί έρχονται και τους βρίσκουν οι φίλοι τους, πάνε σπίτι τους δυο ώρες κι επιστρέφουν, η ζωή τους είναι μέσα στον Θερμαϊκό. Ο Θερμαϊκός είναι σαν ζωντανός οργανισμός, κατά μία έννοια. Αποπνέει αυτή την αίσθηση, δεν είναι απλώς ένα μαγαζί. Είναι σαν να ζεις μέσα σε μια ταινία».
Η κ. Νατάσσα μιλάει συγκινημένη και διηγείται ιστορίες θαμώνων, αναφέρει τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες, τους ποιητές, τους μουσικούς και τους ηθοποιούς, τους εικαστικούς, τους πολιτικούς που έχουν περάσει ή συχνάζουν στον Θερμαϊκό και δεν μπορείς να τη διακόψεις. Τζον Λιούρι, Σαββόπουλος, Αλ Ντι Μέολα, Γκράχαμ Πάρκερ, Αγγελόπουλος, είναι πολύ μεγάλη η λίστα.
Ο δήμαρχος, ποδοσφαιριστές, ζωγράφοι, φωτογράφοι, ένα σωρό κόσμος που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη λόγω του Φεστιβάλ Κινηματογράφου πήγε και ξαναπήγε στον Θερμαϊκό. «Το πιο μεγάλο βραβείο ήταν που μάς επέλεξε η "Guardian" και μας έβαλε στον τουριστικό οδηγό με τις δέκα alternative προτάσεις» λέει ενθουσιασμένη. «Και ως αντιπροσωπευτικό στοιχείο της πόλης έβαλε τον Θερμαϊκό. Πέρασαν, το είδαν και ούτε τους πήραμε χαμπάρι».
«Μπορείς να είσαι ευτυχισμένος με λίγα λεφτά στη Θεσσαλονίκη. Τα παιδιά μου, ας πούμε, δεν ξοδεύουν πολλά. Παίρνουν μια μπίρα, κάθονται στο λιμάνι, συζητάνε και τους αρκεί. Είναι εύκολη πόλη, περπατιέται, δεν χρειάζεται όχημα. Και το μετρό, που φαγώθηκαν να το κάνουν, δεν ξέρω αν μας χρειάζεται.
Εγώ πάω με τα πόδια παντού. Στην Άνω Πόλη, στο Μέγαρο Μουσικής, δεν μετακινώ το αυτοκίνητό μου, μένει από μπαταρία. Δεν είναι, όμως, η πόλη που ήταν παλιότερα. Κάποτε η Θεσσαλονίκη ήταν κάτι σαν το Βερολίνο για την Ελλάδα. Οι μούρες, οι φάσεις, τα σχήματα, οι ιδέες που αναπτύχθηκαν τις περασμένες δεκαετίες αισθάνομαι ότι δεν υπάρχουν πια. Ερχόσουν εδώ και νόμιζες ότι ήσουν στο Λονδίνο.
Αυτό δεν το βρίσκεις σήμερα. Και επειδή λόγω της δουλειάς είχα επαφή με όλους αυτούς τους ανθρώπους, είχε πραγματικά ένα ενδιαφέρον η ζωή της Θεσσαλονίκης, και εικαστικά και μουσικά, απ' όλες τις πλευρές. Ήταν ροκ εν ρολ. Έβλεπες κάτι μούρες, ήθελες να μάθεις ποιος είναι ο καθένας και τι θέλει να μας πει.
Άλλαξαν, όμως, τα πάντα. Άνοιξαν πάρα πολλά μαγαζιά, άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με αυτήν τη δουλειά έβαλαν έναν διακοσμητή και γεμίσαμε άσπρο και μαύρο. Κι ακούς παντού ελληνικά. Σαν τον Θερμαϊκό υπήρχαν πολλά μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, τώρα μείναμε μόνο εμείς, το De facto, το On The Road. Φύγανε οι μούρες, πέθαναν και πολλοί...
Δεν κατάλαβα ποτέ τι σημαίνει αυτό το "ερωτική πόλη". Μάλλον το έλεγαν επειδή οι γυναίκες ήταν πάντα πιο απελευθερωμένες εδώ, έβγαιναν μόνες τους και πήγαιναν σε μπαρ. Ακόμα και όταν παντρεύονταν και είχαν παιδιά έβγαιναν για ένα ποτό μόνες ή με τις φίλες τους. Και τα τελευταία χρόνια τα κορίτσια έχουν ομορφύνει πάρα πολύ.
Όλα τα νέα παιδιά. Αλλά τι να το κάνεις; Κάθονται κοριτσάκια και αγοράκια σαν τα κρύα τα νερά δίπλα-δίπλα και δεν φλερτάρουν, είναι αδιανόητο. Ίσως φανώ παλιομοδίτισσα, αλλά αυτό το Ίντερνετ έχει τσακίσει κόκαλα. Μέσα σε αυτό το μαγαζί στήθηκαν άπειρες ερωτικές ιστορίες.
Τα φλερτ, οι φάσεις, δεν είχαν τελειωμό. Δέκα ιστορίες την ημέρα με έρωτες, δάκρυα, αποχαιρετισμούς, κλάματα με βλέμματα. Δεν υπάρχει σήμερα αυτό το πράγμα. Κάθονται όλοι και παίζουν με το κινητό. Μια μέρα ήταν τέσσερα παιδιά και δεν μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν στο κινητό όλη την ώρα. Από περιέργεια πήγα να δω τι κάνουν, και ξέρεις τι έκαναν; Έστελναν φωτογραφίες ο ένας στον άλλον! Τους κλείσαμε το Ίντερνετ για πλάκα και τους έπιασε πανικός!».