Στις δεκαετίες του '70 κυρίως αλλά και του '80, ο Μπομπ Κολατσέλο σπανίως ήταν στο σπίτι του. Ήταν μάλιστα έξω τόσο συχνά που ξεκίνησε μια δημοσιογραφική στήλη με τον τίτλο "Out" στην οποία κατέγραφε τα νυχτοπερπατήματα και τις εμπειρίες του σε μερικά από τα πιο "exclusive" πάρτι εκείνης της εποχής – από το Studio 54 ως τον Λευκό Οίκο αλλά και την πρωθυπουργική κατοικία του τότε Γερμανού καγκελάριου Βίλι Μπραντ.
Βοηθούσε βεβαίως το γεγονός ότι δεν ήταν ένας τυχαίος δημοσιογράφος / κοσμικογράφος, αλλά διευθυντής του Interview, του περιοδικού που είχε ιδρύσει ο Άντι Γουόρχολ. Ήταν επίσης στενός του φίλος, δεξί του χέρι και τακτικός συνοδός του στις διάφορες εξόδους του μέχρι τον θάνατο του διάσημου καλλιτέχνη το 1987.
Οι φωτογραφίες που τράβηξε εκείνα τα χρόνια ο Κολατσέλο δεν είναι απλά οι προσωπικές αναμνηστικές του εικόνες από τελετουργίες επιφανών προσωπικοτήτων– αποτελούν ιστορικά ντοκουμέντα μιας περιόδου της αμερικανικής κουλτούρας όπου τα πάντα έμοιαζαν να έχουν μια συναρπαστική υφή γκλάμορους παρακμής.
Οι φωτογραφίες που τράβηξε εκείνα τα χρόνια ο Κολατσέλο δεν είναι απλά οι προσωπικές αναμνηστικές του εικόνες από τελετουργίες επιφανών προσωπικοτήτων (πάρτι, γάμοι, ορκωμοσίες) – αποτελούν ιστορικά ντοκουμέντα μιας περιόδου της αμερικανικής κουλτούρας όπου τα πάντα έμοιαζαν να έχουν μια συναρπαστική υφή γκλάμορους παρακμής.
Πολλές από τις φωτογραφίες συγκεντρώθηκαν για να παρουσιαστούν στην έκθεση που εγκαινιάστηκε στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας με τίτλο "Pictures From Another Time: Photographs by Bob Colacello, 1976 – 82" στην γκαλερί του Vito Schnabel (γιου του γνωστού ζωγράφου και σκηνοθέτη Τζούλιαν Σνέιμπελ) στο Μανχάταν.
Με αφορμή την έκθεση, ο Κολατσέλο μίλησε στο περιοδικό Vanity Fair – του οποίου παραμένει άλλωστε τακτικός συνεργάτης – και είπε μεταξύ άλλων τα εξής, ξετυλίγοντας τις αναμνήσεις του από μια εποχή και μια κουλτούρα που μοιάζει πολύ μακρινή...
«Μπορώ να πω ότι είμαι ευγνώμον που όταν ήμουν νέος στη Νέα Υόρκη, δεν υπήρχαν τηλέφωνα με φωτογραφικές κάμερες, διότι αν υπήρχαν πολλά από αυτά που συμβαίνανε δημόσια, δε νομίζω ότι θα είχαν συμβεί».
«Η αίσθησή μου είναι ότι τότε οι άνθρωποι είχαν περισσότερο αυτοσαρκασμό και χιούμορ ακόμα και με φλέγοντα πολιτικά ζητήματα. Δεν κυριαρχούσε μια στεγνή ιδεολογική ατζέντα. Νομίζω ότι ως κοινωνία έχουμε χάσει το χιούμορ μας».
«Ο Άντι με ήθελε δίπλα του επειδή μπορούσα να μιλήσω με τους πάντες και επίσης είχα πολύ γερή μνήμη. Δεν θυμόμουν τόσο τι φορούσαν ή τι πίνακες είχαν στο σπίτι τους, μπορούσα όμως να θυμηθώ αυτούσιες ολόκληρες συζητήσεις. Συχνά μου έλεγε ο Άντι 'ευτυχώς έχω εσένα και δεν χρειάζεται να κουβαλάω μαγνητόφωνο- είσαι το ανθρώπινο μαγνητοφωνάκι μου'».
«Η δεκαετία του '70 ήταν σα να εκπληρώνει διάφορες κατακτήσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Η σεξουαλική επανάσταση και η ευρεία χρήση ναρκωτικών πραγματώθηκαν στα '70s, έγιναν η νόρμα. Και όλοι οι πλούσιοι που έμεναν στην Παρκ Άβενιου και στην Πέμπτη Λεωφόρο ήθελαν να διοργανώνουν ή να πηγαίνουν σε πάρτι και να γνωρίζουν νεολαία και καλλιτέχνες».
«Ένα από τα υπέροχα στοιχεία της προσωπικότητας του Άντι Γουόρχολ ήταν ότι δεν ήθελε να κρέμονται δικά του έργα στο σπίτι του. Ήταν πραγματικά σεμνός και ταπεινόφρων, με την πιο ευρεία έννοια των όρων. Αν κάτι δεν ήταν γρήγορο, εύκολο, φτηνό και καινούριο, δεν είχε νόημα να γίνει κατά τη γνώμη του. Αν κάτι είναι πολύ ακριβό και απαιτεί πολύ από τον χρόνο σου, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι το σωστό πράγμα για σένα. Και όταν τον πλησίαζαν νεαρά παιδιά για συμβουλή και του έλεγαν 'θέλω να γίνω φωτογράφος αλλά δεν έχω καλή μηχανή', εκείνος τους απαντούσε 'να φωτογραφήσεις τότε με την φτηνή σου κάμερα. Απλά κάνε το. Ξεκίνα...».
σχόλια