Γιατί πήγες στην Παλαιστίνη;
Συμμετείχα στη 3η Qalandyia Ιnternational Biennale «Gestures Intimes», το 2015. Επισκέφτηκα τον τόπο πέντε φορές για να κάνω έρευνα και να βρω τι έργο θα έκανα εκεί. Θα δημιουργούσα μια μόνιμη εγκατάσταση. Γύρισα όλη την Παλαιστινή και κατέληξα να φτιάξω και να δείξω το έργο μου στον Νότο.
— Γιατί στον Νότο;
Είχε πιο μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ήταν δίπλα στη Γάζα, στο πιο φορτισμένο σημείο της Παλαιστίνης. Με όλα αυτά
τα σκληροπυρηνικά που συμβαίνουν εκεί, νομίζω ότι με τραβούσε εντελώς αυτή η θέση.
— Δεν ένιωθες φόβο όσο βρισκόσουν σε αυτό το «αιχμηρό» σημείο του πλανήτη;
Προέρχομαι από την Κύπρο, που και εκεί υπήρχαν έντονα διαχωριστικές γραμμές, και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, μπορείς να πεις ότι ήμουν εξοικειωμένος – όχι, βέβαια, σε τέτοιον βαθμό. Τις πρώτες ειδικά μέρες εκεί υπήρχε το συναίσθημα του φόβου. Ήμουν ξένος όσον αφορά τη γλώσσα, τη νοοτροπία. Δεν υπάρχει καμία τουριστική υποδομή. Ζούσα σε ένα χωριό –το όνομα του είναι Dhahiriya– στο τελευταίο σημείο της Παλαιστίνης, δίπλα στην Γάζα, εκεί όπου ακόμα ζουν οι Βεδουίνοι. Στην πλειονότητά του ο πληθυσμός είναι μουσουλμάνοι. Ζούσα στο κέντρο του χωριού, στο ρωμαϊκό κομμάτι, και ήμουν ο πρώτος ξένος που έμεινε ποτέ εκεί. Μέχρι να με συνηθίσουν, φαντάζεσαι πόσα καχύποπτα βλέμματα είχα εισπράξει – και δικαιολογημένα. Παρά, όμως, την αρχική καχυποψία, ήθελαν πάρα πολύ αυτός ο ξένος να μην είναι εχθρικός, να γίνει φίλος.
Με αγάπη, φροντίδα και περιποίηση, ακόμα και σ' αυτά τα σημεία μπορείς να αισθανθείς ότι όλα γύρω σου είναι φυσιολογικά. Άλλωστε, αυτή ήταν η αρχική πρόκληση, που αποδέχτηκα να πάρω μέρος σ' αυτή την έκθεση ως πολιτικός καλλιτέχνης.
— Πώς ήταν η αίσθηση τού να ζεις σε ένα μέρος όπου ελλοχεύει παντού ο κίνδυνος;
Τις πρώτες μέρες, επειδή ζούσα σε χωριό και όχι στην Ραμάλα, υπήρχε μεγάλη περιέργεια από τους ντόπιους να δουν πώς είμαι, πώς μοιάζω, σαν να είχε φτάσει εξωγήινος. Ειδικά όταν έμαθαν ότι είχα έρθει για να φτιάξω ένα έργο και ότι είχα ειρηνικές διαθέσεις, ήθελαν να με γνωρίσουν, μου χτυπάγανε την πόρτα συνέχεια. Όταν περνούσε ο ιμάμης τα ξημερώματα για να πάει στο παλιό τζαμί, άκουγα τα βήματα έξω από την πόρτα μου και ντόπιες συνομιλίες, και όλο αυτό ενώ έξω ήταν μαύρο σκοτάδι. Οπότε, τις πρώτες μέρες ήμουν σε επιφυλακή. Μετά όμως το φιλοσόφησα, σκέφτηκα ότι έπρεπε να πάω με τα νερά τους και να γίνω μέλος της κοινωνίας τους, να μάθω από τους ρυθμούς τους. Οπότε, με έναν τρόπο αφέθηκα, και για να επιβιώσω και για να προχωρήσω το έργο μου. Άλλωστε, ήμουν ανάμεσα στους τρεις καλλιτέχνες που είχαν επιλέξει για να δημιουργήσουν ένα έργο το οποίο θα έμενε στον τόπο που θα επισκέπτονταν. Έτσι ενσωματώθηκα και μ' έναν παράξενο τρόπο έφυγε και ο φόβος.
— Τι ήταν πιο δύσκολο να συνηθίσεις από τον δικό τους τρόπο ζωής;
Στην αρχή μου χτυπάγανε την πόρτα –γιατί δεν είχα κουδούνι–, και κάποιες φορές βρισκόμουνα σε δύσκολη θέση, ειδικά το βράδυ. Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανοίξω ή όχι. Αλλά και τι να τους έλεγα; Δεν είχαμε και τρόπο να επικοινωνήσουμε, γιατί οι περισσότεροι δεν μιλούσαν καν αγγλικά. Στην πορεία βρήκαμε κώδικα επικοινωνίας, ήταν μια χαρά και γίναμε φίλοι. Είναι αστείο, γιατί προκειμένου να βάλω όρια, είχα κολλήσει ένα χαρτάκι στην πόρτα με το οποίο τους παρακαλούσα να μη χτυπάνε σε ακατάλληλες ώρες, το οποίο μου το είχαν γράψει στα αραβικά, αλλά δεν το έλαβαν υπόψη τους γιατί έτσι είναι η κουλτούρα τους. Οι πόρτες χτύπαγαν και άνοιγαν όποτε εκείνοι ήθελαν. Με τον καιρό το συνήθισα και είχε και αυτό πλάκα.
— Πώς είναι να κάνεις φίλους που δεν μιλάτε την ίδια γλώσσα; Να μην μπορείτε, δηλαδή, να συνεννοηθείτε;
Γίνεται και αυτό, απλώς επινοείς έναν άλλο κώδικα επικοινωνίας. Μιλούσαν, άλλωστε, και λίγα αγγλικά, αλλά και με τα χέρια. Είχα και μια φίλη παλαιότερα που ήταν κωφάλαλη και μιλάγαμε κανονικά για όλα. Σιγά-σιγά, άρχισα να κάνω φίλους, κυρίως νέα παιδιά, τα οποία ήταν διατεθειμένα να με βοηθήσουν με το έργο μου και ήταν ωραίο που συμμετείχαν και ντόπιοι στη δημιουργία του έργου.
— Πώς και επέλεξες νέους ανθρώπους για να κάνεις παρέα;
Αρχικά εκείνοι με επέλεξαν. Εκεί τα αγόρια μεγαλώνουν και ωριμάζουν από πολύ μικρά – είναι μέρος της κουλτούρα τους αυτό. Πρέπει να βγουν γρήγορα στη ζωή και να βοηθήσουν την οικογένεια. Γίναμε φίλοι και ήταν πολύ ευχάριστο αυτό. Έμαθα πολλές ιστορίες και τη δική τους ματιά πάνω στο πολιτικό κομμάτι. Όλοι τους με διεκδικούσαν για φίλο και έπρεπε να κάνω κάποιες επιλογές. Στο τέλος ήμασταν μια μεγάλη παρέα που βρισκόμασταν από τις εφτά το πρωί μέχρι την ώρα που πηγαίναμε για ύπνο.
— Ξεχώρισες κάποιον για πιο στενή φιλία;
Ναι. Τον Νασίμ και τα οκτώ αδέρφια του, τον Απουάλι, τον Αχμάτ και τον Απουράμι. Δεν κάνω εύκολα φίλους. Ήταν, όμως, συνέχεια μαζί μου και με βοήθησαν ουσιαστικά. Με προστάτευαν από οτιδήποτε, ακόμα και από τους προσωπικούς μου φόβους, που δεν τους εξέφραζα. Με πήγαιναν στο σπίτι κάθε βράδυ, περίμεναν να κλείσω τα φώτα και μόνο τότε έφευγαν. Όταν τελειώναμε δε το έργο, ξενυχτάγαμε όλοι μαζί με γέλια και και δεν τους έβλεπες ποτέ να δυσανασχετούν με τα ξενύχτια. Και δεν έπαιρναν καθόλου λεφτά, είναι πολύ περήφανοι άνθρωποι σε αυτό το κομμάτι. Απεναντίας, δεν με άφησαν ποτέ νηστικό. Οι οικογένειές τους μου μαγείρευαν με φροντίδα και ήμουν πια μέλος τους. Μου φτιάχνανε ψωμί στα κάρβουνα, κάτω στο χώμα, για να φάω το πρωινό μου. Ήμουν μέρος της οικογένειάς τους. Η φιλία μας είχε κάτι απλό και συγκινητικό. Έμπαιναν για μένα μπροστά, το βρίσκω υπέροχο.
— Έχουν κάποια ιδιαίτερη σύνδεση οι Παλαιστίνιοι με τους Έλληνες;
Ναι. Υπάρχει μεγάλη συμπάθεια. Ένιωθα σαν να ξανάβρισκα τις ρίζες μου, που δεν είχα την ευκαιρία να ζήσω όταν έπρεπε. Και το έβρισκα αυτό σε μια άλλη κουλτούρα, αλλά πολύ κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία. Η μπιενάλε είχε πολιτικό χαρακτήρα και ήταν πολύ σημαντικό που το έζησα έτσι, γιατί μπόρεσα να φτιάξω το έργο που μου ανατέθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Οι ντόπιοι δώρισαν για το μουσείο πολλά πράγματα, δικά τους, προσωπικά: ένα παλιό φόρεμα μιας γιαγιάς, κάτι κιμονό που ήταν αριστουργήματα. Μου τα έδιναν όλα πρόθυμα για να μπούνε στο μουσείο και να γίνουν μέρος του έργου. Με εμπιστεύτηκε τόσο ο δήμος του χωριού όσο και οι ντόπιοι. Οι γυναίκες άνοιξαν τις ντουλάπες τους, κάτι που δεν θα έκαναν λόγω κουλτούρας και θρησκείας σε καμία άλλη περίπτωση, με ξενάγησαν στην γκαρνταρόμπα τους και είχα και κάτι σαν το κλειδί του χωριού (γέλια). Πράγματι, μου είχαν δώσει ένα κλειδί για ένα δωμάτιο στον δήμο όπου υπήρχε Ίντερνετ για να μπορώ να επικοινωνώ με τα γραφεία της μπιενάλε στην Ιερουσαλήμ και τη Ραμάλα. Αυτές ήταν οι μόνες στιγμές που ήμουν μόνος μου.
— Σκέφτεσαι να επιστρέψεις κάποια στιγμή;
Φυσικά και θα ξαναπάω και τώρα, μέσα στον Μάιο. Είναι κάτι σαν άσυλο για μένα. Αν χρειαστεί να μεταναστεύσω, θα πάω εκεί. Είναι μια άλλου είδους ζωή. Κράτησα επαφές με τους φίλους μου, είμαστε φίλοι μέσω Facebook. Κάνανε λογαριασμό για να μπορούν να είναι φίλοι μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να στείλεις εκεί ούτε γράμμα, ούτε δέμα, ούτε τίποτα.
— Τι πρέπει να έχει κάποιος για να τον θεωρείς φίλο;
Αυτό ακριβώς που είχαν εκείνα τα παιδιά, και ίσως έχουν όλα τα παιδιά. Ειλικρίνεια. Έπειτα, ήταν διαθέσιμα να μπουν στη διαδικασία. Όπως κι εγώ έγινα διαθέσιμος, μέσα από το δικό τους άνοιγμα. Δεν μου είναι εύκολο πλέον να κάνω καινούργιους φίλους.
— Τι κρύβει συμβολικά η σπηλιά που δημιούργησες;
Το έργο που παρουσίασα εκεί ήταν σε μια σπηλιά που την επέλεξα για να γίνει ο χώρος του μουσείου. Στη σπηλιά στήσαμε όλα τα στοιχεία που θα αποτελούσε το μουσείο «I Cave in Dahriam». Οι σπηλιές είναι ενταγμένες στη ζωή τους. Στους πολέμους ήταν άσυλο γι' αυτούς και για τους γείτονες. Και η φιλία τους για μένα είναι η δική μου σπηλιά. Όταν έφευγα, υπήρχε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση, αφού περάσαμε καιρό μαζί. Ένας μικρός φίλος μού είπε κάτι σοφό και απλό: «Εντάξει, πήγαινε τώρα και ξαναέλα». Το θυμάμαι αυτό και μ' αρέσει. «Πήγαινε, και ξανά έλα».
— Πώς γίνεται να νιώθεις, όμως, σπηλιά και καταφύγιό σου ένα από τα πιο τρομακτικά σημεία στον πλανήτη;
Ωραίο αυτό που με ρωτάς. Χωρίς την αγάπη των ανθρώπων εκεί πέρα ίσως δεν θα ένιωθα έτσι. Αλλά με αγάπη, φροντίδα και περιποίηση, ακόμα και σ' αυτά τα σημεία μπορείς να αισθανθείς ότι όλα γύρω σου είναι φυσιολογικά. Άλλωστε, αυτή ήταν η αρχική πρόκληση, που αποδέχτηκα να πάρω μέρος σ' αυτή την έκθεση ως πολιτικός καλλιτέχνης.
ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ
Το Ισραήλ έχει τον μεγαλύτερο αριθμό νεκρών δημοσιογράφων ξένου Τύπου ανά κεφαλή και ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο στον κόσμο. Ο αριθμός των ξένων ανταποκριτών έχει μειωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία, αλλά πολλοί επίδοξοι φωτογράφοι, γνωστοί ως «κροκόδειλοι», αναζητούν τους πυροβολισμούς που θα ξεκινήσουν την καριέρα τους. Τα τελευταία 20 χρόνια πάνω από 2.000 δημοσιογράφοι και τεχνικοί συνεργείων έχουν χάσει τη ζωή τους την ώρα της δουλειάς παγκοσμίως. Μόνο την περασμένη χρονιά σκοτώθηκαν 71.
ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙΔΙ
Υλικά
1 1/5 κιλό κουνουπίδι κομμένο σε μπουκετάκια
Ελαιόλαδο
250 γρ. κιμάς μοσχαρίσιος
1 ξερό κρεμμύδι ψιλοκομμένο
12 σκελίδες σκόρδο
Κύμινο (περίπου δύο κουταλάκια του γλυκού συνολικά)
6 κουταλιές σούπας ταχίνι
Χυμός μισού λεμονιού
2 κουταλιές σούπας γιαούρτι
Μαϊντανός ψιλοκομμένος
Αλάτι, πιπέρι
Εκτέλεση
Τσιγαρίζουμε τον κιμά, προσθέτουμε το κρεμμύδι, το σκόρδο και το μισό κύμινο, αλάτι και πιπέρι και τα αφήνουμε στη φωτιά μέχρι να μαλακώσει το κρεμμύδι. Σε άλλο τηγάνι βάζουμε λάδι να ζεσταθεί και τηγανίζουμε σε χαμηλή φωτιά τα κουνουπίδια γυρίζοντάς τα συχνά, μέχρι να πάρουν χρώμα, περίπου για 15 λεπτά. Προσθέτουμε αλάτι και το υπόλοιπο κύμινο.
Σε μπλέντερ χτυπάμε το ταχίνι, τον χυμό λεμονιού, το γιαούρτι και πέντε κούπες νερό μέχρι να γίνει ένα απαλό μείγμα. Σε μετρίου μεγέθους πυρέξ απλώνουμε τα κουνουπίδια, από πάνω τους τον κιμά και στη συνέχεια ρίχνουμε τη σάλτσα από ταχίνι. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 60 λεπτά ή μέχρι να απορροφηθούν τα υγρά. Γαρνίρουμε με μαϊντανό.
© ΓΚΡΕΚΑ / LIFO 2014
σχόλια