Στο site του περιοδικού Spectator δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες ένα εξαιρετικό υμνολόγιο του Κουεντίν Ταραντίνο για τον «δάσκαλό» του Σέρζτιο Λεόνε αλλά και για το ακόμα και στις μέρες μας υποτιμημένο είδος του σπαγγέτι γουέστερν. Πρόκειται για προδημοσίευση από την εισαγωγή του βιβλίου του Christopher Frayling "Once Upon a Time in the West: Shooting a Masterpiece», που βασίστηκε σε μια μακρά συνομιλία του συγγραφέα με τον Αμερικανό σκηνοθέτη.
Ιδού κάποια από τα πιο καίρια αποσπάσματα αυτού του κειμένου στο οποίο τονίζεται η τεράστια επίδραση του σινεμά του Λεόνε – ο (σου)ρεαλισμός, η αισθητική αντίληψη, η χρήση της μουσικής, το ειρωνικό, μοιρολατρικό χιούμορ, τα σκηνικά και τα κουστούμια – στο σύγχρονο σινεμά...
Για μένα, είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους Ιταλούς σκηνοθέτες. Θα έφτανα ακόμα και στο σημείο να πω ότι πρόκειται για τον ιδανικότερο συνδυασμό στυλίστα και αφηγητή στον κινηματογράφο...
Η ταινία που με έκανε να σκεφτώ σοβαρά να κάνω σινεμά, η ταινία που μου έδειξε πώς ένας σκηνοθέτης κάνει αυτό που κάνει, πώς ένας σκηνοθέτης μπορεί να ελέγχει μια ταινία μέσω της κάμερας, είναι το «Κάποτε στη Δύση». Ήταν σχεδόν σαν ολόκληρη σχολή κινηματογράφου σε μια ταινία. Αποτύπωνε πραγματικά πώς μπορείς να έχεις αντίκτυπο ως κινηματογραφικός δημιουργός. Πώς να αποκτήσει η δουλειά σου υπογραφή. Βρέθηκα συνεπαρμένος και σκέφτηκα «αυτός είναι ο τρόπος». Είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου μια σαφής αισθητική προσέγγιση.
Έχουν υπάρξει ελάχιστοι σκηνοθέτες που μπήκαν βαθιά σε ένα παλαιότερο είδος δημιουργώντας στην πορεία ένα ολόκληρο νέο σύμπαν από τα βασικά του στοιχεία. Σε κάποιο βαθμό, το κατάφερε ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ με τα γαλλικά «γκανγκστερικά» φιλμ. Αυτοί οι τύποι από την Ιταλία όμως – ο Σέρτζιο Λεόνε, ο Σέρτζιο Κορμπούτσι, ο Ντούτσιο Τεσάρι και ο Φράνκο Τζιράλντι – το έκαναν καλύτερα απ' όλους. Κατά κανόνα είχαν ξεκινήσει ως κριτικοί κινηματογράφου και σταδιακά πέρασαν στο σενάριο. Και μετά μπήκαν στο πλατό αρχικά ως υπεύθυνοι της δεύτερης μονάδας παραγωγής, οι τύποι δηλαδή που στήνουν τη δράση. Πρέπει να πάει κανείς στο Γαλλικό Νέο Κύμα για να βρει μια παρέα που να αγαπούσε τόσο πολύ το σινεμά όσο αυτοί.
Οι ταινίες του Λεόνε δεν ήταν αφοσιωμένες μόνο στο ύφος. Υπήρχε ρεαλισμός σ' αυτές. Υπάρχει ρεαλισμός στην παρουσίαση του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου στο «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» - ρεαλισμός που έλειπε από όλες τις (αμερικανικές) ταινίες με φόντο τον Εμφύλιο που είχαν προηγηθεί...
Ο υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της παραγωγής αλλά και για τα κοστούμια, ο [αρχιτέκτονας επίσης] Κάρλο Σίμι, ήταν το μυστικό όπλο του Λεόνε, όσο κι ο Ένιο Μορικόνε. Δεν υπήρχε τίποτα το ξεχωριστό στα σκηνικά και στα κοστούμια των αμερικανικών γουέστερν της δεκαετίας του '60: τα κοστούμια προέρχονταν από το βεστιάριο οποιουδήποτε στούντιο είχε αναλάβει τα γυρίσματα. Τα κοστούμια του Σίμι όμως έκαναν τη μισή δουλειά για τους χαρακτήρες... Στις ταινίες του Λεόνε, συναντάμε τον καλύτερο σχεδιασμό παραγωγής, τα καλύτερα κοστούμια και τα καλύτερα σκηνικά αντικείμενα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο ισάξιο.
Ο Λεόνε ήταν αυτός που ενεργοποίησε τη μουσική στο σινεμά και την έκανε όπερα. Γνωρίζω ότι υπάρχουν παραδείγματα που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που λέω, η αίσθησή μου είναι πάντως ότι ο Λεόνε ήταν ο πρώτος που μόνταρε εικόνα πάνω στη μουσική μ΄ αυτόν τον τρόπο... ο οποίος παραμένει κυρίαρχος στο σινεμά μέχρι σήμερα. Όλα ξεκίνησαν με τον Λεόνε και τον Μορικόνε, και ειδικότερα με το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»...Η "Misirlou" στην εκτέλεση του Dick Dale που χρησιμοποίησα στο «Pulp Fiction» δεν έχει σχέση με το "surf", για μένα είναι μουσική γουέστερν σπαγγέτι με κιθάρα...
Το «Κάποτε στη Δύση» είναι το τέλος του «γουέστερν σπαγγέτι» όπως το ξέρουμε. Είναι το τέλος αυτού του υπέροχου είδους που ελάχιστο σεβασμό κέρδισε στην εποχή του, ακόμα και στην Αμερική και ειδικά στην Ιταλία. Αρκεί να δει κανείς τις κριτικές που είχαν γράψει τότε για το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», ιερά τέρατα όπως ο Ρότζερ Έμπερτ ή η Πολίν Καέλ ή να αναζητήσει (μάταια) το όνομα του Σέρτζιο Κορμπούτσι στο αρχείο των New York Times. Μιλάμε για τέτοια έλλειψη σεβασμού που δεν είναι καν αστείο. Κι όμως σ' αυτό το καταπληκτικό είδος εργάστηκαν όλοι αυτοί οι άξιοι τεχνικοί και ηθοποιοί, δημιουργώντας πάνω από 300 ταινίες σε μια περίοδο τεσσάρων – πέντε χρόνων, και το «Κάποτε στη Δύση» ήταν το κύκνειο άσμα.
Αν το ζήτημα είναι ποιοι από τους δημιουργούς της δεκαετίας του '60 επηρέασαν περισσότερο τους σκηνοθέτες στα τέλη του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, πιστεύω ότι ο Λεόνε ήταν εκείνος που έδειξε την κατεύθυνση για τη σύγχρονη κινηματογραφική αντίληψη. Υπάρχει στο έργο του αυτός ο υπέρμετρος ενθουσιασμός και το έντονο σπινθήρισμα των σκηνών δράσης που εξελίχθηκε αργότερα σε τόσες ταινίες... Ο σουρεαλισμός, η τρέλα, η χρήση της μουσικής, η επιμελής οργάνωση της σκηνής, η ειρωνική αίσθηση του χιούμορ... Όλα αυτά ξεκινούν με τον Λεόνε.
Για μένα, είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους Ιταλούς σκηνοθέτες. Θα έφτανα ακόμα και στο σημείο να πω ότι πρόκειται για τον ιδανικότερο συνδυασμό στυλίστα και αφηγητή στον κινηματογράφο...
σχόλια