Είμαι το μοναχοπαίδι μιας μητέρας εκπαιδευτικού κι ενός μπαμπά τελωνειακού. Πάντα ακραία εγωίστρια και περήφανη. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και έμεινα εκεί ως τα τέσσερα. Τα παιδικά μου χρόνια υπήρξαν ένας ιδιότυπος συνδυασμός μεγάλης αγκαλιάς και πειθαρχίας. Η αγάπη και οι κανόνες δίνονταν με την ίδια δοσολογία και συχνότητα. Δεν υπήρχε πιθανότητα να κάνω κάτι απρεπές και να μην το πληρώσω. Θυμάμαι τη μαμά να μου λέει:«Σ' αγαπάω πάρα πολύ, αλλά είμαι υποχρεωμένη να σε τιμωρήσω». Θεωρούσε πως αν δεν οριοθετήσουν οι γονείς το παιδί τους, θα το κάνει αργότερα ο λάθος άνθρωπος: ο εκπαιδευτικός, ο σύντροφος, ο εργοδότης.
• Φτάνοντας στην Αθήνα, μείναμε στους Αμπελόκηπους. Στα 20 μετακόμισα στο Κολωνάκι, όπου ζω μέχρι σήμερα. Ήμουν παιδί του πεζοδρομίου και της αλάνας. Τα πρωινά φοιτούσα στο Αμερικανικό Κολέγιο και τα απογεύματα έπαιζα με τα αγόρια μήλα και ποδόσφαιρο. Ούτε να γυρίσω να τα δω τα κοριτσίστικα παιχνίδια. Οι κούκλες μού προέκυψαν μετά τα 20. Σήμερα ζω μέσα στους αρκούδους και κοιμάμαι με ένα λούτρινο μικρό σκυλάκι που δεν αποχωρίζομαι ποτέ. Συμβολίζει όλες μου τις αγάπες.
• Έδωσα στη Νομική μόνο και μόνο γιατί οι γονείς μου κόντεψαν να αυτοκτονήσουν όταν ανακοίνωσα ότι θα δώσω και σε δραματική σχολή. Ο μπαμπάς μου έβαλε τα κλάματα, πήγε στο άλλο δωμάτιο, χωρίς να πει κουβέντα, και επιστρέφοντας μου ανακοίνωσε: «Κάνε ό,τι θέλεις». Για να αλαφρώσω την ψυχή τους έδωσα και στα δύο, και πέρασα και στα δύο.
Παρακολούθησα Νομική ένα έτος –έβαζα κάτω από τα βιβλία για το Δίκαιο τα θεατρικά του Μίλερ– και στη συνέχεια αφοσιώθηκα στην υποκριτική. Με τα χρόνια μαλάκωσαν και καμάρωναν πολύ την προσπάθειά μου. Στην πρώτη μου παράσταση στο θέατρο Διονύσια ο μπαμπάς, φτιαγμένος πολύ πριν από εμένα, στεκόταν πανέτοιμος στην πόρτα και μου φώναζε: «Έλα, έλα, αργούμε, πρέπει να φύγουμε».
Τίποτα το ποιοτικό δεν μπορεί να μην είναι εμπορικό. Αν δεν είναι εμπορικό, δεν επιτελεί κανένα απολύτως έργο. Αν αυτό που κάνω το καταλαβαίνω μόνο εγώ και άλλοι δύο, δεν έχει καμία απεύθυνση. Είναι ένα κόμπλεξ με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές στο θέατρο.
• Ό,τι αγάπησα του δόθηκα ολοκληρωτικά και δούλεψα για να το κατακτήσω. Δεν περίμενα να με βρουν οι αγάπες. Ποια ήμουν στο κάτω κάτω; Ακόμα και στις αποτυχίες αγωνιούσα να καταλάβω πού έχω σφάλει. Δεν μου περνούσε από το μυαλό ότι δεν κατάλαβε ο κόσμος το έπος που έφτιαξα. Επιτυχία είναι αυτό που έλεγε ο Τσόρτσιλ: να προχωράς από τη μια αποτυχία στην άλλη χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου. Άλλωστε, πώς θα βγει η ζωή αν δεν αγαπήσεις τον κακό σου εαυτό;
Αμάν πια με όλους αυτούς που θεωρούν ότι τους χρωστάει η ζωή. Δεν αντέχω τους γερασμένους ή, ακόμα χειρότερα, τους παραιτημένους νέους που αναμασούν την καραμέλα για τα κυκλώματα που τους κυνηγούσαν και τους έβαζαν τρικλοποδιές, για τους ανίδεους που δεν εκτίμησαν το ατελείωτο ταλέντο τους. Είναι ύβρις να λες πως ο μόνος τρόπος να πετύχεις είναι ο δόλος. Και είναι αμαρτία να αφήνεις αξόδευτο ένα χάρισμα που σου πρόσφερε η ζωή.
• Αυτός είναι και ο λόγος που θυμώνω με το #metoo. Τι σημαίνει υποκύπτω για να πάρω τον ρόλο και δέκα χρόνια μετά καταγγέλλω την παρενόχληση; Χίλιες φορές να χάσω μια δουλειά, την οποία στο κάτω κάτω δεν κέρδισα με θεμιτά μέσα, παρά να χάσω την αξιοπρέπειά μου. Είναι εξευτελισμός της γυναίκας. Αρνήσου, κατάγγειλέ τον και υποχρέωσέ τον να σε σεβαστεί.
Από φόβο, μικρότητα και αίσθηση ισχύος φέρονται έτσι οι άνδρες. Ας μην τους το επιτρέψουμε. Προφανώς και κάποιοι όλα αυτά τα χρόνια στο καλλιτεχνικό στερέωμα σκέφτηκαν πονηρά για μένα. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να μου προτείνει «αν θες τον ρόλο, πάμε λίγο κάπου». Με το που τους κοιτούσα άγρια, έστριβαν. Δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι τρομερά επαναστατικό, μια ματιά αρκούσε.
• Δεν έχω παράπονο. Όλοι οι άντρες μου με κανάκεψαν και με προστάτεψαν. Την αναζητούσα την προστασία στο αντρικό στοιχείο. Όχι γιατί ήθελα να τους χρησιμοποιήσω, αλλά γιατί με ενδιέφερε ο σύντροφός μου να ξέρει περισσότερα, να τον θαυμάζω, να με οδηγεί. Είχα αυτό το μαθητικό σύνδρομο, εξού και μοιράστηκα τη ζωή μου με τον Μάριο Πλωρίτη. Αν έχανα την εκτίμησή μου σε κάποιον, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να κοιμηθώ μαζί του. Με έπληττε αφόρητα. Ο σαρκικός πόθος χωρίς εκτίμηση μου κρατούσε περίπου μία μέρα.
• Η παρουσία του Μάριου Πλωρίτη ήταν ο ήλιος που με φώτισε, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι χάρη σε αυτόν πορεύτηκα. Ζήσαμε μαζί 30 χρόνια, τα 12 παντρεμένοι. Ήταν καθηγητής μου στη δραματική. Πάντα μού είχε μια σχετική αδυναμία και με κοιτούσε με μια γλύκα, καθώς ήμουν η καλή μαθήτρια. Αντιθέτως, εγώ, με το που τον είδα, είπα αυτός ο άνθρωπος θα σφραγίσει τη ζωή μου. Ερωτικά βρεθήκαμε δέκα χρόνια μετά τη σχολή, όταν συμπτωματικά έκανε τη μετάφραση στο δεύτερο θεατρικό που ανέβασα στο Μουσούρη.
Ήταν ένας έρωτας που περιλάμβανε τα πάντα, γι' αυτό και διήρκεσε τόσες δεκαετίες. Δεν καταλάβαινα καν τη διαφορά ηλικίας μας, δεν την έβλεπα. Εκεί όπου τελείωνε ο ένας άρχιζε ο άλλος. Ούτε οι παρέες του ένιωσα ποτέ να με αμφισβητούν. Έτρωγα στο ίδιο τραπέζι με τον Πατσιφά, τον Κακογιάννη, τη Μελίνα, τον Ντασέν, τον Χατζιδάκι και ήταν σαν να έχω γεύμα με τους 12 θεούς του Ολύμπου. Με ρωτάνε καμιά φορά γιατί δεν ξαναφτιάχνω τη ζωή μου. Μα, ήταν φτιαγμένη η ζωή μου κι αυτό που είχα δεν θέλω να το αντικαταστήσω.
• Ξέραμε και οι δυο όταν πλησίαζε το τέλος. Εκείνος το αντιμετώπισε όπως πάντα, με αυτήν τη σπάνια και φιλοσοφημένη θλίψη του. Από την ώρα που διεγνώσθη με καρκίνο, προχωρήσαμε μαζί χέρι-χέρι, ενωμένοι, χωρίς άχρηστες λύπες. Πέθανε το 2006 και μου πήρε επτά χρόνια να μάθω να μιλώ τη νέα γλώσσα και να ξαναπιάσω τη ζωή από την αρχή. Σερνόμουν από την κατάθλιψη. Έβγαινα στον κόσμο κι ένιωθα να μην καταλαβαίνω τη γλώσσα που μιλούσαν.
Ζήτησα βοήθεια για την ψυχή μου, είδα σύμβουλο αυτογνωσίας και άρχισα να μαθαίνω το αλφάβητο του σήμερα. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να κυλήσω προς τα πίσω και να καταλήξω στην απομόνωση. Ο θρήνος υπήρξε μια μακρά διαδικασία που δεν σταμάτησε ποτέ, απλώς σήμερα έχει διαφορετική έκφραση. Μία μόνο αγωνία έχω: αν μετά τον θάνατό του η ψυχή του έχει μείνει κάπου εδώ γύρω, θα ήθελα να βλέπει ότι είμαι πια ένας χαρούμενος άνθρωπος. Όχι μια παραιτημένη.
• Σήμερα οι καλλιτέχνες φοβούνται να βάλουν στην ίδια πρόταση τις λέξεις «εμπορικό» και «ποιοτικό». Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτόν τον διαχωρισμό. Εγώ από την πρώτη στιγμή στο θέατρο όχι απλώς δεν τα διαχώρισα αλλά πάντοτε τα ταύτιζα. Τίποτα το ποιοτικό δεν μπορεί να μην είναι εμπορικό. Αν δεν είναι εμπορικό, δεν επιτελεί κανένα απολύτως έργο. Αν αυτό που κάνω το καταλαβαίνω μόνο εγώ και άλλοι δύο, δεν έχει καμία απεύθυνση. Είναι ένα κόμπλεξ με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές στο θέατρο. Εγώ την τιμώ την επιτυχία, διότι ποιοτικός ή μη ποιοτικός είναι ο τρόπος προσέγγισης. Με ό,τι κι να καταγίνεται κανείς, από το να φτιάχνει παπούτσια μέχρι να μαγειρεύει και να σκηνοθετεί, το μέγεθος της ανταπόκρισης δείχνει και την ποιότητα της δουλειάς του.
• Έχω απολέσει την παροιμιώδη ηρεμία μου περίπου δέκα φορές στη ζωή μου. Εκρήγνυμαι ελεεινά και λέω τις πιο ωμές και σκληρές αλήθειες. Δεν έχω ίχνος εκδικητικότητας αλλά και καμία πιθανότητα επιστροφής. Ο λόγος είναι σχεδόν πάντα ο ίδιος: δεν γίνεται σεβαστό κάτι που με ενοχλεί. Όταν, για παράδειγμα, πω σε έναν ηθοποιό μία, δύο, εκατό φορές «δεν θέλω να πίνεις πριν από τις παραστάσεις» και δεν το τηρήσει, καλύτερα να λείπει τη στιγμή που θα ξεχειλίσει το ποτήρι.
Θυμάμαι μια φορά, με τον Κακογιάννη, που στο Διονύσια έφυγαν τέσσερα άτομα λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα. Ο Κακογιάννης έλεγε στον κόσμο του: «Κάτια, μη φωνάζεις, θα κλείσει η φωνή σου και δεν θα μπορούμε να κάνουμε πρεμιέρα». Κι εγώ απαντούσα: «Ποια πρεμιέρα και ποια φωνή; Εδώ φεύγουν τέσσερις από τον θίασο!».
• Την τηλεόραση τη λάτρεψα και της δόθηκα άνευ όρων. Όσοι λένε «κάνω τηλεόραση μόνο για να βγάλω χρήματα» εξαφανίστηκαν. Εγώ παίζω 50 χρόνια τώρα. Ποτέ δεν τη σνόμπαρα. Συμπορευτήκαμε, δεν την εκμεταλλεύτηκα, γι' αυτό με αντάμειβε με χρήματα που υπήρξαν πολύτιμα για τις θεατρικές παραγωγές μου. Αφήστε που με βελτίωσε ως ηθοποιό, γιατί μπόρεσα να δω την εικόνα μου στην οθόνη και να διορθώσω πράγματα. Τη χρησιμοποίησα για να εφεύρω διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και κώδικες έκφρασης. Εύκολο πράγμα είναι να έχεις δέκα μεθύσια κι άλλους τόσους βιασμούς κάθε σεζόν στη «Λάμψη» και να πρέπει να τους κάνεις να φανούν διαφορετικοί;
• Ο Φώσκολος ήταν ένας αυτοδημιούργητος, ταλαντούχος, παθιασμένος μαχητής, ένας άνθρωπος που ντάντευε μοναδικά τους ηθοποιούς. Από τη στιγμή που συναντηθήκαμε για να μου περιγράψει τη «Λάμψη» και τη Βίρνα, για την οποία με προόριζε, είδα έναν άνθρωπο που στον εγκέφαλό του στριφογύριζαν πάνω από πέντε ιστορίες. Στα γυρίσματα έκανε σατανικά πράγματα προκειμένου να έχει το αποτέλεσμα που ήθελε. Πηδούσε πάνω απ' όλο το συνεργείο για να δείξει μια σκηνή. Θυμάμαι, μια φορά, κάτω από μια γέφυρα στην Κηφισίας, κάναμε μεταμεσονύκτια γυρίσματα ενός –τι άλλο;– βιασμού. Είχε πέσει κάτω στον δρόμο και κουνούσε χέρια πόδια για να μου δείξει πώς ακριβώς ήθελε να το κάνω.
• Αποχώρησα στα 8 χρόνια από τα 15 που διήρκεσε τελικά η «Λάμψη». Όταν του το ανακοίνωσα, στενοχωρήθηκε, αλλά εκτίμησε το ότι του είπα την αλήθεια. Δεν έφευγα για να πάω αλλού. Έφυγα γιατί είχε έρθει η στιγμή της αλλαγής. Μου απάντησε: «Ό,τι και να λες, εγώ τη Βίρνα δεν θα τη σκοτώσω. Θα την αφήσω να πάει στην Αμερική». Όταν, τρία χρόνια μετά, συμφώνησα να κάνω τη «Βέρα στο δεξί», ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο τηλεφώνησα ήταν ο Φώσκολος.
• Δεν έχω δει καμία ταινία μου ολόκληρη, γιατί βαριέμαι. Ούτε καν τον Παπαφλέσσα, που προβάλλεται εσαεί. Ήταν η δεύτερη ταινία μου. Τα γυρίσματα διήρκεσαν τρεις μήνες. Ήταν ό,τι πιο κουραστικό έχω κάνει στη ζωή μου. Υπέφερα. Μιλάμε για στρατιωτική πειθαρχία. Ήμουν πάρα πολύ νέα και νόμιζα ότι οφείλω να αντέχω. Ήταν μια κακουχία.
Πηγαίναμε στα Αμπελάκια αξημέρωτα μέσα στο κρύο, στις πιο αντίξοες συνθήκες, να ψάχνουμε στα βουνά άυπνοι για να πετύχουμε το ιδανικό φως. Δεν υπήρχε τότε ξενοδοχείο στο χωριό και μέναμε στη Λάρισα, οπότε έπρεπε να υποστούμε και τις μετακινήσεις. Θυμάμαι, ο Παπαμιχαήλ πηγαινοερχόταν με ελικόπτερο, γιατί έπαιζε στην Αθήνα με την Αλίκη.
• Δεν ξέρετε πόσο ενθουσιασμένη είμαι που επιστρέφω στην Επίδαυρο με τις Ικέτιδες που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός. Τέτοιοι σκηνοθέτες, παθιασμένοι και δάσκαλοι, δεν υπάρχουν πια. Υπάρχουν σκηνοθέτες που απλώς σκηνοθετούν για τον εαυτό τους. Υποδύομαι την Αίθρα, μια παλιά μάντισσα, μητέρα του Θησέα. Είναι μάνα-δασκάλα που του δίνει τα οράματα, μάνα που τον καθοδηγεί με φροντίδα, όχι επιτακτικά. Η ενηλικίωση του αγοριού, που έχει κάνει μεν πολλούς άθλους στη ζωή του, αλλά δεν έχει προλάβει να ανδρωθεί, έρχεται μέσα από την έμπνευση και την πνοή που του ξυπνά η μητέρα του. Είναι μια γυναίκα την οποία ικετεύουν μητέρες παιδιών που σκοτώθηκαν σε έναν άχρηστο πόλεμο.
Με ενδιαφέρουν τα κείμενα που εξετάζουν τις συμπεριφορές τη στιγμή που ο άνθρωπος χάνει τα μεγαλεία του και ξεπέφτει. Την ώρα εκείνη που απαιτείται ταπεινότητα. Έχει σημασία πώς συμπεριφέρεται ο ισχυρός, αλλά και τι αισθήματα μικρότητας ή μεγαλοπρέπειας γεννά η πτώση. Αυτές οι μεγάλες τραγωδίες θα μοιάζουν πάντα σαν να γράφτηκαν χθες, γιατί καταπιάνονται με τα αιώνια θέματα και τα μεγάλα διλήμματα: τον πόλεμο και την ειρήνη, τον έρωτα, τον θάνατο, τη ζωή. Το θέμα είναι η διαχείρισή τους στο πέρασμα των χρόνων.
• Δύο φορές στη ζωή μου κατάλαβα ότι αυτό που κάνω έχει αδιανόητη ανταπόκριση. Μία φορά στην τηλεοπτική σειρά «Οι Πανθέοι», όπου ερμήνευσα τον ρόλο της Μάρμως, και μία φορά με τη «Λάμψη». Δεν μπορούσα να πάω ούτε μέχρι το περίπτερο. Και όταν τελικά έφτανα, έβλεπα παντού στα περιοδικά το πρόσωπό μου. Πλέον, όταν με ρωτούν πώς αντιλαμβάνομαι την επιτυχία, απαντώ: «Έχω την αλάνθαστη μέθοδο του περιπτέρου».
• Αν επρόκειτο να ξαναγεννηθώ, θα σας παρακαλούσα να με πετάξετε στο κέντρο του Μανχάταν και από κει θα ψάξω μόνη να βρω τον δρόμο μου. Σε κανένα μέρος του πλανήτη δεν νιώθω τόσο ζωντανή όσο εκεί. Κι εγώ, μη νομίζετε, και στην άλλη άκρη του κόσμου την ίδια διαδρομή θα κάνω...
Ιnfo
Η Κάτια Δανδουλάκη συμμετέχει στην παράσταση Ικέτιδες του Ευριπίδη που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός για το Εθνικό Θέατρο.
Πρεμιέρα: Επίδαυρος, 5 και 6 Ιουλίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια