Ήμουν κακός μαθητής. Άλλαξα όλα τα σχολεία της Αθήνας γιατί δεν διάβαζα καθόλου. Μάλλον θα υπέφερα από κάποια μορφή δυσλεξίας. Είχα μια πλήρη άρνηση να δεχθώ οτιδήποτε είχε σχέση με διδασκαλία και πειθαρχία.
Το μόνο που κρατούσα ήταν ο καλύτερός μου φίλος από το κάθε σχολείο και έτσι έχω πολλούς φίλους. Όλοι είναι πολύ ενδιαφέροντες τύποι και δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη. Άλλος είναι αρχιτέκτονας, άλλος χρυσοχόος, άλλος οδοντογιατρός. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τους παλιούς καλούς φίλους και τις ιστορίες τους.
• Ο πατέρας μου ήταν εστιάτορας και μαζί με τα αδέλφια του είχαν ιστορικά εστιατόρια όπως το Πάνθεον στην Πανεπιστημίου, τον Ελληνικόν στην Ομόνοια και άλλα. Η μητέρα μου ήταν σχετικά καλή νοικοκυρά, αλλά δεν μας είχε μαγειρέψει ποτέ. Θυμάμαι, ερχόταν ένα από τα γκαρσόνια, έπαιρνε την παραγγελία στο σπίτι μας και μας έφερνε το μεσημεριανό.
Λέγαμε στο σχολείο με τους συμμαθητές μου τι θα φάμε σήμερα και εγώ έλεγα συκωτάκια με κρασί μαδέρα ή σνίτσελ χόφμαν, που ήταν τότε της εποχής, ενώ αυτοί έτρωγαν μπάμιες, ιμάμ μπαϊλντί. Φυσικά θα μεγάλωσαν πιο υγιεινά τρώγοντας παραδοσιακά, αλλά δεν βαριέσαι.
• Το μόνο που έκανα καλά όταν ήμουν μικρός ήταν ότι ζωγράφιζα πάρα πολύ. Όλα μου τα βιβλία και τα τετράδια ήταν γεμάτα σχέδια και οι τοίχοι του υπνοδωματίου μου επίσης. Μουντζούρωνα τα πάντα. Κάπως έτσι πρέπει να ξεκίνησε όλη η ιστορία με την τέχνη.
Όταν κάνω ζωγραφική γίνομαι ένας δύστροπος άνθρωπος. Γίνεται το έλα να δεις: παίρνω διαζύγιο, μένω αξύριστος, είμαι μονομανής και ανασφαλής του κερατά. Με πιάνουν διάφορα ψυχοσωματικά, βγάζω σπυριά. Δεν μου αρέσει τίποτα. Γι' αυτόν το λόγο δεν κάνω πολύ συχνά εκθέσεις. Όχι ότι δεν αγαπώ τη ζωγραφική και την κατασκευή, αλλά είναι τόσο βασανιστικό για μένα.
• Ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσε και αυτονομήθηκε μέσα στην πόλη και μέχρι τα σαράντα μου δεν είχα καμία επαφή με τη φύση. Αν δεν μύριζα τον υπόνομο, το ντίζελ, τον φωταγωγό, τη μυρωδιά της εξάτμισης, δεν αισθανόμουνα καλά. Αυτό με την πόλη έχει να κάνει με μια αδυναμία και μια εξουσία ταυτόχρονα. Ότι δηλαδή σήκωνα το χέρι μου και σταματούσε ένα λεωφορείο δύο τόνων για να με μεταφέρει σε άλλο σημείο της πόλης, ή πάταγα ένα κουμπί για να ανέβω στον έκτο.
Ο άνθρωπος της πόλης είναι ένας υπεράνθρωπος, ενώ στη φύση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καταστρέψει. Μέχρι που βρέθηκα εκεί, συγκεκριμένα στην Εύβοια, και εξοικειώθηκα τρομερά και ξαφνικά μου αρέσει να ασχολούμαι με τη γη, να μαζεύω ελιές, να κυλιέμαι στο χώμα το καλοκαίρι και να μου λένε οι χωριάτες «Μα τι κάνετε, κύριε Αϊδίνη»!
• Ασχολήθηκα με τα εικαστικά γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο καλύτερα. Τα κακά παιδιά της εποχής ασχολούνταν με τη μουσική, αλλά εγώ ,όσο και να το προσπάθησα, δεν είχα κλίση ούτε στα ντραμς ούτε στην κιθάρα και έτσι είπα ότι θα γίνω ζωγράφος. Φοίτησα κι εγώ στη μεγάλη του γένους σχολή, τη Βακαλό, και μετά συνέχισα τις σπουδές μου στην Αγγλία. Ήταν μια μαύρη περίοδος αυτή για μένα μέχρι που γνώρισα τη γυναίκα μου, την Ελισαμπέτα, και πήγαμε μαζί στην Ιταλία.
• Εκεί ο κόσμος άλλαξε. Ήμουν στη Ρώμη και, σαν να με είχε ακουμπήσει ένα μαγικό ραβδάκι, όλα ξαφνικά ήταν ηλιόλουστα στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Έκανε φανταστικό καιρό, περνάγαμε καταπληκτικά, έβλεπα ωραία πράγματα γύρω, έτρωγα τα πιο καταπληκτικά φαγητά. Νομίζω ότι εκεί απέκτησα ένα ένστικτο να διαλέγω ανθρώπους και δεν απογοητεύτηκα ποτέ.
• Βρήκα δουλειά σε ένα περιοδικό κόμικς, πολύ γνωστό την εποχή εκείνη, το «Frigidaire». Ήταν ένα ιστορικό περιοδικό. Δούλευαν εκεί ο Πασιένζα, ο Ταμπουρίνι και άλλοι πολλοί. Είχε αποκτήσει τέτοια τρομερή αξία και αντίκτυπο, που θυμάμαι ότι ήταν η εποχή που βασίλευε το σοσιαλιστικό κόμμα στην Ιταλία και ο Κράξι, που ήταν ο αρχηγός του, μας έστειλε έναν φίκο με μια καρτούλα.
Εμείς που ήμασταν τελείως αλητόβιοι ούτε καν ανοίξαμε το σελοφάν, κάναμε μόνο μια μικρή τρυπούλα και μετά από λίγο ο φίκος ο κακομοίρης πέθανε. Έβλεπες έναν φίκο γεμάτο αποτσίγαρα με την κάρτα του πρωθυπουργού να κρέμεται. Για μας βέβαια αυτό ήταν το έπακρο της απαξίωσης.
Πολλοί λένε γι' αυτή την αίσθηση του χιούμορ που υπάρχει στα έργα μου. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μπορώ αυτήν τη σοβαροφάνεια που έχουν πολλοί καλλιτέχνες. Είναι ορισμένοι που είναι τόσο επηρμένοι. Αν με ρωτήσεις γιατί έφτιαξα ένα έργο μου, μου έρχεται εμετός. Δεν έχω καθίσει να εξηγήσω κανένα έργο μου.
• Το μανιφέστο του κινήματος της transavantguardia δηλωνόταν μέσα από αυτό το περιοδικό. Πρέσβευε το πέρασμα μέσα από μια πρωτοπορία. Ήταν και η εποχή που διάφοροι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν φοβήθηκαν να λερώσουν τα πινέλα τους κάνοντας φτωχή ζωγραφική, κάνοντας κόμικς και σχέδιο, και ταυτόχρονα εμείς, που ήμασταν πιο νέοι, τότε είδαμε τα πράγματα λιγάκι πιο σοβαρά. Δηλαδή έβλεπες ξαφνικά ένα ιερό τέρας του σουρεαλισμού, όπως ήταν ο Σεμπάστιαν Μάτε, να μπαίνει στο περιοδικό και να κάνει κόμικ, ένας άνθρωπος στα ογδόντα του τότε.
• Δεν ξέρω τι με έπιασε μετά και έπειτα από δώδεκα χρόνια στη Ρώμη ξαναγύρισα στην Αθήνα στις αρχές του '90. Ήταν μια δύσκολη περίοδος αυτή. Έχασα πολλούς λαμπερούς ανθρώπους που ήταν φίλοι μου από AIDS και ναρκωτικά. Υπήρχε μια άγνοια τότε. Κρίμα.
• Είμαι πολύ εργατικός, δεν τεμπελιάζω ποτέ. Το μυαλό μου είναι συνεχώς στη δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι συνέχεια μπροστά από ένα τελάρο. Κάνω πολλά πράγματα. Τα τελευταία χρόνια έχω κατηγορηθεί γι' αυτά τα αντικείμενα που φτιάχνω για την γκαλερί Ζουμπουλάκη, αλλά ξέρεις, πρώτα κοιτάω να εξασφαλίζω μια ανθρώπινη ζωή. Να μη ζητάω λεφτά από τη μητέρα μου ή από τη γυναίκα μου, το θεωρώ ό,τι πιο προσβλητικό, και ταυτόχρονα να ζω με μια ποιότητα για να μπορώ να παράγω το έργο μου.
Πολύς κόσμος νομίζει ότι κάνω μόνο αυτά τα αντικείμενα. Καμιά φορά συναντώ κυρίες που έρχονται και μου λένε «κ. Αϊδίνη, έχω ένα δικό σας έργο» και εκεί που αρχίζω και αισθάνομαι περήφανος συνεχίζει και μου λέει « έχω ένα αεροπλανάκι». Εντάξει, δεν λέω, την καταλαβαίνω, αλλά από την άλλη μού κόβει τη μισή χαρά.
• Όταν κάνω ζωγραφική γίνομαι ένας δύστροπος άνθρωπος. Γίνεται το έλα να δεις: παίρνω διαζύγιο, μένω αξύριστος, είμαι μονομανής και ανασφαλής του κερατά. Με πιάνουν διάφορα ψυχοσωματικά, βγάζω σπυριά. Δεν μου αρέσει τίποτα. Γι' αυτόν το λόγο δεν κάνω πολύ συχνά εκθέσεις. Όχι ότι δεν αγαπώ τη ζωγραφική και την κατασκευή, αλλά είναι τόσο βασανιστικό για μένα. Οπότε, όταν ξανακαταπιάνομαι να φτιάξω ένα αεροπλανάκι ή ένα αυτοκινητάκι για να το πουλήσω, με πιάνει μια ευφορία. Είναι η χαρά της ζωής.
• Πολλοί λένε γι' αυτή την αίσθηση του χιούμορ που υπάρχει στα έργα μου. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μπορώ αυτήν τη σοβαροφάνεια που έχουν πολλοί καλλιτέχνες. Είναι ορισμένοι που είναι τόσο επηρμένοι. Αν με ρωτήσεις γιατί έφτιαξα ένα έργο μου, μου έρχεται εμετός. Δεν έχω καθίσει να εξηγήσω κανένα έργο μου.
• Αισθάνομαι χαρούμενος άνθρωπος. Ξυπνάω καλά πια. Όχι ότι δεν έχω προβλήματα. Έχω, επίσης, μια τάση να λύνω τα προβλήματα των άλλων. Κουτσοί, στραβοί σε μένα θα έρθουν.
• Όλα στη ζωή μου τα έκανα κατά λάθος. Το λάθος θέλει τόλμη, γιατί προϋποθέτει ένα ρίσκο. Είναι σαν να οδηγείς με το αυτοκίνητο, ξαφνικά να βρεθείς σε μια διχάλα, να επιλέξεις να πας από κει και με το που στρίβεις να πεις «μαλάκα, έκανα λάθος» και ξαφνικά να βρεθείς σε ένα πολύ ωραίο μέρος.
• Το όνειρό μου είναι να φτιάξω μια ολόκληρη πόλη τρισδιάστατη με υλικά πρωτογενή, λαμαρίνες, χαλκό και μπρούντζο. Θέλω να βγει όλη η κατασκευή από τα χέρια μου. Να κάνω μια Διαμαντούπολη. Περιμένω ότι θα την εκθέσω γύρω στον Μάιο.
• Παρακολουθώ όσο μπορώ αυτά που συμβαίνουν στα εικαστικά σήμερα στην Αθήνα. Το ωραίο άλλωστε με τις εκθέσεις είναι ότι, αν δεν σου αρέσει κάτι, μπορείς να σηκωθείς και να φύγεις, σε αντίθεση με το θέατρο που υπάρχει αυτό το μαζοχιστικό. Είναι τρομερό που πρέπει να ψυχαναγκάζεται ο θεατής να δει όλη την παράσταση. Γενικά, είμαι πολύ αισιόδοξος με τους νέους καλλιτέχνες. Είναι πολύ πιο κοσμοπολίτες από τις προηγούμενες γενιές και σοβαρότεροι.
σχόλια