Το ουσιώδες κομμάτι της ζωής που ονομάζεται «παιδική ηλικία» το πέρασα στο χωριό μου ή, μάλλον, στα χωριά μου, διότι έχω μεγαλώσει σε δύο χωριά. Γεννήθηκα το 1963 στον Κοσμά Κυνουρίας στην Αρκαδία, ένα χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.150 μέτρων. Ένα όμορφο μέρος που, όταν εγώ ήμουν μικρός, παρουσίαζε την εξής ιδιομορφία: επειδή το '43 πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς, τα μισά σπίτια ήταν ανακατασκευασμένα και κατοικούνταν και τα άλλα μισά ήταν χαλάσματα κι ερείπια που η φύση είχε αρχίσει να καταλαμβάνει – στο εσωτερικό τους φύτρωναν δέντρα. Αυτά τα χαλάσματα, λοιπόν, ήταν το ιδανικό μέρος για να παίζουμε εμείς τα παιδιά κρυφτό και κυνηγητό. Στο χωριό δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ο ηλεκτρισμός έκανε κάποια χρόνια μέχρι να φτάσει και σ' εμάς.
• Ο δρόμος που ένωσε το χωριό μου με τον υπόλοιπο κόσμο δημιουργήθηκε μόλις δώδεκα χρόνια προτού γεννηθώ. Τον χειμώνα όμως σχεδόν όλο το χωριό είχε τη συνήθεια να μετακομίζει σε ένα άλλο χωριό, πεδινό, το οποίο ήταν σε αρκετά κοντινή απόσταση, προς τη Λακωνία, και λέγεται Βρονταμάς. Πηγαίναμε εκεί για να φροντίσουμε τη μικρή περιουσία που είχαμε, κάτι χωράφια με ελιές κι ένα σπίτι. Όταν αργότερα είδα ταινίες του Κουστουρίτσα, μου έφεραν στον νου εικόνες από εκείνα τα χρόνια. Όπως και στις ταινίες του Σέρβου σκηνοθέτη, έτσι και με την οικογένειά μου φορτώναμε σε φορτηγά τις κότες μας, τη γάτα μας μέσα σε τσουβάλι, τα κατσαρολικά κι ένα σωρό συμπράγκαλα. Ανεβαίναμε κι εμείς και κατευθυνόμασταν προς τα κάτω για να ξεχειμωνιάσουμε. Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον, όπως αυτό του Βιζυηνού, προσδιοριζόταν από αυτά τα δύο χωριά. Αυτός ήταν ο κόσμος μου τότε.
• Στο ορεινό χωριό η οικογένειά μου είχε ταβέρνα και κρεοπωλείο μαζί – τότε λεγόταν οινοκρεοπωλείο. Ο χώρος υπάρχει ακόμα και όλα είναι ακόμα εκεί όπως ήταν μέχρι και το 1980, που σταμάτησε πλέον να λειτουργεί. Στην ουσία, ήταν μια ταβέρνα όπου έρχονταν ντόπιοι άντρες οι οποίοι θέλανε έναν μεζέ –καμιά συκωταριά τηγανητή, πηχτή ή γίδα βραστή με ρίγανη– για να πιούνε εφτά κιλά κρασί. Η πρώτη δουλειά που θυμάμαι να κάνω είναι να κουβαλάω ποτήρια και να σερβίρω κρασί από τα βαρέλια.
Γιατί ζωγραφίζω κυρίως γυναίκες; Μα, γιατί με ενδιαφέρει η ετερότητα, ο άγνωστος κόσμος του άλλου που λέγεται γυναίκα.
• Στα μέρη όπου μεγάλωσα υπήρχαν δύο βασικά στοιχεία. Το καλοκαίρι η σκόνη και τον χειμώνα η λάσπη. Αυτή η σκόνη που γινόταν λάσπη δεν είναι τίποτε άλλο από το χρώμα με το οποίο ζωγραφίζω. Η δουλειά που κάνω τώρα είναι ουσιαστικά να ανακατεύω και να δημιουργώ μετατροπίες του χρώματος. Με τα χώματα και τις λάσπες ασχολούμαι και σήμερα. Την ώρα που ζωγραφίζω, δε, καθώς βλέπω τα χρώματα να ανακατεύονται, νιώθω όπως ένιωθα όταν, παιδί, ανακατευόμουν με τις λάσπες κι αυτό μου έδινε μια πρωτοφανή χαρά.
• Κάτι άλλο που επίσης δεν ξεχνάω είναι η ομίχλη, που υπήρχε πολύ συχνά στον Κοσμά. Ειδικά τέτοια εποχή, το φθινόπωρο, η ομίχλη μπορεί να κρατούσε και μια ολόκληρη μέρα. Όμως κάποιες στιγμές αραίωνε και ξαφνικά άρχιζαν να αναφαίνονται τα σπίτια που ήξερες. Η δουλειά μου στη ζωγραφική είναι να ξεδιαλύνω όσο τον δυνατό περισσότερο και να ξεκαθαρίζω τα πράγματα, να δίνω μια ακρίβεια πάνω στο ομιχλώδες χάος που κείται και ρέει μπροστά στα μάτια μου και πάνω σε ένα δεύτερο χάος, τυραννικό, που μου προσφέρει ο άσπρος μουσαμάς, όπου θα ξεκινήσω να ρίχνω με έναν χαώδη τρόπο αυτές τις λάσπες. Πολλές φορές ο εχθρός μου είναι η ομίχλη, η θολούρα. Η δουλειά του ζωγράφου, λοιπόν, είναι να αναιρέσει αυτή την καταχνιά.
• Μέσα στην ταβέρνα έβλεπα μια συνεχή μετατροπή των πρωτογενών υλικών σε φαγητά. Έβλεπα να έρχονται συνεχώς μπροστά μου αγαθά –μελιτζάνες, ντομάτες, κρέατα κρεμασμένα, λάδια, ελιές– και με έναν μαγικό τρόπο να γίνονται φαγητά που προσφέρονταν στα πιάτα, έχοντας πάρει πλέον μια άλλη μορφή. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σχέση με τη ζωγραφική. Και εκεί χρησιμοποιείς πρωτογενείς ύλες, στις οποίες οφείλεις να εμφυσήσεις μια άλλη ιδιότητα, ώστε να πάψει η ύλη να είναι μπογιά και να γίνει πνευματική κατάσταση. Όταν βλέπει κανείς τον Ξανθό Έφηβο στο Αρχαιολογικό Μουσείο δεν σκέφτεται ότι έχει να κάνει με ένα κομμάτι βράχου, με ένα κομμάτι μάρμαρο. Όταν βλέπεις τη Μόνα Λίζα, δεν σκέφτεσαι ότι μπροστά σου βλέπεις μια σανίδα. Η τέχνη, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, οφείλει να καταργήσει την κοινότοπη ιδιότητα των αντικειμένων που την απαρτίζουν και να τους εμφυσήσει πάθος και λύσσα ώστε κι αυτά με τη σειρά τους να αρπάξουν τον θεατή και να τον ταρακουνήσουν. Αλλιώς δεν έχει νόημα.
• Όταν πήγαινα Α' Δημοτικού, μου σχεδίαζε η μάνα μου τις εικόνες στο τετράδιο της αντιγραφής μου. Μάλιστα, η σύμβαση ήθελε να αντιγράφουμε και κατιτίς από το αλφαβητάριο της εποχής εκείνης που είχε τα γνωστά παιδάκια, τον Μίμη, την Άννα, τη Λόλα και την Έλλη, τα οποία αγαπάω πολύ και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Μάλιστα, ήταν εικονογραφημένο πανέμορφα από τον πολύ καλό χαράκτη Κώστα Γραμματόπουλο. Κάθε πρωί, λοιπόν, που ξύπναγα έβρισκα τις ζωγραφιές της μάνας μου μέσα στο τετράδιό μου. Συνήθως καθόταν και τις έφτιαχνε το βράδυ που γυρνούσε από τα χωράφια με τις ελιές. Θυμάμαι πόσο τις καμάρωνα. Μπορεί και ενστικτωδώς να ένιωθα ότι ήταν ένα έργο τέχνης, με την έννοια της μοναδικότητας. Ένιωθα ότι κανένα άλλο παιδάκι δεν θα είχε το ίδιο σχέδιο στο δικό του τετράδιο. Η πρώτη φορά που έπιασα να ζωγραφίσω ήταν όταν η μάνα μου χρειάστηκε να λείψει από το σπίτι κι έτσι έπρεπε να κάνω εγώ τα σχέδια για το σχολείο. Η πρώτη μου ζωγραφιά ήταν μια χελιδονοφωλιά με ένα χελιδονάκι που πάει να μπει μέσα. Κάπως άτεχνο το σχέδιο, αλλά πετυχημένο. Μετά, αποκτώντας μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις κλειδώσεις του καρπού, του αγκώνα και των δακτύλων, καταλάβαινα ότι έπιαναν τα χέρια μου. Αντέγραφα συνήθως τις ξυλογραφίες που υπήρχαν πάνω στα σχολικά βιβλία, διότι δεν είχαμε κάποιο άλλο βιβλίο με ζωγραφιές στο σπίτι μας – γενικά δεν είχαμε καθόλου βιβλία.
• Όμως η εποχή εκείνη δεν στερούνταν καθόλου εικόνων. Η θεία μου έφτιαχνε πολύ ωραίο δίσκο με κόλλυβα, ήταν ένα έργο τέχνης. Στο σπίτι υπήρχαν πολλά και ωραία υφαντά με χρώματα και διάφορα μοτίβα. Οι γιαγιάδες μου κεντούσαν περίτεχνα. Επίσης, στο χωριό υπήρχαν ντόπιοι οργανοπαίχτες και κάθε τόσο γινόντουσαν θεαματικοί γάμοι όπου κουβαλούσαν τα προικιά με άλογα και μουλάρια και οι νύφες κλαίγανε που θα αφήναν πίσω το πατρικό τους για να πάνε σε ξένα χωριά. Στο σχολείο υπήρχαν ένα σωρό λιθογραφίες του Αλεξανδράκη από τη σειρά «Έτσι πολεμούσαμε» και στην εκκλησία έβλεπα κάποιες ωραίες εικόνες ιταλικής τεχνοτροπίας των αρχών του 20ού αιώνα – υπήρχε μάλιστα μια «Κόλαση» που με συγκλόνιζε κάθε φορά που την αντίκριζα. Με λίγα λόγια, δεν ένιωσα ότι από την παιδική ηλικία έλειπε η τέχνη, παρότι δεν είχα αντικρίσει ακόμα έργο του Παπαλουκά ή του Γύζη.
• Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έδινα εξετάσεις για την Καλών Τεχνών. Αυτό ήταν κάτι που υπερέβαινε τη φαντασία μου, γιατί δεν είχα την παράσταση άλλου ανθρώπου του περιβάλλοντός μου που να είχε ακολουθήσει παρόμοια πορεία. Κι έτσι, ήρθα στην Αθήνα το 1981. Το μόνο που ήξερα τότε ήταν το Μινιόν και η πλατεία Ομονοίας. Πήγα σε ένα φροντιστήριο για να προετοιμαστώ στο σχέδιο. Αν και είναι πολύ κρίσιμες οι εισαγωγικές εξετάσεις στην Καλών Τεχνών, μπορώ ευθέως να πω ότι παίζει μεγάλο ρόλο η τύχη και όχι τόσο πολύ οι ικανότητες. Κι είναι πολύ αμήχανη η στιγμή που τελικά καταφέρνεις να εισαχθείς στη σχολή, γιατί το πρώτο πράγμα που σου λένε είναι να ξεχάσεις όσα έμαθες στο σχέδιο.
• Ο Τέτσης αρχικά ήταν καθηγητής μου στη σχολή.Με τον καιρό, όμως, ήρθαμε πολύ κοντά και γίναμε φίλοι. Ήμουν δίπλα του μέχρι που πέθανε. Θυμάμαι έναν εντόνως διονυσιακό άνθρωπο, καθόλου απολλώνειο, με μεγάλο πάθος, ανοικονόμητο, για τη ζωή. Του άρεσαν τα τραπέζια, οι ταβέρνες, τα ποτά, το ξενύχτι, εκτιμούσε το χιούμορ. Ακόμα και η ζωγραφική του το φανερώνει αυτό. Είναι μια χυμώδης και ζωογονημένη ματιά πάνω στα πράγματα. Δεν ξέρω πώς θα βλέπαμε την Ύδρα και τη Σίφνο αν δεν είχαμε τους πίνακες του Τέτση. Αυτήν τη χαρά της ζωής και τη σεξουαλική, διονυσιακή επαφή με τα πράγματα είναι εκείνα που θυμάμαι από αυτόν. Η καθημερινότητα μαζί του γινόταν γιορτή. Τι μου έμαθε; Ότι δεν πρέπει να ντρέπεσαι και να επιτρέπεις να εκφράζεται η λίμπιντό σου στο έργο.
• Στις αρχές του '90 ήθελα να ζωγραφίσω την ωμή όψη της Αθήνας: γιαπιά, πολυκατοικίες κ.λπ. Αυτό το σπίτι το είχε για ατελιέ μια συνάδελφος και όταν αποφάσισε να το αφήσει, βρήκα τη ευκαιρία να το πάρω εγώ. Όταν πρωτοήρθα στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης, ήταν ολόκληρη ένα εργοτάξιο, γιατί τότε είχε ξεκινήσει η κατασκευή του μετρό. Ήταν το ιδανικό σκηνικό. Επί τρία χρόνια ανέβαινα στην ταράτσα και ζωγράφιζα το τοπίο που αντίκριζα. Ήμουν επηρεασμένος τότε από τα έργα του Έντουαρντ Χόπερ και του Αντόνιο Λόπεζ Γκαρσία. Ακόμα πιστεύω ότι η σύγχρονη Αθήνα δεν έχει αποτυπωθεί αρκετά στη ζωγραφική. Μου κάνει εντύπωση πόσο λίγοι συνάδελφοι στρέφονται προς αυτό που υπάρχει γύρω μας.
• Οφείλεις να δώσεις μια ερμηνεία σε αυτό που έχεις μπροστά σου για να καταλάβεις κι εσύ επιτέλους γιατί σε ταράζει τόσο πολύ. Πότε θα το μάθεις; Μα, όταν τελειώσει το έργο. Ο πίνακας είναι η χειροπιαστή απάντηση. Πολλές φορές αυτό που θα ζωγραφίσεις υπερβαίνει την απλή αισθητική έλξη που μπορεί να πιστεύεις ότι άσκησε πάνω σου. Τον Βαν Γκογκ, για παράδειγμα, τον κινητοποίησαν ένα ζευγάρι αρβύλες, κάποιες πατάτες πεσμένες κάτω ή ένα ανθοδοχείο με μάλλον ξεραμένα ηλιοτρόπια. Αυτό που βλέπουμε εμείς στο μουσείο σήμερα είναι η αποκρυστάλλωση μιας στιγμής σαγήνης που δημιουργήθηκε σε μια κατάσταση πυρετού. Εγώ, πάντως, αυτό το αίσθημα εισπράττω όταν βλέπω τα έργα του.
• Αντιθέτως αυτό που αισθάνομαι όταν τα τελειώνω –και έχω πια συμφιλιωθεί με αυτό– είναι ένα αίσθημα αποτυχίας, γιατί άλλα μεγαλεία αισθανόμουν όταν έβλεπα αυτό που ζωγράφιζα και ασκούσε πάνω αυτήν τη σαγήνη. Παρασυρόμουν και πίστευα ότι θα κάνω κάτι σπουδαίο και μεγαλειώδες. Δυστυχώς, δεν είμαι τόσο αφελής πια για να έχω τέτοιες προσδοκίες, μια και η τέχνη δίνει πικρές απαντήσεις. Εμένα μου λέει: «Πάλι απέτυχες. Ξεκίνα κάτι καινούργιο». Δεν γίνεται αλλιώς. Ο πίθος των Δαναΐδων δεν θα γεμίσει και ο λίθος του Σίσυφου θα ξανακυλήσει. Ταυτόχρονα, όμως, συμβαίνει και το άλλο. Δεν επιδιώκω τα έργα μου να είναι τεκμήρια συντριπτικής ισχύος έναντι του θεατή. Δεν νομίζω ότι αφορά κανέναν αυτό. Ο θεατής ενδιαφέρεται για κάτι για το οποίο θα νιώσει μια ρωγμή που θα του επιτρέψει να εισχωρήσει σε αυτό και να επικοινωνήσει με το πονεμένο έργο κάποιου άλλου ανθρώπου.
• Στη χώρα όπου ζούμε η κουλτούρα που αποθεώνει το ερείπιο έχει διαποτίσει την αισθητική μας. Αυτό που θεωρούμε ύψιστο κάλλος είναι ένα σύνολο σπαραγμάτων, θραυσμάτων και το αποτέλεσμα της φθοράς. Αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε τα μνημεία των Δελφών, της Ολυμπίας, της Δήλου αλλά και τον βράχο της Ακρόπολης όπως ήταν παλιά, δεν είμαι σίγουρος ότι θα μας άρεσαν εξίσου.
• Η ζωγραφική δεν περνάει μια περίοδο ακμής, αντιθέτως έχουμε οδηγηθεί στην έννοια της απόλυτης ιδιωτικής έκφρασης. Τίποτε από αυτά που γίνονται σήμερα δεν εντάσσεται σε κάποια μεγαλύτερη πνευματική κίνηση που να περιλαμβάνει ενδεχομένως κι άλλες μορφές τέχνης σαν τη λογοτεχνία ή τη μουσική, όπως την περίοδο του ιμπρεσιονισμού ή ακόμα και του μπαρόκ. Ζούμε στην εποχή της άυλης εικόνας και εννοώ την εικόνα του υπολογιστή, της τηλεόρασης.
• Στην ηλικία που βρίσκομαι δεν με νοιάζει να σταματήσω να έρχομαι αντιμέτωπος με τα όρια του εαυτού μου μέσω της ζωγραφικής. Δεν με νοιάζει η υστεροφημία, ούτε αν θα θεωρηθώ μια περίπτωση νοσταλγού του παρελθόντος ή ότι δεν έχω καταλάβει πως αυτή η τέχνη έχει πεθάνει προ πολλού. Ένδειξη κομφορμισμού για μένα είναι να κάνω κάτι που δεν μου λέει τίποτα, απλώς και μόνο για να ακολουθήσω το βάδισμα της εποχής μου.
• Μπορεί η ζωγραφική να ερμηνεύσει τη σημερινή εποχή; Όχι. Αυτό που κάνει είναι να δίνει τη μαρτυρία της ύπαρξης ενός ανθρώπου. Τον τόνο της εποχής σήμερα τον δίνει ο τεχνολογικός πολιτισμός και όχι οι τέχνες και τα γράμματα. Το ρίγος που προκαλούσε η έλευση των λειψάνων του Αγίου Βερναρδίνου της Σιένας στη Σιένα τον προκαλεί σήμερα η εμπορική πρεμιέρα του καινούργιου προϊόντος της Apple.
• Ζωγραφίζω αποκλειστικά εκ του φυσικού και πάντα με ζωντανά μοντέλα. Γιατί ζωγραφίζω κυρίως γυναίκες; Μα, γιατί με ενδιαφέρει η ετερότητα, ο άγνωστος κόσμος του άλλου που λέγεται γυναίκα. Αυτό ασκεί πάνω μου μια μεγάλη γοητεία, γιατί είναι κάτι που δεν γνωρίζω, κάτι που είναι μυστήριο για μένα. Οι γυναίκες που ζωγραφίζω θέλω να είναι σημερινές, αν και έχω την πεποίθηση ότι μοιάζουν πολύ με γυναίκες της δεκαετίας του '30, κι αυτό χωρίς να έχω συγκεκριμένη εμπειρία από αυτήν τη γενιά. Πάντως, ο τρόπος που απεικονίζονται θέλω να πιστεύω ότι είναι σημερινός.
• Στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλές εικόνες γυμνού στην τέχνη, ειδικά τους τελευταίους αιώνες. Δεν ξέρω αν είναι πειστική η μαρτυρία μου για τη γυναίκα της εποχής μου, αλλά εμένα αυτός είναι ο στόχος μου. Θα ήθελα, όταν θα έχω πεθάνει πια, να δει κάποιος ένα έργο μου και να πει «κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι Ελληνίδες τότε». Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση. Γιατί αυτό το «πώς ήταν» είναι πολύ φευγαλέο. Εκεί που λες ότι το έχεις κατανοήσει, έχει αλλάξει.
• Με ενδιαφέρουν οι καθημερινοί, απλοί άνθρωποι με δική τους ζωή, όχι δανεική. Δεν με ενδιαφέρουν οι αντιγραφείς ζωής, από τους οποίους βρίθει η εποχή μας. Με ενδιαφέρουν οι γυναίκες που αγωνίζονται στη ζωή τους. Οι περισσότερες γυναίκες που έχω ζωγραφίσει είναι απόφοιτοι δραματικών σχολών κι αν το καλοσκεφτείς, έχει κάτι το θεατρικό όλη αυτή η κατάσταση: ο ζωγράφος, το μοντέλο, η στάση, ο ρόλος και το σκηνικό. Προσπαθώ να κάνω πάντα την εξής συμφωνία: να μη μου αποκαλύπτουν τον ρόλο που έχουν διαλέξει να παίξουν και να προσπαθώ να τον ανακαλύψω εγώ μόνος μου. Η ζωγραφική, άλλωστε, οφείλει να λειτουργεί ως αποκάλυψη με την έννοια της εκπαίδευσης του βλέμματος.
• Η Αθήνα είναι μια πόλη που βρίσκεται συνεχώς υπό διαμόρφωση. Δεν είναι τυχαίο που στις περισσότερες πολυκατοικίες υπάρχουν σίδερα που τα αποκαλούν «αναμονές». Σε αυτή την πόλη συνεχώς αναμένουμε κάτι άλλο. Ίσως γι' αυτό υπάρχει αυτή η χαώδης κατάσταση, που κάνει την πόλη ολόκληρη να μοιάζει με γιαπί. Από αυτή την άποψη, η Αθήνα είναι το αντίθετο από τη Φλωρεντία ή τη Βενετία, που είναι πόλεις-μνημεία, μέσα στις οποίες ζούνε άνθρωποι.
• Η ζωή μας συνυφαίνεται με την πόλη. Μέσα εδώ ερωτευτήκαμε, τα ήπιαμε, βολτάραμε, είδαμε το φεγγάρι πίσω από τις πολυκατοικίες. Η πόλη είναι σαν το δέρμα μας. Δεν το βλέπουμε, το αισθανόμαστε. Αυτό που με ενοχλεί στην Αθήνα είναι ότι δεν έχω σημεία αναφοράς, γιατί όλα συνεχώς αλλάζουν. Μόνο τα μνημεία μένουν σταθερά. Οι πλατείες αλλάζουν, τα καφέ και τα μπαρ κλείνουν. Δεν υπάρχει η έννοια της συνέχειας. Μάλλον δεν είμαστε και τόσο συμφιλιωμένοι με το παρελθόν μας.
• Πριν από 26 χρόνια, που πήρα αυτό το σπίτι για ατελιέ, ήμουν τριάντα ετών. Η έννοια του χρόνου τότε ήταν άπλετη μπροστά μου κι εγώ, σαν νέος, σπαταλούσα τον χρόνο μου σε ανοησίες, οι οποίες πολλές φορές επανερχόντουσαν με μια δύναμη που δεν μπορούσα να τιθασεύσω. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτή η ίδια δύναμη που με βοηθούσε να σπαταλάω τον καιρό μου απαιτείται και προς την αντίστροφη κατεύθυνση για να με σπρώξει να φτιάξω κάτι σε σχέση μ' εμένα. Κι εγώ βασικά τι είμαι; Ένας κατασκευαστής εικόνων που τις φτιάχνω με τα χέρια μου. Πλέον δεν είμαι τριάντα και δεν νιώθω τον χρόνο απέραντο αλλά πολύτιμο.
Info:
O Γιώργος Ρόρρης αυτό τον καιρό ζωγραφίζει όπως πάντα εκ του φυσικού στο ατελιέ του, στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια