(Εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα)
Τη δεκαετία του εξήντα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου τρεις νέοι αγρότες, προσφυγόπουλα και κανταδόροι κοριτσιών, φτιάχνουν ένα μουσικό τρίο, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, το Τρίο Καντάδα.
Παίζουν στους γάμους και στις γιορτές, τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και γράφουν ένα δικό τους τανγκό, ονειρεύονται μια καριέρα παραπέρα.
Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας μου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια μετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα μικρό βιβλίο με φωτογραφίες που συμπληρώνουν το κείμενο, μια γραφή βιωματική, ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι.
Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί με κέφι και ελπίδα.
Θ.Γ.
Tο 1956 αρχίζουν να παίζουν ως τρίο σε γάμους, τον έναν μετά τον άλλον, ποτέ ξανά στο χωριό δεν έγιναν τόσο πολλοί γάμοι και προξενιά. Στην αρχή τούς προτιμούσαν οι πρόσφυγες, τους θεωρούσαν δικά τους παιδιά, κι ας μην έπαιζαν παραδοσιακά, κι ας μην είχαν κεμεντζέ και ούτι, συνήθισαν όμως γρήγορα το ρεπερτόριό τους, ευπροσάρμοστοι σε καινούργιες καταστάσεις. Άλλωστε οι περισσότεροι νιόπαντροι είναι στην ηλικία τους, ίσως λίγο μεγαλύτεροι, είναι η δεύτερη γενιά προσφύγων, πολλά αδέλφια σε κάθε οικογένεια, όμως αυτοί θα κάνουν ένα δύο παιδιά καθώς θα αλλάζουν οι απαιτήσεις της ζωής.
Το τρίο κάνει συχνά πρόβες, ανανεώνουν τα τραγούδια κι έχουν σύμβουλο τον Μπαταξή με το γραμμόφωνο, που αρνείται να τους το δανείσει – λογικό αυτό, αλλά χαίρεται να τους βάζει να ακούνε μουσικές. Ο Μπαταξής έχει έναν αδελφό καλοβολεμένο στη Γερμανία, και από εκεί φτάνουν συνεχώς οι καινούργιοι δίσκοι γραμμοφώνου αλλά και τα βινύλια αργότερα, που περιλαμβάνουν ακόμη και τις παλιότερες ηχογραφήσεις.
Στις παρέες όλοι τού φώναζαν «Λεωνίδα, την κιθάρα! Άσε τα δισκάκια. Πες κάνα σπανιόλικο!». Έτσι κι εκείνος ξανάπαιρνε την κιθάρα –στο μεταξύ είχε αλλάξει δύο ως τότε–, την κούρδιζε λίγο και ξεκίναγε να παίζει.
Τα ισπανόφωνα είναι πολύ της μόδας, τα αγαπάνε όλοι και ως τρίο τα παίζουν όχι μόνο στο τέλος της βραδιάς, που συνήθως, στα γλέντια, έκλεινε με ένα δύο τανγκό. Εντάξει με τα καλαματιανά και τα θρακιώτικα, αλλά, όταν έρχεται η στιγμή των τανγκό, ξεπερνούν τον εαυτό τους.
Ο αυτοσχεδιασμός τούς παρασέρνει πολλές φορές. Ο Λεωνίδας μαθαίνει τους στίχους εξ ακοής και όταν τους μπερδεύει συνεχίζει με μεγάλη «ισπανική ευφράδεια».
Τον είχα ρωτήσει πώς τα κατάφερνε και γελούσε σαρκαστικά. Ύστερα όμως σοβαρευόταν: «Θαρρείς άκουγε κανείς τα λόγια μας; Εκείνοι απλώς να χορέψουν ήθελαν, ν' αγκαλιαστούνε ήθελαν, και τα δήθεν ισπανικά έβαζαν λίγο ρομαντισμό παραπάνω».
Δεν είχε άδικο. Μήπως κι εγώ που άκουγα τότε τα δικά μου ξένα τραγούδια καταλάβαινα ξεκάθαρα τους στίχους, που ήταν ιταλικοί και αγγλικοί πρωτίστως; Πώς να τους βρεις αν δεν ήταν τυπωμένοι μέσα στα ένθετα των δίσκων;
Έτσι, το αγαπημένο μας τρίο έφερε για πρώτη φορά στα ντόπια γλέντια ένα ανανεωμένο ξένο ρεπερτόριο – ειδικά το λατινοαμερικάνικο. Πρόλαβα να δω κι εκείνους τους παλιούς δίσκους γραμμοφώνου στο σπίτι του Μπαταξή, όταν είχαμε ανοίξει το μπακάλικο, τη δεκαετία του '70. Του ανέβαζα λίγα ψώνια με παραγγελία γιατί ήταν καθηλωμένος σε ένα ντιβάνι και κάπνιζε φρεσκοκομμένο καπνό της πρόσφατης σοδειάς. Μπορεί να ανακάτευε τον μπασμά και με τίποτε άλλο, λέγανε κάποιοι.
Καμάρωνε για τη συλλογή των ξένων δίσκων. «Δεν τους βρίσκεις πουθενά» μου έλεγε δείχνοντάς μου τα άλμπουμ πάνω στα ράφια.
Χρωματιστά ονόματα, πολύχρωμα εξώφυλλα, παθιασμένες γυναίκες και σοβαροί τροβαδούροι. Μου έδειχνε την Άντα Φαλκόν, τη Μερσέδες Σιμόνε, ονόματα παράξενα, φωνές χαραγμένες, φωνές παλιές για τα νεανικά μου αυτιά, που άκουγαν τη Βίκυ, τον Πασχάλη με τους Olympians, τους Πελόμα Μποκιού, τη Δέσποινα Γλέζου.
Φοιτητής, αργότερα, ανακατεμένος με θεατρικές ομάδες και Βαρδάρια, ήθελα να μάθω πολύ περισσότερα για τα χρόνια του τρίο, αλλά ο Μπαταξής είχε πεθάνει το 1976 και είχαν διασκορπιστεί οι δίσκοι και το γραμμόφωνο. Οι κληρονόμοι του, κάποιες ανιψιές ξενοπαντρεμένες, ενδιαφέρθηκαν για λίγες κρυμμένες λίρες (απ' ό,τι ακούστηκε), «σιγά μη μαζεύουμε παλιοδίσκους» τις άκουσαν να λένε.
Τότε γιατί τους πήρανε κι ερήμωσε το σπίτι, σαν στοιχειωμένο έμοιαζε για χρόνια κι ακούγονταν από μέσα κάτι ξεψυχισμένα τραγούδια;
Θυμάμαι ωστόσο τον γερο-Μπαταξή να μου λέει τότε για το τρίο, «μεγάλα ταλέντα τα παιδιά, ωραίοι μουσικοί, έπρεπε να κάνουν καριέρα, να φύγουν αποδώ, αδικήθηκαν».
Ύστερα στέναξε με το βαρύ τσιγάρο στα κιτρινισμένα του δάχτυλα: «Όλοι μας αδικηθήκαμε εδώ, μας έπνιξε ο κάμπος κι η νικοτίνη».
Λέγανε ότι χόρευε τανγκό τόσο ωραία που όποια κοπέλα έπεφτε στα χέρια του έλιωνε. Μέχρι που έπεσε από το άλογό του ενώ κουβαλούσε ένα βαρύ φορτίο ξύλα στο βουνό και άρχισε να κουτσαίνει στο αριστερό του πόδι ώσπου καθηλώθηκε. Άλλοι λέγανε ότι τον είχε ρίξει από το άλογο ένας αντεραστής για τα μάτια μιας γυναίκας. Ήταν μπερμπάντης χαρακτήρας.
Στο μεταξύ αποκτήσαμε κι εμείς ένα πικάπ, έφτασε στο σπίτι αρχές της δεκαετίας του '70. Ένα ξύλινο βαλιτσάκι με χερούλι που άνοιγε από πάνω και αποσπώνταν δύο ηχεία.
Ο πατέρας μου έφερνε δίσκους κάθε τόσο από τα ταξίδια του στην Καβάλα, μιας και τώρα κατέβαινε συχνότερα· έμπορος ήταν, μπακάλης και αγρότης μαζί, είχαμε μια σχετική οικονομική άνεση αλλά πορευόμασταν συγκρατημένα, γιατί ο μπαμπάς ήθελε να αγοράσει διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη.
Οι δίσκοι που έφερνε άλλοτε ήταν αποκλειστικά για μένα, που εγώ τους παράγγελνα, κι άλλοτε τους επέλεγε για τον εαυτό του. Οι δικοί μου: Αρλέτα, Μαρίζα Κωχ, Μαρκόπουλος, οι Ώρες του Λίνου Κόκοτου και πολλή σόουλ μουσική, οι Earth, Wind and Fire, ο Τζέιμς Μπράουν, η Αρίθα Φράνκλιν.
Εκείνος άκουγε τους Los Paraguayos, το Trio Belcanto, το Τrio Los Amigos, πολλά ελληνικά και ξένα τρίο, αυτά τα τραγούδια άκουγαν οι δικοί μου στις γιορτές ή μόνος του ο μπαμπάς όταν έβρισκε λίγο χρόνο απ' τα πολλά τρεχάματα.
Στις παρέες όλοι τού φώναζαν «Λεωνίδα, την κιθάρα! Άσε τα δισκάκια. Πες κάνα σπανιόλικο!». Έτσι κι εκείνος ξανάπαιρνε την κιθάρα –στο μεταξύ είχε αλλάξει δύο ως τότε–, την κούρδιζε λίγο και ξεκίναγε να παίζει. Στα ισπανικά τραγουδούσε μόνος του, στα ελληνικά τον συνόδευε κι η μάνα μου με μια φωνή που λες και με τα χρόνια γινόταν πιο διαυγής και δυνατή.
Εγώ, μαθητής του γυμνασίου, καθόμουν στην κουζίνα και περίμενα να τελειώσει η γιορτή των μεγάλων ακούγοντας αυτό το μακρινό για τ' αυτιά μου ρεπερτόριο.
«Α, βρε Λεωνίδα, θυμάσαι τα γλέντια μας τότε» λέγανε.
«Τι έγινε ο Παντελής, πού βρίσκεται τώρα;» Γιατί, δεκαετία του '70, το τρίο τους δεν υπήρχε πια, ήταν οι δυο, ντουέτο.
Info
Το δέκατο έκτο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Το τραγούδι του πατέρα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» στο Παγκράτι, τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου στις 19:00.
Με τον συγγραφέα θα συνομιλήσει η κριτικός λογοτεχνίας Μικέλα Χαρτουλάρη.
σχόλια