Αρκούν λίγες σελίδες από κάποιο κείμενο του Μπρούνο Σουλτς για να καταλάβεις ότι δεν κατοικείς σε έναν γνώριμο κόσμο αλλά σε μια ανώτατης ποιότητας μυθοπλαστική κλίμακα που απαιτεί να υψωθείς πολύ ως αναγνώστης και ως ετοιμοπόλεμος κριτής για να τη φτάσεις. Όσο προχωράς προς το εσωτερικό του μυστικού αυτού κόσμου, όμως, αρχίζεις να ξεκλειδώνεις τις πόρτες που ανοίγουν μονάχα με τα μαγικά κλειδιά που σου έχει παραδώσει με μεγάλη φροντίδα ο δημιουργός του, συναντώντας μυθικά πρόσωπα που επανέρχονται, όνειρα που επιστρέφουν ως εφιάλτες, ανθρώπους που μεταμορφώνονται σε ζώα, ανδρείκελα που απειλούν να κατακτήσουν ένα σύμπαν στο οποίο φυσάνε αλλόκοτα ρεύματα που σε παρασύρουν βαθιά μέχρι την ουσία της αιώνιας ύλης.
Η αρχή και το τέλος δεν έχουν πλέον καμία σημασία, αφού το σχήμα κάθε ιστορίας ακολουθεί τη λογική μιας σπείρας που μοιάζει με αυτήν του σύμπαντος, ούτε και τα πρόσωπα, που όλα καταλήγουν να παρασύρονται ή να υποκύπτουν στην αέναη δύναμη της ύλης – ιδού το πρώτο υλικό για τον Σουλτς, όπως και για τον Σαίξπηρ, με το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν θυμίζει την άρτια, μαγική και ρηξικέλευθη ως προς όλα τα σημεία έκφρασης και ορίων του λόγου πρόζα του σπουδαιότερου ίσως συγγραφέα της Πολωνίας, ο οποίος μπόλιασε τα μυστικιστικά δεδομένα της εβραϊκότητάς του με τη βαθιά του αγάπη για την ποιητική μεταφορά, τη φιλοσοφική διάθεση και την ανάγκη του να διαμορφώνει έναν λόγο πρωτογενή και καταιγιστικό που θα επηρέαζε βαθιά τους επιγόνους του, από τον Σίνγκερ και τον Απντάικ μέχρι την πρόσφατα βραβευμένη με Νόμπελ συμπατριώτισσά του Τοκάρτσουκ, η οποία δήλωσε σε συνέντευξή της πως ο Σουλτς «είναι απλώς ασυναγώνιστος. Η ανυπέρβλητη ιδιοφυΐα της πολωνικής λογοτεχνίας».
Προφανώς, είχε δίκιο. Το εύρος αυτής της αδιανόητα γοητευτικής γλώσσας, που κατάφερε να αναπαραστήσει με μια εντυπωσιακά άρτια και όμορφη μετάφραση η Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, μας αποκαλύπτεται, επιτέλους, ολόκληρη, χάρη στην έκδοση με άπαντα τα πεζά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Πραγματικά, δεν μοιάζει με καμία, όπως ο ίδιος δεν θυμίζει σε τίποτα τους συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης. Έχει, μάλιστα, την αίσθηση κανείς ότι τα κείμενά του βρίσκονται σε μια εναρκτήρια και όχι επιγονική φάση, σάμπως να μην είχε προηγηθεί κανείς άλλος. Ακόμα και αν κάποιες από τις αναφορές παραπέμπουν άμεσα, όπως έχει κατ' εξακολούθησιν ειπωθεί, στον Κάφκα, από τον οποίον είχε επηρεαστεί ο Σουλτς και τον οποίον είχε μεταφράσει, αλλά και στον Προυστ, δεν αρκούν για να εξηγήσουν τον ιδιοφυώς καινοφανή του λόγο, που μοιάζει μ' εκείνον ενός ανθρώπου που αντικρίζει το σύμπαν για πρώτη φορά ή καλύτερα, όπως επισημαίνει και η μεταφράστριά του στο επίμετρο της έκδοσης: «Η δική του ουσία, η ουσία του Σουλτς, μοιάζει να συνιστά το απόσταγμα παιδικών εντυπώσεων, όχι αναμνήσεων, μια και η ματιά του παραμένει έκπληκτη, εκτός των ορίων της εκλογίκευσης της ενήλικης σκέψης, έτοιμη να παρεκκλίνει ανά πάσα στιγμή σε μια εξωπραγματική, συμπαντική αλήθεια που μόνο τα παιδιά μπορούν να συνδυάσουν με τις καθημερινές τους εμπειρίες».
Το στοίχημα, ωστόσο, για τον ίδιο τον Σουλτς είναι η επιστροφή σε έναν κόσμο όχι μόνο χαμένης αθωότητας αλλά και ουσιαστικής επανέναρξης, της πρώτης λέξης, της αρχής της γραφής και της αισθαντικής αποκάλυψης.
Είναι προφανές ότι η δική του τραυματική ηλικία αποτυπώνεται βιωματικά και ανάγλυφα στους υγρούς τοίχους και στα σκοτεινά δωμάτια που περιγράφονται στον Αύγουστο αλλά και στην επιχρυσωμενη, όπως θα έλεγε ο ίδιος, ανακάλυψη του κόσμου και της φύσης με τα μάτια ενός παιδιού που βλέπει για πρώτη φορά τα «αραβουργήματα του δειλινού» ή τον «ανεξάντλητο μάγο των παραμορφώσεων», που είναι το φεγγάρι. Κυρίως όμως η παιδικότητα ισοδυναμεί με την επιστροφή σε μια αθώα, «ιδιοφυή εποχή», όπως την περιγράφει στην ομώνυμη ιστορία του, όπου τα πάντα επανέρχονται στην αρχέγονη κατάστασή τους, πριν από τον χωρόχρονο, σε ένα παραστατικό στάδιο που μοιάζει με έναν «αυθεντικό πίνακα» του σύμπαντος, του οποίου ζωγράφος είναι τελικά μονάχα εκείνος – δεν είναι τυχαίο το ότι η παράλληλη ιδιότητα του Σουλτς ήταν αυτή του ζωγράφου. Αν, λοιπόν, στο Φθινόπωρο οι περιγραφές παραπέμπουν στην επιστροφή στις ρίζες ή στην εποχή του «πυρήνα», στο Σανατόριο κάτω από την κλεψύδρα ανακαλύπτεται ένας ιδανικός χωροχρόνος όπου ούτε τα μεγέθη, ούτε καν ο ίδιος ο θάνατος, έχουν σημασία.
Το στοίχημα, ωστόσο, για τον ίδιο τον Σουλτς είναι η επιστροφή σε έναν κόσμο όχι μόνο χαμένης αθωότητας αλλά και ουσιαστικής επανέναρξης, της πρώτης λέξης, της αρχής της γραφής και της αισθαντικής αποκάλυψης: «Έχουμε, άραγε, διεισδύσει μέχρι μέσα στα πράγματα ή μήπως αυτός ο δρόμος δεν βγάζει παραπέρα; Βρισκόμαστε δίπλα στο τέλος των λέξεων που έχουν αρχίσει ήδη να ξεφτίζουν, να παραληρούν και να μη διαβάζονται. Κι όμως, ακριβώς πίσω από τα δικά τους όρια αρχίζει το ακατανόητο και απερίγραπτο αυτής της άνοιξης. Το μυστήριο του δειλινού! Ακριβώς πίσω από τις λέξεις μας, εκεί όπου δεν φτάνει η ισχύς της μαγείας μας, ηχεί εκείνο το σκοτεινό, άπιαστο στοιχείο. Ο λόγος διαλύεται σε στοιχεία και απλώνεται, επιστρέφει στην ετυμολογία του, μπαινοβγαίνει στο βάθος, στις σκοτεινές του ρίζες».
Είναι προφανές πως τα διονυσιακά σκοτάδια εδώ ορίζονται διαφορετικά μέσα από μορφές της παγκόσμιας μυθολογίας, από ηδυπαθείς και ερωτικές παρουσίες που ενίοτε παραπέμπουν σε μυστικιστικές τελετουργίες και σε ανιμιστικά δεδομένα που ποτίζουν κάθε γωνιά του έργου του Σουλτς, παρασύροντας με τη δύναμή τους το ίδιο το νόημα. Έτσι, η τρομακτική μορφή του Πατέρα, ο οποίος είναι πανταχού παρών στην αφήγηση, μεταπλάθεται σε μια διαφορετική έκφανση της δημιουργίας. Αν, όμως, ο Πατέρας μπορεί να δώσει πνοή στα ανδρείκελα, αντίστοιχα ο γιος είναι αυτός που δίνει μορφή στις λέξεις.
Αντιστρέφοντας όλους τους όρους της Παλαιάς Διαθήκης και των βιταλιστικών αρχών, ο Σουλτς σκηνοθετεί ένα άλλο πρωτογενές σύμπαν με δικά του χρώματα –που επίσης διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο–, γεμάτο παράξενα όντα, όπως μορφές που μοιάζουν να βγαίνουν ταυτόχρονα από σενάρια επιστημονικής φαντασίας και από τη Βίβλο, ένας αλήτης που είναι ο Πάνας, σκυλιά που πετάνε στο λυκόφως και «όλο και πιο νέους, όλο και πιο φανταστικούς σχηματισμούς». Είναι προφανές πως όλοι είναι ίσοι σε αυτόν τον παράδοξο κόσμο και κανείς Φραγκίσκος Ιωσήφ Α', τον οποίον παρωδεί δίχως έλεος. Εδώ δεν έχει δύναμη καμία εξουσία, το μόνο για το οποίο μιλάνε είναι η περιπέτεια, οι νέες ιδέες και οτιδήποτε αλλόκοτο και παρανοϊκό. «Εδώ θα εδραιώναμε», όπως γράφει στη Δημοκρατία των Ονείρων, «έναν νέο, ανεξάρτητο νόμο, θα χτίζαμε μια νέα ιεραρχία μέτρων και αξιών, όπου το τέμπο θα έδιναν τα μυθικά στοιχεία και εμείς. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να στήσουμε τις παγίδες κάτω από τον γεμάτο φαντάσματα ουρανό, να στοιχηματίσουμε, να τοποθετήσουμε μια πινακίδα να παίζει στον άνεμο και να που τα κουρέλια του μυθιστορήματος θα πιάνονταν πάνω της και θα φτερούγιζαν γύρω της».
Αντ' αυτού, ο ίδιος έμελλε να υποφέρει μια ζοφερή πραγματικότητα που τον ανάγκασε να ζει στην ένδεια και να φτάσει, ως Εβραίος, να ζωγραφίζει τα δωμάτια του αξιωματικού της Γκεστάπο, Φέλιξ Λαντάου, ο οποίος είχε μαγευτεί από την τέχνη του. Θα ακολουθούσε τελικά την τραγική μοίρα των συμπατριωτών του, πέφτοντας νεκρός, μέσα στη μέση του δρόμου, σαν σκυλί, από τη σφαίρα ενός αξιωματικού των ναζί το 1942, με τα περισσότερα από τα γραπτά του, εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, καταδικασμένα για πάντα στην αφάνεια. Ένα ακόμα λαμπρό πνεύμα που ευτυχώς δεν κατάφερε να εξολοθρεύσει κανένα Ολοκαύτωμα και λάμπει ακόμα στην «έναστρη αρένα της νύχτας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO