Tην πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο, δεν θα τη συγχωρήσουν, παρά το ακαταλόγιστο που μου αποδόθηκε από μια ολόκληρη κοινωνία, εντυπωσιασμένη -τι λέω!-, κουρασμένη τόσα χρόνια να με παρακολουθεί, άλλοτε παρακάμπτοντάς με ένοχα και άλλοτε επιβραβεύοντάς με με την καταδεκτική της αδιαφορία αλλά υπολογίζοντας πάντοτε το ανοικονόμητο έργο μου, για τον απλούστατο λόγο πως την έκανε να φαίνεται λιγότερο ανεπαρκής από όσο είναι. Πράγ- μα ιδιαίτερα ευνοϊκό για εμένα, αφού αυτή η κοινωνία οδήγησε το συντηρητισμό της σε μια ακατανίκητη έλξη αυτοεξαπάτησης. Την εξαπατώ με τη σειρά μου πείθοντάς τη για το αντίστροφο. Σκέφτομαι μάλιστα πως, αν δεν απέλαυα αυτού του προνομίου, να είμαι περίπου στο απυρόβλητο, θα υπήρχε εις βάρος μου ένα είδος δίωξης ανάλογης με εκείνην που επεφύλασσαν παλαιότερα στους φαρμακούς και στους αγύρτες. Αν όμως είχε υπάρξει παραπομπή, θα ήμουν αναγκασμένος να ιδιωτεύω, να δημοσιοποιώ δηλαδή μορφές συμβατικών εγχειρημάτων «καθημερινής τρέλας» που είθισται να τα ονομάζουν «έργο», ενώ θα έπρεπε να ακούν στο πραγματικό τους όνομα: ιδιωτεία.
Εκτίθεμαι λοιπόν εδώ σε έναν τόπο που δεν είναι δικαστήριο όπως θα επιθυμούσα, ούτε κολαστήριο όπως θα μου άξιζε, αλλά μια σκηνή που όλα όσα λέγονται από τους πρωταγωνιστές δεν μεταβάλλουν τίποτα κατά την ελικοειδή πορεία τους από την πραγματικότητα στη θεατρική επιτέλεση. Και μάλιστα, τη στιγμή που όχι μόνον οι συνειρμοί αλλά και οι λογικοί συμπερασμοί μεταξύ των ηθοποιών οδηγούνται σε συνεκφορές όπου αυτό που περιγράφεται ως γενόμενο, κατατίθεται συγχρόνως ως φανταστικό: το όνομα ενός απόντος Πατέρα (παρόντος όσο ποτέ άλλοτε στην ηλικία μου). H συνέχεια 13 Δεκεμβρίου στη σκηνή.
σχόλια