Ο Robert Mapplethorpe υπήρξε αναμφισβήτητα ένας απ’ τους πιο εικονικούς και controversial φωτογράφους του τέλους του 20ού αιώνα. Αυτό που δεν περίμενα να συμβεί, καθώς ξανακοίταζα το έργο του γι’ αυτό το άρθρο, είναι πως παραμένει, 22 χρόνια μετά τον θάνατό του από ΑΙDS το 1989, τρομακτικά σύγχρονος, ακόμα και μέσα σε όλη αυτή την εικονογραφική λαίλαπα του ηλεκτρονικού νέφους της εποχής μας, όπου όλες οι εικόνες, όλα τα γεγονότα, όλες οι μουσικές και όλες οι λέξεις ανακατεύονται, τεμαχίζονται, σαμπλάρονται και επανοικειοποιούνται αέναα πια.
Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός πως υπήρξε πρωτοποριακός στη χρήση του ομοφυλόφιλου ερωτισμού ως μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης, σεξουαλικής αναζήτησης και προσωπικής ελευθερίας πολύ πριν το διαδίκτυο κάνει mainstream την πορνογραφία (gay και straight) και τα αισθητικά παρακλάδια της. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό.
Ο Μapplethorpe, αν θέλουμε να τον κατατάξουμε σε κάποια γενιά, γεννήθηκε και ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στη ‘70s underground καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, μια σκηνή που χαρακτηρίστηκε αναμφισβήτητα απ’ τη σεξουαλική επανάσταση εκείνων των ετών, αλλά και απ’ τη διάθεση πειραματισμού, αναζήτησης, επανακαθορισμού όσων αποτέλεσαν μέρος της για όσο διήρκεσε, μέχρι να εισβάλουν τα corporate ‘80s και ν’ απορροφηθούν οι περισσότεροι απ’ το mainstream.
Εραστές και μετέπειτα φίλοι με την Patti Smith και ζευγάρι ύστερα με τον μεγαλυτερό του σε ηλικία art curator Sam Wagstaff, άρχισε να φωτογραφίζει με μια Ρolaroid στην αρχή (και μια Hasselblad μετά) όλα τα άτομα που αποτελούσαν τους κύκλους μέσα στους οποίους μπαινόβγαινε κοινωνικά. Ποιητές, συγγραφείς, τραγουδιστές, εικαστικοί, πρώην και νυν εραστές του, άτομα από τις gay fetish subcultures της Νέας Υόρκης, όλοι και όλα έμπαιναν στον φωτογραφικό του φακό μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο για τότε, μακριά από glossy κι εμπορικές συνθήκες.
Ο τρόπος που απεικόνιζε ο Μapplethorpe δεν στόχευε στην μονόπλευρη διέγερση. Αυτό ήταν ξεκάθαρο απ’ την πρώτη στιγμή που ερχόσουν σ’ επαφή με την ωμή (και πάντα χορογραφημένη) σεξουαλικότητα που ανέδιδαν οι εικόνες του. Υπήρχε εκεί σχεδόν απ’ την πρώτη του άγουρη περίοδο, στις αρχές των ‘70s, όταν ακόμα ψαχνόταν υφολογικά, αυτή η αχνή υπενθύμιση της θνητότητας, άρρηκτα συνδεδεμένης με τον ερωτισμό. Μια υπενθύμιση, που τα τελευταία του χρόνια έγινε ξεκάθαρα υπενθύμιση θανάτου, βέβαια.
Στα ‘80s όλα είναι χορογραφημένα πια στην εντέλεια. Το ύφος του ώριμου Μapplethorpe βασίζεται στη φόρμα και στον ολικό έλεγχο του κάδρου, το οποίο έχει μετατοπιστεί απ’ τον φυσικό φωτισμό και τους όχι και τόσο ελέγξιμους χώρους στο στούντιo. Φιλτράροντας τις επιρροές του (Horst και Riefenstahl, κατά κύριο λόγο) κι έχοντας πια μπει για τα καλά ως επαγγελματίας πορτρετίστας στον χώρο του Τύπου, κατασταλάζει τεχνικά στα γνωστά του ασπρόμαυρα πορτρέτα, στην εκπληκτικά μεταφυσική χρήση του λευκού φωτός και, παράλληλα, στα προσωπικά του –γκέι ερωτισμού- πρότζετκ τελειοποιεί φορμαλιστικά ό,τι ερωτικό του δίδαξαν τα ‘70s, φτιάχνοντας μερικές απ’ τις πιο δυνατές και κλασικές εικόνες του.
Αν αυτές οι εικόνες μάς αφορούν ακόμη σήμερα, είναι γιατί μέσα στο έργο του κατοικεί αφενός μοναδικά η εποχή του (τα ερωτικά ‘70s και τα αυνανιστικά ‘80s), αλλά και γιατί, οραματιζόμενος την τέχνη του ως μια διαρκή υπόμνηση θανάτου, ξεδίπλωσε το πέπλο μιας απεικόνισης, μιας εντελώς εύθραυστης ανθρώπινης κατάστασης (παρά το σωματικό μεγαλείο) και μας βοήθησε να σχηματίσουμε (όσο κι αν είναι όλα ελεγχόμενα στην επικράτεια της δικής του φόρμας και επιθυμίας) και τη δική μας. Κάνοντας ένα σχόλιο για τη φαυλότητα αλλά και τη βιαιότητα του ερωτισμού και τοποθετώντας τον απ’ το περιθώριο στο προσκήνιο, χρησιμοποίησε τα υλικά των παλιών δασκάλων, μεταστοιχειωμένα μέσα απ’ τη δική του αισθητική. Οι συντηρητικοί είδαν εκεί από την πρώτη στιγμή κάτι που το φοβήθηκαν και δεν το κατάπιαν ποτέ (ακόμα προκαλούν αντιδράσεις οι εκθέσεις του). Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε να παραβιάζουμε το πρωτόκολλο. Όπως αυτός μας έμαθε.
σχόλια