Το καινούργιο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη Πήρε τη ζωή στα χέρια της, που μόλις ξεκίνησε στη μικρή σκηνή του Ελληνικού Κόσμου, θα μπορούσε να είναι μια μίνι τηλεοπτική σειρά, με «μοδάτους» ήρωες και προ κρίσης life style - ή, έστω, παράσταση σε κάποιο από τα εμπορικά θέατρα του κέντρου, όπου γνωρίζεις τι περίπου θα δεις: δημοφιλείς ηθοποιούς να κολακεύουν με το αζημίωτο τον ναρκισσισμό τους. Είναι -ας μου επιτραπεί να μην ανήκω στην πλειονότητα όσων εκθείασαν τις αρετές έργων, όπως το Γάλα ή το Καλιφόρνια Ντρίμινγκ- σαφώς πιο αδύνατο από τα προηγούμενά του.
Δείτε τα πρόσωπα: ένας συγγραφέας σε κρίση, η γυναίκα του, μια διαφημίστρια που προσπαθεί ανεπιτυχώς να διακρίνει πού ακριβώς είναι η δική της ευθύνη στην ανήθικη λειτουργία της αγοράς, ένας ψυχοθεραπευτής που αντιμετωπίζει το προσωπικό δράμα όσων καταφεύγουν στη βοήθειά του ως υλικό για τη διατριβή του, και μία γυναίκα (εξαδέλφη της διαφημίστριας) που προσπαθεί να βρει νόημα στη ζωή μετά το διαζύγιό της, μέσα από τον έρωτά της για τον (ως άνω) ψυχαναλυτή της. Στο δελτίο Τύπου διαβάζουμε ότι οι τρεις πρώτοι εκπροσωπούν τον κόσμο της Τέχνης, τον κόσμο της Επικοινωνίας (έτσι αποκαλείται ο χώρος της διαφήμισης) και τον κόσμο της Επιστήμης. Εννοείται πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού ένας οποιοσδήποτε συγγραφέας δεν μπορεί παρά να εκπροσωπεί τον εαυτό του, η διαφήμιση είναι πιο κοντά στην προπαγάνδα παρά στην επικοινωνία και η ψυχοθεραπεία δεν είναι επιστήμη.
Τα κλισέ περισσεύουν: ο συγγραφέας είναι ενοχλητικά ανασφαλής, ερμητικά κλεισμένος στον κόσμο του, ανίκανος να μοιραστεί και ν’ απολαύσει την καθημερινότητα, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς για το αν μπορεί να χρησιμοποιήσει υλικό παρμένο από την πραγματική ζωή στο έργο του, ακόμη κι αν αυτό εκθέτει ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος.
Ο ψυχαναλυτής της ιστορίας είναι, με διαφορετικό τρόπο, εξίσου ψυχρός και αδιάφορος, περίκλειστος σε ωραίες θεωρίες που περισσότερο γοητεύουν τον ίδιο παρά βοηθούν στην θεραπεία των «ασθενών». Η διαφημίστρια είναι έξυπνη, έχει διάθεση να καταλάβει και να βοηθήσει τους άλλους, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται εξίσου αντιπαθής: μια γυναίκα που αναγνωρίζει τις ηθικές αδυναμίες της δουλειάς της, κάνει την αυτοκριτική της, αλλά τελικά δίνει τα μέιλ της ξαδέλφης της στο άνδρα της για να τα χρησιμοποιήσει στο καινούργιο έργο του.
Και οι τρεις εκμεταλλεύονται το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που μοιάζει ζωντανό, τη γυναίκα-χωρίς-ιδιότητα που προσπαθεί να σωθεί μέσα από τον κρυφό έρωτά της, οδηγώντας την τελικά στην αυτοκτονία. Σχηματικά πρόσωπα και σχέσεις, αφελείς αντιθέσεις και διλήμματα συνθέτουν ένα εργάκι που θα ’θελε να θυμίζει Νόελ Κάουαρντ και Γούντι Άλεν. Μάταια.
Οι δραματουργικές αδυναμίες του Πήρε τη ζωή στα χέρια της αποκαλύπτονται ακόμα πιο «δραματικές» υπό το φως της τρέχουσας πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής συνθήκης. Σε ποιους από το δυνάμει κοινό απευθύνεται το συγκεκριμένο έργο; Η διαδρομή από το πνιγμένο στα δακρυγόνα κέντρο της πόλης της περασμένης Κυριακής προς το απομακρυσμένο Θέατρο του Ελληνικού Κόσμου ήταν σαν ταξίδι σε άλλη διάσταση του χωροχρόνου. Εδώ όλα είναι ήσυχα, εντάξει, ο εκσυγχρονισμός προχωρεί μια χαρά, ο πολιτισμός είναι το καλύτερο άλλοθι, οι ηθοποιοί κάνουν τη δουλειά τους και οι θεατές ήρεμοι παρακολουθούν μία δραματική αισθηματική κομεντί αγγλοσαξωνικών επιρροών, τοποθετημένη στην Ψωροκώσταινα.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Παλούμπης ενίσχυσε αυτή την εντύπωση. Ένα μουσικό θέμα, απ’ αυτά τα ωραία που εύκολα γράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης, εισάγει, δένει, κλείνει τη σκηνική πράξη. Το σκηνικό της Έλενας Χριστούλη χωρίζεται σε δύο χώρους: το μινιμαλιστικής αισθητικής γραφείο του ψυχοθεραπευτή και το ανάλογης όψης καθιστικό του συγγραφέα και της διαφημίστριας. Ένα κατακόκκινο κουβούκλιο γίνεται το «μυαλό» της ερωτευμένης γυναίκας, ο χώρος δηλαδή που η Υρώ Μανέ τολμά να εκφράσει όλα αυτά τα λυρικά που αισθάνεται και σκέφτεται (την ίδια στιγμή, η τηλεοπτική περσόνα της ηθοποιού εκδικείται). Και δεν μπορώ να μη σχολιάσω τα ρούχα της. Από το πρώτο σύνολο, όπου ρούχα-τσάντα-παπούτσι είναι στον ίδιο ή παραπλήσιο χρωματικό τόνο, δίνοντας έναν αέρα χαζής νεόπλουτης στην ηρωίδα, έως το λευκό νυχτικό της σκηνή της αυτοχειρίας, βγάζουν μάτι για τις φιλοδοξίες της παράστασης.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ερμηνεύουν φιλότιμα τους ρόλους τους, γνωρίζοντας (οι ηθοποιοί πάντα ξέρουν εκ των προτέρων αν το έργο ή η παράσταση στην οποία συμμετέχουν αξίζει…) ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από το σημείο που το ίδιο το έργο οδηγεί.
Μακάρι να διαψευστώ και το θέατρο του Βασίλη Κατσικονούρη να είναι αυτό που θα ανανεώσει την ελληνική θεατρική γραφή του 21ου αιώνα. Ωστόσο, από τα μέχρι στιγμής δείγματα, είναι μάλλον περιορισμένα αυτά που μπορούμε να περιμένουμε από την ωρίμανση του ταλέντου του.
σχόλια