ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Η μαμά δεν είναι πια εδώ και η ανόητη ζωή συνεχίζεται. Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Η μαμά δεν είναι πια εδώ και η ανόητη ζωή συνεχίζεται. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter
Οι σημειώσεις του Ρολάν δεν έχουν ουδεμία λογοτεχνική φιλοδοξία. Φαινομενικά, τουλάχιστον. Πρόκειται στην ουσία για βιαστικές και λιγόλογες σημειώσεις σε ένα σημειωματάριο που σιγά σιγά, περίπου σαν διακοπτόμενος θρήνος, θα αποτελέσει ένα ρέκβιεμ αφιερωμένο σε μια γυναίκα, σε μια μάνα και στο αρνητικό ενός υιού που ουδέποτε απομακρύνθηκε από τον ίσκιο της.
3

Eρευνητής του νοήματος και αρνητής οιασδήποτε προεκτάσεως –είτε μεταφυσικής είτε εσωτερικής–, ο Ρολάν Μπαρτ στράφηκε προς τη λογοτεχνία και προς την κοινωνία, δημιουργώντας ένα έργο μοντέρνο, στιλπνό σε γραφή και τόσο περίπλοκο (καθότι έγραφε για τον Ρακίνα όσο και για το κατς), ώστε η κατηγοριοποίησή του δεν αφορούσε τον ίδιο, ούτε καν τους μελετητές του. Αντικείμενό του ήταν η γραφή – ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχε ως κείμενο. Άλλωστε, σήμερα διαβάζουμε έναν πυγμαχικό αγώνα, ένα κλασικό κείμενο αλλά κι ένα σούρτα-φέρτα στην αγορά, μεπαρεμφερή κριτήρια και χωρίς το άγχος της ρηχότητας. Τα γραφτά του στυφά, ασκημένα στην κυριολεξία και σε μιαν ιδιωτική αυστηρότητα που άφησε εποχή, αποκατέστησαν, θα έλεγε κανείς, τα κριτήρια της λογοτεχνικής, κοινωνιολογικής, εξουσιολογικής ανάλυσης, προσδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην Επικράτεια των σημείων.

Περιττό να πούμε ότι ήταν ένας άνθρωπος εστέτ, ότι ζούσε με τη μάνα του, η οποία κρατούσε τη θέση τόσο της μητρός όσο και της απούσας ερωμένης (μια και ο Ρολάν ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος), οπότε ο θάνατος της Henriette Binger (που γεννήθηκε το 1893) έφερε τα πάνω κάτω για τον φιλέρημο σημειολόγο. Επί μήνες ο Ρολάν θα αφουγκράζεται τον μύχιο εαυτό του, θα περισώζει την παραμικρή σκέψη και συγκίνηση, θα αναπροσανατολίζεται μέσα σε ένα κλίμα πένθους που θυμίζει πολλές συγγενικές καταστάσεις: θλίψη για τον χαμό της μητέρας του, για το μόνο γυναικείο –κι ετοιμοθάνατο– κορμί που γνώρισε και θρήνησε, για έναν αναπροσανατολισμό ψυχικό, που ουδέποτε κατόρθωσε να τον αποσπάσει από την εξάρτηση της αποθανούσας γυναίκας.

Η μαμά δεν είναι πια εδώ και η ανόητη ζωή συνεχίζεται. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter
O συγγραφέας σε παιδική ηλικία με τη μητέρα του

Οι σημειώσεις του Ρολάν δεν έχουν ουδεμία λογοτεχνική φιλοδοξία. Φαινομενικά, τουλάχιστον. Πρόκειται στην ουσία για βιαστικές και λιγόλογες σημειώσεις σε ένα σημειωματάριο που σιγά σιγά, περίπου σαν διακοπτόμενος θρήνος, θα αποτελέσει ένα ρέκβιεμ αφιερωμένο σε μια γυναίκα, σε μια μάνα και στο αρνητικό ενός υιού που ουδέποτε απομακρύνθηκε από τον ίσκιο της. Στις 29 Οκτωβρίου, τρεις ημέρες μετά τον θάνατό της, ο Ρολάν σημειώνει: «Πράγμα αλλόκοτο, τη φωνή της, που τόσο καλά γνώριζα, για την οποία λένε ότι είναι ο ίδιος ο σπόρος της ανάμνησης (“η αγαπημένη απόχρωση”...), δεν την ακούω πια. Σαν επιλεκτική κώφωση...». Την ίδια μέρα συνεχίζει: «Σκέψη –που καταπλήσσει, αλλά δεν καταθλίβει– ότι δεν ήταν “τα πάντα για μένα”. Αλλιώς, δεν θα είχα δημιουργήσει έργο. Από τότε που άρχισα να τη φροντίζω, εδώ και έξι μήνες, πράγματι ήταν τα “πάντα” για μένα και ξέχασα ολοκληρωτικά ότι κάποτε έγραφα. Ανήκα πια παθιασμένα σ’ εκείνη. Παλιότερα γινόταν διάφανη, για να μπορέσω να γράψω».

Ο Ρολάν ζούσε μαζί με τη μάνα του, κοντά στη μάνα του, στη σκιά της μητρός. Όσο η ζωή τούς κρατούσε και τους δυο κοντά της, πιθανότατα ο Ρολάν δεν κατανοούσε τον ρόλο της μάνας, που ήταν διακριτική στο έπακρο και δεν συμβούλευε ποτέ τον γιο της. Στην έσχατη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε αυτό το χαρακτηριστικό σχόλιο: «Μια γυναίκα που μόλις γνωρίζω και που πρέπει να δω μού τηλεφωνεί (με ενοχλεί, με μονοπωλεί) για να μου πει: κατεβείτε στην τάδε στάση του λεωφορείου, προσέξτε τη διάβαση, μη μείνετε για το δείπνο κ.λπ. Ποτέ δεν μου είπε τίποτα τέτοιο η μητέρα μου. Ποτέ δεν μου μίλησε σαν να ήμουν ανεύθυνο παιδί». Άρα, τι έκανε αυτή η διακριτική μητέρα; Ουσιαστικά, τον στήριζε με τον ίσκιο της. Εξού και η ομολογία της αδυναμίας του: «Επιστρέφω στο διαμέρισμα, για πρώτη φορά μόνος. Πώς θα κατορθώσω να ζήσω ολομόναχος;». Ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι εκείνη απαιτεί ολάκερο το πένθος, το απόλυτό του, και, από την άλλη, του επιτρέπει την ελαφράδα, τη ζωή, σαν να του λέει ακόμα: «Πήγαινε, βγες, διασκέδασε...». Επιστρέφοντας στο κοινό τους διαμέρισμα, ο Ρολάν το βρίσκει ζεστό, φωτεινό, καθαρό. Αυτός ο ίδιος το μεταμόρφωσε, με ενεργητικότητα, με αφοσίωση (και το απολαμβάνει με πικρία). Και δηλώνει: «Από ‘δω και πέρα και για πάντα θα είμαι εγώ η ίδια μου η μητέρα!».

 

Η μαμά δεν είναι πια εδώ και η ανόητη ζωή συνεχίζεται. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter

Ο σημειολόγος δεν μιλάει για έρωτα, βέβαια, με την αντοχή της διάνοιας που του προσιδιάζει, εκτελεί χρέη πενθούντος, ομολογώντας ότι το πένθος του αφορά μια σχέση αγάπης και όχι μια οργάνωση ζωής. Τα τελευταία της λόγια (καθώς ξεψυχούσε) αποτελούν ιερό κειμήλιο: «Ρολάν μου, Ρολάν μου. – Είμαι εδώ. – Δεν κάθεσαι καλά». Μάλιστα, η σχέση μητέρας-γιου θα υποστεί στιγμιαίες μεταστάσεις, καθώς η μάνα γίνεται κόρη και ο υιός πατέρας. «Επί μήνες ήμουνα η μητέρα της», εξομολογείται ο Ρολάν, «είναι σαν να έχασα την κόρη μου (υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από αυτή; Δεν το είχα σκεφτεί)».

Ένα άλλο που δεν είχε σκεφτεί ο (πεντάρφανος) γιος είναι ότι δεν του απέμεινε κανένα αληθινό καταφύγιο. Με την αποχώρηση της μητέρας, όλοι οι τόποι απογυμνώθηκαν: «Δεν μπορώ πια να καταφύγω με τη σκέψη πουθενά. Ούτε στο Παρίσι ούτε στα ταξίδια. Δεν έχω πια καταφύγιο». Ακόμα και η τελευταία της φράση («Δεν κάθεσαι καλά») του θυμίζει ότι της έκανε αέρα με τη βεντάλια, καθήμενος σε ένα ταμπουρέ...

Στον γνωστό μονομερή διάλογο που έχει κάθε ζωντανός με τον τεθνεώτα, ο Ρολάν προσθέτει κάθε τόσο και κάποια απορία που προδίδει την οξύτητα του άλγους του: «Το να μπορεί κανείς να ζει χωρίς κάποιον που αγαπούσε σημαίνει τάχα ότι τον αγαπούσε λιγότερο απ’ ό,τι πίστευε;». Όπως και να ‘χει το ζήτημα, ο πενθών δεν αποσπάται από «την παρουσία της απουσίας»

Βέβαια, ο καθημερινός βίος έχει τις δικές του υποχρεώσεις. Δεν υπάρχει άνθρωπος που έχει το πένθος για επάγγελμα ούτε το κλάμα καθημερινό καθήκον. Ωστόσο, δεν παύει να απελπίζεται και να απολογείται: «Από τούδε και μπρος τι νόημα έχει η ζωή μου;». Πηγαίνοντας σε ένα φιλικό σπίτι όπου ζει ένα ζευγάρι, ο Ρολάν κάνει τη γνωστή παρατήρηση των μοναχικών: «Κάθε ζευγάρι (παντρεμένο) σχηματίζει συνασπισμό, από τον οποίο είναι αποκλεισμένο το μοναχικό πρόσωπο» – δηλαδή, αυτός ο ίδιος. Καθώς χιονίζει, ο Ρολάν σκέφτεται τα πρωινά που ήταν άρρωστος και δεν πήγαινε σχολείο, έχοντας την ευτυχία να μένει μαζί της. Ενώ, λοιπόν, πίστευε ότι ο θάνατος της μαμάς θα τον έκανε πιο δυνατό, καθώς θα αδιαφορούσε για τα εγκόσμια, τελικά τον έκανε πιο εύθραυστο, νιώθοντας «ένα τίποτα σε κατάσταση εγκατάλειψης».

Στη στάση του Ρολάν υποκρύπτεται κάτι αμλετικό: τι έχω να χάσω τώρα που έχασα το Κίνητρο της ζωής μου; Το Κίνητρο να ανησυχώ για κάποιον; Συνάμα, είναι ειλικρινής όταν ομολογεί ότι, μετά τον θάνατο της μαμάς, όλα τού είναι αδιάφορα! Εντούτοις, αποσύρει τη σκέψη μεμιάς. «Αλίμονο, το αντίθετο συμβαίνει. Όχι μόνο δεν εγκαταλείπω κανέναν από τους εγωισμούς μου, από τις μικρές μου προσκολλήσεις και συνεχίζω αδιάκοπα να “με προτιμώ”, αλλά επιπλέον δεν καταφέρνω να επενδύσω την αγάπη μου σε έναν άνθρωπο.

Οι πάντες μού είναι κάπως αδιάφοροι, ακόμα και οι πιο προσφιλείς. Σκέφτομαι: η μαμά δεν είναι πια εδώ και η ανόητη ζωή συνεχίζεται». «Όταν ζούσε η μαμά (δηλαδή σε όλη την περασμένη μου ζωή), βρισκόμουν μέσα στη νεύρωση, από φόβο μήπως τη χάσω. Και τώρα (ιδού τι μου διδάσκει το πένθος): αυτό το πένθος είναι, για να το πω έτσι, το μόνο σημείο του εαυτού μου που δεν είναι νευρωτικό: λες και η μαμά, με μια ύστατη δωρεά, μου απέσπασε το κακό κομμάτι μου, τη νεύρωση». «Τώρα που η μαμά είναι νεκρή», θα παρατηρήσει στην επόμενη σελίδα, «ωθούμαι προς τον θάνατο –τίποτα δεν με χωρίζει από αυτόν, παρά μονάχα ο χρόνος». Αληθώς. «Εντούτοις, καθ’ όλη τη διάρκεια του πένθους και της Θλίψης συνεχίζουν να λειτουργούν ανενόχλητες (κακοαναθρεμμένες, θαρρείς) οι συνήθειες του φλερτ, του ξελογιάσματος, ολόκληρος ο λόγος της επιθυμίας, του σ’ αγαπώ –που επιπλέον φυλλορροεί πολύ γρήγορα– και ξαναρχίζει με κάποιον άλλον»....

Δεν είναι τυχαίο ότι ο πενθών υιός πασχίζει να βρει καταφύγιο και παρηγοριά όχι στους ζωντανούς, όσο κι αν τους εκτιμάει, αλλά στους αθάνατους πεθαμένους, όπως, για παράδειγμα, ο Προυστ. Όταν η Σελέστ του λέει ότι θα ξανασυναντηθούνε στην κοιλάδα Ιωσαφάτ, ο Προυστ αποκρίνεται: «Πιστεύετε ότι θα ξανασυναντηθούμε; Αν ήμουνα βέβαιος εγώ ότι θα ξανασυναντούσα τη Μαμά, θα πέθαινα αμέσως». Καθώς πλησίαζε η ημέρα της επετείου του θανάτου της, ο Ρολάν ομολογεί ότι φοβάται μήπως εκείνη την ημέρα πεθάνει και για δεύτερη φορά...».

 

Οπως κι αν καταλάβουμε το πένθιμο μάθημα του Ρολάν Μπαρτ –ως άθρησκου που πενθεί σαν θρησκευόμενος, ως υιού που αδυνατεί να ξεπεράσει τους δεσμούς αίματος, ως προσωπικότητας που συντρίβεται αιφνιδίως, στερούμενη την απαραίτητη ανοχή ή αντοχή έναντι του αγαπημένου νεκρού, ως υιού που δεν λέει λέξη για τον αδελφό του– το συμπέρασμα είναι ισχυρό, και μάλιστα ξεφεύγει από την ψυχρότητα της φτηνής αθεΐας. Ο πενθών δεν διαθέτει τρόπο ν’ αντεπεξέλθει στην αποδημία της θανούσης, ακόμα κι όταν ομολογεί «Δεν ήμουν σαν κι αυτήν, εφόσον δεν πέθανα μαζί (ταυτόχρονα) με εκείνη», ουσιαστικά επαίρεται φιλολογιστί για κάτι που ακούγεται ως γενναιότητα, ενώ είναι απλή φαντασμαγορία. Μάλιστα, έχει το θάρρος να ομολογεί: «Α, τι αντίφαση, γίνομαι, εξαιτίας του χαμού της μαμάς, το αντίθετο αυτού που ήταν. Θέλω να ζήσω σύμφωνα με τις αξίες της και δεν καταφέρνω παρά το αντίθετο». Ο Ρολάν Μπαρτ θα γράψει ακόμα πολλά πράγματα για τη μητέρα και ο ίδιος θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία 64 ετών.

Βιβλίο
3

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά

Οθόνες / Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά

Τα κείμενα του Φώντα Τρούσα για τις «βαθιά υποτιμημένες ταινίες που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό» και για τον underground και τον πειραματικό ελληνικό κινηματογράφο κυκλοφορούν σε ένα μοναδικό, κυριολεκτικά, βιβλίο, από τα LiFO Books.
M. HULOT
Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

3 σχόλια
Roland Barthes:Ενα από τα πιό αγαπημένα αποφθεύγματα είναι δικό του".Nα αφήνεις να σου έρχεται(από τον άλλον) ό,τι είναι να έρθει,να αφήνεις να φύγει(από τον άλλον) ό,τι είναι να φύγει.Τίποτε να μην κατέχεις.τίποτε να μην αποδιώχνεις:να δέχεσαι,να μη διατηρείς,να παράγεις χωρίς να ιδιοποιείσαι."Από τα αποσπάσματα ερωτικού λόγου.