Είναι συχνή η αντίληψη ότι τα αγγεία μάς λένε ιστορίες. Είναι τα αντικείμενα που μας προσφέρουν απεικονίσεις των αρχαίων ελληνικών μύθων – και όταν ζητάμε σήμερα κάτι που να «μοιάζει ελληνικό», στρεφόμαστε στα αγγεία για να βρούμε κάποια έμπνευση (όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, με τον Ηρακλή της Ντίσνεϊ). Ωστόσο, η κεραμική δεν είναι μόνο μια πηγή πληροφοριών για την αρχαία μυθολογία. Μέσα από τα αγγεία μαθαίνουμε πολλά πράγματα για τις πόλεις στις οποίες είχαν κατασκευαστεί ή/και χρησιμοποιηθεί. Με αυτή την παράμετρο θα ασχοληθούμε εδώ: τι μας λέει η αθηναϊκή κεραμική για την αθηναϊκή πόλιν και τους αρχαίους Αθηναίους κατά την Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή (7ος-4ος αιώνας π.Χ.).
Θεωρείται συνήθως δεδομένο ότι όποιος κατασκεύαζε (ή χρησιμοποιούσε) πήλινα αγγεία στην περιοχή της Αθήνας ήταν Αθηναίος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων που έφταναν εκεί από πολλές περιοχές του ελληνικού κόσμου. Mάλιστα, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Βίοι: Σόλων, Κεφάλαιο 24), ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. ο Σόλων ενθάρρυνε τη μετανάστευση ξένων στην Αθήνα για να βοηθήσει στην ανάπτυξη του εμπορίου. Επιπλέον, στην Αθήνα ζούσαν σκλάβοι που κατάγονταν από διάφορες περιοχές της Μεσογείου και συνήθως αναλάμβαναν χειρωνακτικές εργασίες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβανόταν και η κατασκευή κεραμικών.
Τα ίδια τα αγγεία μπορούν να μας δώσουν άμεσες πληροφορίες για τους ξένους που ζούσαν στην Αθήνα. Στο σώμα ενός μεγάλου μελανόμορφου αμφορέα που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (εικ. 2) εικονίζονται η Μέδουσα και οι αδελφές της οι Γοργόνες, που τρέχουν πάνω από τη θάλασσα, η οποία υποδηλώνεται από τα δελφίνια, ενώ στον λαιμό του αγγείου εικονίζονται ο Ηρακλής κι ένας Κένταυρος. Τόσο οι Γοργόνες όσο και ο Κένταυρος αναγνωρίζονται εύκολα από τα τρομακτικά τους κεφάλια και το αλογίσιο σώμα αντίστοιχα. Ωστόσο, ο αγγειογράφος θέλησε να εξειδικεύσει την απεικόνιση της πάλης με τον Κένταυρο, διότι στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλοί μύθοι που αφορούσαν τις διαμάχες ηρώων με τους Κενταύρους, ενώ δεν υπήρχε παρά μόνο μία Μέδουσα. Γι’ αυτό ο αγγειογράφος (είτε με δική του πρωτοβουλία είτε επειδή κάποιος του το ζήτησε) δεν έγραψε πώς ονομάζονται οι Γοργόνες αλλά τα ονόματα των δύο αντιπάλων που εικονίζονται στον λαιμό: το όνομα του Ηρακλή και το όνομα του Κενταύρου (ΝΕΤΟΣ, δηλαδή Νέσσος) αναφέρεται δίπλα στα κεφάλια τους. Η επιγραφή με το όνομα του Κενταύρου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα που εξετάζουμε εδώ. Το ελληνικό αλφάβητο παρουσίαζε μικρές διαφορές σε κάθε αρχαία ελληνική πόλη, και μάλιστα υπήρχαν γράμματα που πλέον δεν χρησιμοποιούνται – χάθηκαν όταν ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος υιοθέτησε ένα κοινό αλφάβητο στα ελληνιστικά χρόνια. Αλλά την αρχαϊκή περίοδο, και συγκεκριμένα στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε χρονολογείται το αγγείο μας, τα διάφορα τοπικά αλφάβητα συνυπήρχαν και αυτό φαίνεται στον αμφορέα μας. Συγκεκριμένα, αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά το όνομα ΝΕΤΟΣ, θα δει ότι το κάτω από γράμμα Τ υπάρχει μια μουντζούρα, σαν να σβήστηκε κάτι που υπήρχε αρχικά από κάτω. Οι αρχαιολόγοι εξέτασαν το σημείο αυτό λεπτομερειακά και διαπίστωσαν ότι αρχικά το γράμμα ταυ δεν είχε γραφτεί στο αττικό αλφάβητο (δηλαδή ως Τ) αλλά σε κάποιο άλλο (πιθανόν ταυ με μικρές προεξοχές στην οριζόντια κεραία). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο αγγειογράφος είχε μάθει το αλφάβητο από έναν μη Αθηναίο και ότι κάποιος τον διόρθωσε όταν ζωγράφιζε το αγγείο, έτσι ώστε το όνομα του Κενταύρου να είναι γραμμένο σωστά. Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε ποιος έκανε τη διόρθωση – ίσως ήταν ένας πελάτης που πήγε στο κεραμικό εργαστήριο ενός ξένου μετανάστη στην Αθήνα, είδε το αγγείο και τον διόρθωσε. Ίσως, πάλι, τη διόρθωση την έκανε ο ιδιοκτήτης του κεραμικού εργαστηρίου, στο οποίο ο αγγειογράφος μας θα δούλευε ως μαθητευόμενος ή ως σκλάβος. Ίσως, τέλος, τη διόρθωση να την έκανε κάποιος άλλος αγγειογράφος, που θα δούλευε δίπλα στον δικό μας, στο ίδιο κεραμικό εργαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μαθαίνουμε είναι ότι στα αθηναϊκά κεραμικά εργαστήρια δεν εργάζονταν αποκλειστικά και μόνο Αθηναίοι. Ας σημειώσουμε ότι τα ονόματα που εμφανίζονται στο συγκεκριμένο αγγείο συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πρωιμότερες επιγραφές που έχουν γραφτεί σε αγγεία με εικονιστικές παραστάσεις. Η επόμενη γενιά αγγειογράφων και το αγγείο που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια μας δίνει μια ιδέα για το πώς, ίσως και για το γιατί, εξελίσσονται οι επιγραφές στα αττικά αγγεία.
Πρόκειται για έναν αποσπασματικά σωζόμενο δίνο (μεγάλο αγγείο για την ανάμειξη οίνου και νερού) (εικ. 3) που κατασκευάστηκε μια-δυο γενιές αργότερα από τον αμφορέα του Νέσσου. Οι επιγραφές που υπάρχουν εδώ διαφέρουν από εκείνες του παλαιότερου αμφορέα. Τώρα, πλέον, δεν ονοματίζονται μόνο οι μορφές των ανθρώπων (και των ζώων) αλλά ο αγγειογράφος υπογράφει με το όνομά του, ανάμεσα στα άλογα και στους θεατές: «Σοφίλος μέγραφσεν» («Ο Σοφίλος με ζωγράφισε»). Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την επιγραφή, θα δούμε ότι έκανε ένα λάθος, δηλαδή ξέχασε το γράμμα έψιλον, το οποίο πρόσθεσε μετά, πριν το αγγείο μπει στον κλίβανο για να ψηθεί. Άραγε, ήταν απλώς απρόσεκτος; Ή μήπως δεν ήταν αρκετά εγγράμματος ώστε να γράψει κατευθείαν μια σωστή πρόταση; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να δούμε συνολικότερα την απόπειρά του να επικοινωνήσει με τον γραπτό λόγο: κάτω από την υπογραφή του υπάρχει μια ακόμη επιγραφή: «ΠΑΤΡΟQLΥΣ ΑΤLΑ» («ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ ΑΘΛΑ»). Αυτή είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, αν όχι η μοναδική, που ένας αγγειογράφος αναγράφει τον γενικό τίτλο της παράστασης που ζωγραφίζει, αντί να γράψει απλώς τα ονόματα των μεμονωμένων μορφών που απεικονίζονται. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο αγγειογράφος Σοφίλος διερευνούσε τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να επικοινωνήσει με τους θεατές του αγγείου του και αποφάσισε ότι ένας εύκολος τρόπος ήταν να γράψει ακριβώς ποια ήταν η μυθολογική σκηνή που έβλεπε ο θεατής: οι επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου. Το αγγείο εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, αλλά βρέθηκε στη Θεσσαλία, επομένως ανήκει στα παλαιότερα αγγεία που άρχισαν να εξάγονται από την Αττική σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, μήπως οι Αθηναίοι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι πειραματίζονταν με τέτοιου είδους επιγραφές προκειμένου να βοηθήσουν τους μη Αθηναίους πελάτες τους να καταλάβουν τι ακριβώς εικονιζόταν στο αγγείο που αγόραζαν.
Οι μαζικές εξαγωγές αθηναϊκών αγγείων, οι οποίες άρχισαν το β’ τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. (περ. 575 π.Χ. και εξής), μπορεί να σχετίζονται με την ευρύτερη πολιτική του Σόλωνα, που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο εμπόριο ως πηγή οικονομικής ανάπτυξης για την Αθήνα. Μάλιστα, είναι ενδεικτικό ότι οι ξένοι έμποροι είχαν δικαιώματα στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπως γνωρίζουμε από τους δικανικούς λόγους του Δημοσθένη και άλλων κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Στις σχετικές δίκες οι Αθηναίοι και οι ξένοι επιχειρηματολογούσαν αναφορικά με τις ευθύνες που έπρεπε να αποδίδονται όταν ορισμένα πλοία ναυαγούσαν ή όταν ορισμένα φορτία δεν έφταναν ποτέ στα λιμάνια του προορισμού τους για να πουληθούν. Το γεγονός ότι και οι ξένοι που ζούσαν στην Αθήνα είχαν αυτό το δικαίωμα συντέλεσε ώστε το λιμάνι του Πειραιά να γίνει ένας σημαντικός διαμετακομιστικός εμπορικός σταθμός, κάτι που αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό εμπορικών αμφορέων (εικ. 4) που έφτασαν εκεί από διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου ήδη από τις αρχές της Αρχαϊκής Εποχής και βρέθηκαν σε διάφορες ανασκαφές, όπως π.χ. στην Αγορά της Αθήνας.
Υπάρχει, όμως, ένα σημαντικό ερώτημα: εάν η αθηναϊκή κεραμική εξαγόταν παντού και εάν οι αγγειοπλάστες και οι αγγειογράφοι δεν ήταν όλοι Αθηναίοι, τότε σε ποιον απευθύνονταν οι παραστάσεις που ήταν ζωγραφισμένες στα αγγεία; Ποιος τις έβλεπε, ποιος τις κατανοούσε και με ποιον τρόπο; Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που γνωρίζουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες εύρεσης των αγγείων, όταν δηλαδή πρόκειται για αγγεία που έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Ο αμφορέας του Ζωγράφου του Νέσσου, που παρουσιάσαμε στην αρχή, είχε τοποθετηθεί ως επιτύμβιο επάνω σε έναν τάφο. Μάλιστα, η πίσω όψη του είναι αδιακόσμητη, γεγονός που σημαίνει ότι ο θεατής μπορούσε να δει μόνο τη μία όψη του – ίσως ο τάφος βρισκόταν σε έναν δρόμο του νεκροταφείου και ο επισκέπτης, καθώς πλησίαζε τον τάφο, έβλεπε αρχικά τις Γοργόνες, οι οποίες κινούνται προς τα δεξιά, και καθώς προχωρούσε θα περίμενε να δει και τον πρωταγωνιστή της σκηνής, τον Περσέα, ο οποίος θα έπρεπε να βρίσκεται στο δεξί άκρο της παράστασης, αλλά δεν εικονίζεται καθόλου! Ακόμη κι αν ο θεατής δεν γνώριζε τον μύθο με τις Γοργόνες, σίγουρα θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για κάποιου είδους τερατώδεις γυναικείες μορφές, με τα τρομερά τους δόντια και τα γένια. Αλλά αν ήξερε τον μύθο, τότε η περιέργειά του να περπατήσει και να «βρει» τον (απόντα) Περσέα διευκολυνόταν –αλλά και επετεινόταν ακόμη περισσότερο– από το αίμα της αποκεφαλισμένης Μέδουσας που τρέχει προς τα δεξιά, όπως και οι αδερφές της που τρέχουν αλλά και τα δελφίνια που κολυμπούν επίσης προς τα δεξιά.
Ένα άλλο είδος αγγείων που βρίσκουμε στους αθηναϊκούς τάφους είναι τα μικρά αρωματοδοχεία, που ονομάζονται λήκυθοι (εικ.5). Στη λήκυθο που παρουσιάζουμε, εικονίζεται μια Σφίγγα πάνω σε ένα βάθρο, περικυκλωμένη από άνδρες. Συνήθως η σκηνή ερμηνεύεται ως απεικόνιση Θηβαίων γύρω από τη Σφίγγα της Θήβας. Ωστόσο, το αγγείο βρέθηκε στην Αθήνα, μάλλον σε τάφο (τώρα φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας), και είναι πιθανόν τη συγκεκριμένη απεικόνιση να την αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο οι Αθηναίοι: ίσως να μην τους θύμιζε τον θηβαϊκό μύθο με το αίνιγμα της Σφίγγας αλλά να ερμήνευαν την παράσταση ως μία απεικόνιση συμπολιτών τους που επισκέπτονται ένα νεκροταφείο, επιδεικνύοντας έτσι τον σεβασμό προς τους προγόνους τους, ως σωστοί Αθηναίοι πολίτες, όπως γράφει ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία 55.3).
Φαίνεται, λοιπόν, ότι παρόλο που εμείς σήμερα βλέπουμε κατεξοχήν τη μυθολογική πλευρά των σκηνών που εικονίζονται στα αγγεία, είναι πιθανόν ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι που τα έβλεπαν στην αρχαιότητα καταλάβαιναν διαφορετικά πράγματα. Στην περίπτωση της προηγούμενης ληκύθου δεν υπάρχουν επιγραφές, όπως στα αγγεία που είδαμε παραπάνω, που υποδείκνυαν-βοηθούσαν τον θεατή στην ερμηνεία και κατανόηση των απεικονιζόμενων παραστάσεων. Επομένως, οι θεατές είχαν τη δυνατότητα να σκεφτούν τις ιστορίες που γνώριζαν αλλά και τις προσωπικές τους εμπειρίες, προκειμένου να κατανοήσουν τη σκηνή που έβλεπαν επάνω στο αγγείο. Έτσι, για έναν μη Αθηναίο θεατή η απεικόνιση της Σφίγγας μπορεί να παρέπεμπε απευθείας στον θηβαϊκό μύθο, αλλά σε έναν Αθηναίο μπορεί να θύμιζε ένα ταφικό μνημείο και τις ευθύνες του ως καλού πολίτη. Οι σφίγγες τοποθετούνταν ως επιτύμβια μνημεία σε αρχαϊκούς τάφους και σίγουρα θα υπήρχαν πολλές από αυτές στημένες στα διάφορα νεκροταφεία που εκτείνονταν εκατέρωθεν των δρόμων που έβγαιναν από την πόλη και από τους γειτονικούς δήμους, τα οποία επισκέπτονταν συχνά οι πολίτες για να φροντίσουν για τους νεκρούς τους.
Άλλες παραστάσεις αγγείων δημιουργούν διαφορετικά ερωτήματα σχετικά με το πόσα πράγματα γνωρίζουμε για τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα και τι ποσοστό από την πλούσια μυθολογική παράδοση σώζεται τελικά μέχρι σήμερα. Μία κύλικα στο Βατικανό είναι ένα καλό παράδειγμα (εικ.1). Βρέθηκε στην Ετρουρία, παρόλο που κατασκευάστηκε στην Αθήνα, όπως ο δίνος του Σοφίλου. Η σκηνή που εικονίζεται στο εσωτερικό της μοιάζει αρχικά προβληματική: δεν γνωρίζουμε κανέναν αρχαίο μύθο που να μιλάει για έναν δράκο που έφαγε και μετά εξέμεσε έναν άνθρωπο. Αν δούμε, όμως, την παράσταση προσεκτικά, θα κατανοήσουμε την ευελιξία που είχαν οι Αθηναίοι και οι άλλοι πληθυσμοί της Μεσογείου στο ζήτημα της απεικόνισης και κατανόησης των κοινών τους μυθολογικών παραδόσεων. Μια επιγραφή βρίσκεται δίπλα στο κεφάλι του άνδρα που βγαίνει από το στόμα του δράκου: «Ιάσων». Στο δέντρο που βρίσκεται πίσω κρέμεται ένα δέρμα κριαριού. Πρόκειται, λοιπόν, για την απεικόνιση του Ιάσονα και του Χρυσόμαλλου Δέρατος, αλλά εδώ ο δράκος έχει καταπιεί τον Ιάσονα και η θεά Αθηνά βοηθάει στη σωτηρία του. Αυτή η σκηνή μπορεί να μπερδεύει εμάς, τους σύγχρονους θεατές, αλλά ο αρχαίος θεατής, βλέποντας την επιγραφή και τα άλλα εικονογραφικά στοιχεία, καταλάβαινε αυτή την ασυνήθιστη εκδοχή του μύθου. Ίσως, μάλιστα, να μην είναι τυχαία η θέση της παράστασης στο κέντρο ενός ποτηριού για κρασί: μπορεί ο ζωγράφος να επιδίωκε την αρχική απορία του αρχαίου θεατή και να έδινε έτσι τροφή για συζήτηση ανάμεσα στους συμποσιαστές (να αναρωτιούνταν λ.χ. ποιος μύθος είναι αυτός και από πού πήρε ο ζωγράφος την ιδέα).
Στη σημερινή εποχή τα αρχαία αγγεία θεωρούνται καλλιτεχνικοί θησαυροί και εκτίθενται με προσοχή στα μουσεία όλου του κόσμου. Είναι, όμως, σημαντικό να θυμόμαστε ότι στον αρχαίο κόσμο ήταν αντικείμενα καθημερινής χρήσης: είτε τοποθετούνταν σε έναν τάφο είτε χρησιμοποιούνταν σε συμπόσια είτε αφιερώνονταν σε ένα ιερό. Κι όταν έσπαζαν, τα κομμάτια τους (τα λεγόμενα «όστρακα») χρησίμευαν στους αρχαίους σαν τα σημερινά πρόχειρα σημειωματάρια. Τα υλικά γραφής ήταν ακριβά και σπάνια, γι’ αυτό οι αρχαίοι χάραζαν επάνω στα όστρακα διάφορες σημειώσεις, λίστες για ψώνια κ.λπ. Μάλιστα, τα χρησιμοποιούσαν ακόμη και για ψηφοφορίες: τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι χάραζαν επάνω σε όστρακα το όνομα εκείνου του πολιτικού που θεωρούσαν ότι έκανε το μεγαλύτερο κακό στη δημοκρατία της πόλης τους, ο οποίος τελικά εξοριζόταν – αυτή η πρακτική είναι γνωστή ως «εξοστρακισμός» (εικ.6. Χιλιάδες τέτοια όστρακα, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από το κέντρο της αρχαίας Αθήνας, πεταμένα μετά τις ψηφοφορίες, μας δίνουν τα ονόματα όλων των ανθρώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. και μας πληροφορούν για το αν ήταν δημοφιλείς ή όχι. Τα όστρακα αυτά είναι μια άμεση μαρτυρία για τη ζωή στην αρχαία Αθήνα κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των πληροφοριών που μπορούν να μας δώσουν τα αγγεία – πληροφορίες που δεν περιορίζονται μόνο στις ζωγραφικές παραστάσεις που εικονίζονται επάνω τους.
σχόλια