Η Μπίλι Χόλιντεϊ έχασε τη μάχη της με το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών (FBN) των ΗΠΑ, όχι μόνο εξαιτίας των ναρκωτικών, αλλά κυρίως εξαιτίας του τραγουδιού «Strange Fruit» που επέμενε να τραγουδά σε κάθε συναυλία της.
Τραγούδι διαμαρτυρίας κατά του λιντσαρίσματος, που ο Samuel Grafton της New York Post το χαρακτήρισε το 1939, όταν το ηχογράφησε η Μπίλι Χόλιντεϊ, ως τη «Μασαλιώτιδα των καταπιεσμένων νέγρων του Νότου», ήταν αυτό που εξόργιζε την κυβέρνηση και με πρόσχημα τον εθισμό της στην ηρωίνη έδωσε εντολή να την καταστρέψουν αν δεν διέγραφε το «Strange Fruit» από το ρεπερτόριό της.
Η Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ κέρδισε τελικά τον αγώνα της με τη Χόλιντεϊ, η οποία συνελήφθη, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για κατοχή ναρκωτικών, τη χρήση των οποίων είχε ξεκινήσει το 1940. Καταδικάστηκε το 1947, αποφυλακίστηκε το 1948, με τα προβλήματα να συνεχίζουν να την ακολουθούν εξαιτίας της καταδίκης της, καθώς δεν μπορούσε να πάρει άδεια για να εμφανιστεί σε κλαμπ και καμπαρέ.
Μπορεί να την εξόντωσαν, αλλά η φράση της «μερικές φορές είναι χειρότερο να κερδίζεις έναν αγώνα παρά να χάνεις» συνοψίζει την ιστορία του τραγουδιού που μέχρι σήμερα κάνει τους ανθρώπους να ριγούν όντας σύμβολο κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων.
Η Χόλιντεϊ δε σταμάτησε να ερμηνεύει από σκηνής αυτό το τραγούδι, σε συνθήκες κατάνυξης, συνήθως στο τέλος του προγράμματός της, παρακαλώντας το κοινό να κάνει απόλυτη ησυχία, με χαμηλά τα φώτα και μόνο με ένα προβολέα να φωτίζει το πρόσωπό της.
Το τραγούδι που ήθελαν να απαγορευθεί σφυρηλάτησε τον θρύλο της και ο τρόπος που το τραγουδούσε την έκανε σύμβολο ακεραιότητας σε μια διχασμένη Αμερική με μεγάλους φυλετικούς διαχωρισμούς. Δείχνει ανάγλυφα και την παράνοια μιας κυβέρνησης, την εμμονή της να καταστρέψει την επιτυχία μιας ταλαντούχας, ανεξάρτητης, προκλητικής μαύρης τραγουδίστριας.
Η ταινία που κυκλοφόρησε πρόσφατα «Οι Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Μπίλι Χόλιντεϊ» μας υπενθυμίζει εμφατικά αυτό το μέρος της ιστορίας της Lady Day, ένα ψευδώνυμο που της έδωσε ο φίλος της Λέστερ Γιανγκ, που μετά τις επιτυχίες του με την ορχήστρα του Κάουντ Μπέιζι υπήρξε ιδανικός σαξοφωνίστας και σύντροφος της αγωνιστικής, συναισθηματικής φωνής της.
Η Χόλιντεϊ πέθανε από κίρρωση στο μητροπολιτικό νοσοκομείο της Νέας Υόρκης το 1959, φρουρούμενη μέχρι τέλους από το FBN. Η γυναίκα που ήταν εκθαμβωτική όταν φορούσε λευκές μινκ και μεταξωτά φορέματα, όταν πέθανε είχε μόλις ένα δολάριο στο όνομά της και έφυγε από τη ζωή πάμπτωχη και μόνη. Δεκαετίες αργότερα η φωνή της εξακολουθεί να είναι έμβλημα υπερηφάνειας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Strange Fruit
Η Χόλιντεϊ δεν σταμάτησε να ερμηνεύει από σκηνής αυτό το τραγούδι, σε συνθήκες κατάνυξης, συνήθως στο τέλος του προγράμματός της, παρακαλώντας το κοινό να κάνει απόλυτη ησυχία, με χαμηλά τα φώτα και μόνο με έναν προβολέα να φωτίζει το πρόσωπό της. Το ερμήνευε σαν σε διαλογισμό και μόλις τελείωνε αποσυρόταν αθόρυβα από τη σκηνή.
Με στίχους από ποίημα του 1931, η υπέροχη, στοχαστική μπαλάντα αναφερόταν στο λιντσάρισμα μαύρων από λευκούς και της θύμιζε τον άδικο θάνατο του πατέρα της, επειδή το νοσοκομείο άργησε να τον αναλάβει μετά από ασθένειά του, λόγω του χρώματος του δέρματός του.
Το τραγούδι είχε αρχικά τίτλο ως ποίημα «Bitter Fruit» και γράφτηκε από τον Abel Meeropol, γιο Ρώσων Εβραίων μεταναστών που το εμπνεύστηκε αφού είδε μια φωτογραφία που απεικόνιζε το λιντσάρισμα δύο μαύρων εφήβων στην Ιντιάνα το 1930, από λευκούς. Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New York Teacher το 1937 και αργότερα στο μαρξιστικό περιοδικό The New Masses, πριν ο Meeropol αποφασίσει να το μετατρέψει σε στίχους εναντίον του συστημικού ρατσισμού.
Η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας και σεναριογράφος της πρόσφατης ταινίας Σούζαν Λόρι Παρκς υποστηρίζει ότι η Χόλιντεϊ δεν καταχωρίστηκε ποτέ ως ακτιβίστρια, αλλά η υπόθεση του «Strange Fruit» πυροδότησε μια προσωπική αντίσταση που κράτησε σε όλη τη διάρκεια της βασανισμένης της ζωής. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύεται από την ταινία, όπως και η άνευ όρων καταδίωξη που υπέστη από τους υπαλλήλους του Έντγκαρ Χούβερ, με τη Χόλιντεϊ ως αιχμή του δόρατος και βιτρίνα, καθώς λόγω της δημοτικότητας και της παραβατικής συμπεριφοράς της την κυνήγησαν για λόγους κυρίως παραδειγματισμού.
Η αντοχή της Χόλιντεϊ ήταν ανυπέρβλητη, η ίδια, παρά τη χρήση ναρκωτικών, ακαταπόνητη. Οι εχθροί της έβλεπαν τη δημοφιλία και την επίδρασή της στο κοινό να μη μειώνεται και την κυνήγησαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.Το FBI έφτασε να «φυτέψει» στον στενό της κύκλο τον Τζίμι Φλέτσερ, έναν φιλόδοξο μυστικό ομοσπονδιακό που την κατέδωσε προδίδοντας την εμπιστοσύνη και την αδυναμία της προς αυτόν.
Πολλά από τα επεισόδια της ταινίας προέρχονται από αφηγήσεις της ίδιας της Χόλιντεϊ στην αυτοβιογραφία της Lady Sings the Blues, η οποία έχει γίνει κλασική στο είδος της. Απεικονίζει ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής της από τις ρίζες της σε μια παραγκούπολη της Βαλτιμόρης. «Όταν είσαι φτωχός μεγαλώνεις γρήγορα», έγραφε.
Η Χολιντέι εγκαταλείφθηκε από τους γονείς της, ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία πέθανε στην αγκαλιά της. Πέρασε χρόνο σε σχολεία αναμόρφωσης, υπέστη κακοποίηση, ήταν θύμα απόπειρας βιασμού και βρήκε δουλειά σε ένα πορνείο σε ηλικία 12 ετών. Εκεί ερωτεύτηκε την τζαζ, ένα είδος μουσικής που χλευάσθηκε από πολλούς λευκούς ως «η μουσική του πορνείου». Με τη μοναδική φωνή της, η Χόλιντεϊ την ανέβασε στο πιο υψηλό της επίπεδο.
Περιτριγυρισμένη από τους μεγαλύτερους μουσικούς της εποχής της, όπως οι Benny Goodman, Artie Shaw, Teddy Wilson και Count Basie, η μεγάλη της στιγμή ήρθε όταν υπέγραψε συμβόλαιο με το Café Society στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης. Ήταν εκεί που πρωτοτραγούδησε το «Strange Fruit» που έγινε το πρώτο τραγούδι διαμαρτυρίας των Πολιτικών Δικαιωμάτων στην ιστορία των ΗΠΑ. Ήταν η προσωπική της διαμαρτυρία και σχεδόν έναν αιώνα αργότερα η μνήμη του παραμένει εξίσου ισχυρή.