Κάθισα να δω την ταινία «Μαντάμ Κλοντ» στο Netflix, που αφηγείται τη ζωή της πιο «διάσημης» μαστροπού της δεκαετίας του '60 και του '70. Στις περιλήψεις διάβασα μια από τα ίδια, που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια σε όλα τα έντυπα που αναμασούν τις ίδιες και τις ίδιες πληροφορίες πασπαλισμένες με λίγο μπαγιάτικο γαλλικό άρωμα.
Οι περιγραφές, από τους τίτλους κιόλας, βρίθουν κλισέ. «Το μυθικό και μυστηριώδες πρόσωπο της μαντάμ Κλοντ», «Η πιπεράτη ζωή της μαντάμ Κλοντ», «H θρυλική μαντάμ Κλοντ», «Ένας πραγματικός μύθος που αναπτύχθηκε μεταξύ του ροζ και του γκρι» (φράση με έμπνευση πιθανώς από τις 50 αποχρώσεις του γκρι): όλες, λίγο ως πολύ, αφηγούνται δυο-τρεις σκηνές –η μια υπάρχει και στην ταινία–, ότι ο Κένεντι ήθελε μια κοπέλα σαν την Τζάκι, αλλά πιο θερμή, ότι ο Ωνάσης και η Κάλλας της ζήτησαν πράγματα που την έκαναν να κοκκινίσει και διάφορα άλλα που καμία και κανένας δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει, όπως άλλωστε και τα απομνημονεύματά της, που είναι γεμάτα με ωραιοποιημένες και ανεξέλεγκτες πληροφορίες. Και φυσικά τη φράση κλισέ ότι οι άνθρωποι θα δίνουν πάντα χρήματα για φαγητό και σεξ.
Μάλλον κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσα από αυτά τα κορίτσια ήταν θύματα trafficking, πόσα δεν έκαναν αυτήν τη δουλειά για να «τσαντίσουν» τον μπαμπά τους ή επειδή τους άρεσε η περιπέτεια, πόσα από αυτά πέθαναν από ναρκωτικά, εξαφανίστηκαν σε ένα ταξίδι για να συναντήσουν ένα πελάτη –υπάρχει μια πολύ light σκηνή γι' αυτό στην ταινία–, ξυλοκοπήθηκαν, βιάστηκαν.
Όταν η Μαντάμ Κλοντ πέθανε, το 2015, οι ίδιες πληροφορίες αναπαρήχθησαν με πολύ εξευγενισμένες λέξεις. «Αυτοδημιούργητη», λες και θα μπορούσε να κληρονομήσει αλυσίδα πορνείων, προσωπικότητα, ισχυρή. Τη λέξη «μαστροπός» δεν έγραψε κανένας, καθώς η Μαντάμ Κλοντ είχε πετύχει να εξωραΐσει μετά θάνατον την ανηθικότητα στους «τίτλους» που της προσέδιδαν, ενώ κάποιοι δεν δίσταζαν να τη συγκρίνουν σε φήμη με την Κοκό Σανέλ.
Με τη διαφορά ότι η Σανέλ ήταν μια δημιουργός και η Μαντάμ Κλοντ μια μαστροπός. Ακόμα και αν ήταν εξίσου διάσημες, αυτό συνέβη για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Σε καμία περίπτωση η Μαντάμ Κλοντ δεν μπορεί να αποτελέσει πρότυπο, μια γυναίκα που εκδίδει γυναίκες. Όσο και αν μας αρέσει –και τον εαυτό μου βάζω μέσα– να κοιτάζουμε από την κλειδαρότρυπα μια άλλη ζωή που είναι απίθανο να μας συμβεί, γυναίκα που να θέλει να ζήσει στη φυλακή ενός πορνείου –και του πιο πολυτελούς– φαντάζομαι δεν υπάρχει.
Η επιχείρηση στη Rue de Marignan στο Παρίσι, όπου είχε στήσει το αρχηγείο της με τη βοήθεια εξευγενισμένων «νταβατζήδων» του υπόκοσμου και της αστυνομίας, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για παρανοήσεις.
Θεωρητικά μιλώντας, το 2021, πέρα από τις φαντασιώσεις των πολυτελών οίκων ανοχής, με κορίτσια που χορεύουν ολημερίς και ρεμβάζουν, που πίνουν ακριβά μπέρμπον και παίρνουν γούνες για δώρο τα Χριστούγεννα, είναι ντυμένα σε οίκους μόδας, όλα με έξοδα της «μητερούλας», που δεν διστάζει να ρίξει και μερικά χαστούκια, κάτι άλλο μπορεί να δει η κάμερα, ειδικά όταν την κρατά στα χέρια της μια γυναίκα.
Τι μας δείχνει η ματιά της στην ταινία του Netflix; Αυτό που ήθελε η Μαντάμ Κλοντ να βλέπουν οι πελάτες. Ευτυχισμένες, μπανιαρισμένες και αψεγάδιαστες πεταλούδες, πρόθυμες και σχεδόν αθώες σε όλα, πλην του σεξ, κορίτσια που θα καταφέρουν τελικά να παντρευτούν πλούσιους και ισχυρούς άντρες. Και πολλές λεπτομέρειες, υπερβολικά πολλές, τόσο που χάνεται η ουσία της ιστορίας.
Μάλλον κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσα από αυτά τα κορίτσια ήταν θύματα trafficking, πόσα δεν έκαναν αυτήν τη δουλειά για να «τσαντίσουν» τον μπαμπά τους ή επειδή τους άρεσε η περιπέτεια, πόσα από αυτά πέθαναν από ναρκωτικά, εξαφανίστηκαν σε ένα ταξίδι για να συναντήσουν ένα πελάτη –υπάρχει μια πολύ light σκηνή γι' αυτό στην ταινία–, ξυλοκοπήθηκαν, βιάστηκαν.
Καμία σχέση δεν έχει η σχεδόν συμπαθής Μαντάμ της ταινίας, που υποφέρει από μοναξιά και εγκατάλειψη και κανένας δεν την αγαπά πραγματικά, με μια αληθινή γυναίκα - γκάγκστερ, που εκφοβίζει γεμάτη αγριότητα τα κορίτσια, εγκαταλείπει το παιδί της και συνδέεται μόνο με αυτούς που έχουν να της προσφέρουν κάτι. Η Μαντάμ Κλοντ επιβίωνε σε έναν κόσμο ανδρών, την παρουσιάζουν σαν σχεδόν φεμινιστικό πρότυπο – κάτι τέτοιο λέει η ταινία, δείχνοντας τον σεβασμό με τον οποίο της απευθύνονται οι πλούσιοι και διάσημοι, που πάνε όχι για να συζητήσουν για επιχειρήσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις και την αντιμετωπίζουν ισότιμα, πάνε για να απολαύσουν το σεξ και τις διαστροφές που τους προσφέρει αδιαμαρτύρητα, για να μην μπερδευόμαστε κιόλας.
Γιατί η Μαντάμ δεν έχει κανόνες συμπεριφοράς για τους «φίλους» της. Αν τα κορίτσια της επιστρέψουν σε κακή κατάσταση από ομαδικό βιασμό και ξύλο, τους κάνει αγκαλίτσες και μπορεί να τους δίνει και λίγα παραπάνω από τα ποσοστά που κρατούσε.
Και φυσικά αυτό που λείπει είναι το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, όχι οι υπαινιγμοί της κατασκοπείας και οι σχέσεις με την Κυβέρνηση –σιγά τη Μάτα Χάρι– που ποτέ δεν διασταυρώθηκαν. Έξω έβραζε ο Μάης του '68, στο σπίτι όλες έφταναν για να ζήσουν κάποιες σκηνές σαν της Κατρίν Ντενέβ στην Ωραία της ημέρας και να ξεφύγουν από την ανία τους. Σοβαρά;
Σε ένα άρθρο του στο Vanity Fair ο William Stadiem γράφει ότι στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τις αρχές του '70 τα περισσότερα «κορίτσια» της Μαντάμ Κλοντ ήταν ξένες και πολύ πρόθυμες απέναντι στους Άραβες που είχαν κάνει απόβαση στο Παρίσι. Οι jeunes filles ήταν ηλικίας 18 έως 25 ετών. Φυσικά η πορνεία από τη μεριά μιας γυναίκας μπορεί να είναι και μια επιλογή. Αλλά όχι με αυτό τον τρόπο.
Όσο απέτυχε να πουλά βίβλους πόρτα-πόρτα, όπως έλεγε η ίδια για το ξεκίνημά της, αν και το πιο πιθανό είναι το σενάριο ότι έκανε πεζοδρόμιο, τόσο πέτυχε να διακινεί 500 κορίτσια στη Γαλλία και σε πολλά μέρη του κόσμου. Και όλα έγιναν για αυτά που λάτρευε: για το χρυσάφι, το χρήμα και τα λούσα.
Η Μαντάμ Κλοντ λάτρευε τον εαυτό της και του έδωσε τα πάντα. Απλώς δεν κατάφερε να το κάνει μέχρι το τέλος, κι ας προσπάθησε.