Ο Τζορτζ Λούκας πούλησε, ακριβά σε απόλυτους αριθμούς, αν και όχι και τόσο, σύμφωνα με τα προσδοκώμενα κέρδη, τα δικαιώματα για το Star Wars και τις συνέχειες του, μαζί με τα αναρίθμητα σχετιζόμενα εμπορεύματα και τα spin offs που ήδη αναγγέλθηκαν για το προσεχές μέλλον. Ως συνέπεια, δύο ήταν τα πιθανά σενάρια: Το πολύτιμο, μοσχαναθρεμμένο παιδί του βρίσκει τον δικό του δρόμο. Ή, δεν απογαλακτίζεται ποτέ (ποιος είναι τόσο χαζός για να ρισκάρει;) και συνεχίζει σε μια πεπατημένη, ανανεωμένη και εμπλουτισμένη. Και όταν λέμε πατημένο μονοπάτι, εννοούμε, το παλιό, το κλασσικό, τον δρόμο της πρώτης και καλύτερης τριλογίας. Φυσικά, το δεύτερο σενάριο επικράτησε και το Επεισόδιο νούμερο 7, που προβάλλεται οσονούπω στις αίθουσες εν μέσω φρενίτιδας από πλευράς των παλιών φαν που αδημονούν με άφατη νοσταλγία και καρδιοχτύπι μικρού παιδιού, και των φρέσκων, που προέκυψαν διόλου τυχαία, από ένα συστηματικό, επιστημονικό build-up.
Το "Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει" είναι μια θεαματική ανακύκλωση με αργό ξεκίνημα και εντυπωσιακό τελικό 40λεπτο, όπου ανακατεύονται το παλιό τρίο των πρωταγωνιστών, δηλαδή ο Χαν Σόλο πρωτίστως, η παντοτινή αγαπημένη του Λέια, και ο Λιούκ Σκάιγουοκερ σε μικρή μερίδα, μαζί με τρεις καινούριους που κρατούν εντελώς παρόμοιους ρόλους, σε περιπέτειες έξυπνα ξεπατικωμένες από τις προηγούμενες, σε μια σειρά που, όπως στήνεται και αναπτύσσεται ήδη από αυτή την πρώτη ταινία, θα παρακολουθούμε ad infinitum. Διότι η νέα ιστορία όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά διακόπτεται πριν καλά καλά ξεκινήσει, κάτι που επίτηδες αφήνει όλο το φάσμα των θεατών, από τους τρελαμένους ως τους πιο ψύχραιμους, με την (χορταστική) μπουκιά στο στόμα.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να αποκαλύψω οτιδήποτε ενδεχομένως προκαλέσει τρόμο στους αλλεργικούς στα spoilers, και θα πω απλώς πως οι πρωταγωνιστές είναι η νεαρή ρακοσυλλέκτρια Ρέι και ο αντάρτης Φιν (τους υποδύονται οι Λονδρέζοι Ντέιζι Ρίντλεϊ και Τζον Μπογιέγκα αντίστοιχα), και τους πλαισιώνει ένας πιλότος (Όσκαρ Άιζακ) που μάχεται στην πλευρά του καλών δυνάμεων. Ο σκηνοθέτης Τζέι Τζέι Έιμπραμς απέδειξε πως γνωρίζει τον τρόπο αναβίωσης ενός αξιοσέβαστου αλλά σκονισμένου κινηματογραφικού καταστήματος, όπως έγινε με το Star Trek, να του κάνει ενέσεις τονωτικές, και όπου χρειάζεται αισθητικές παρεμβάσεις, και να ικανοποιεί με προθυμία και ενέργεια τις προσδοκίες. Την ίδια ενέργεια μεταδίδει στους νέους ηθοποιούς του, οι οποίοι τρέχουν και μάχονται, εκεί που οι βετεράνοι μινιμαλίζουν, είτε επειδή έτσι είναι το στιλ τους (Χάρισον Φορντ ως Σόλο), είτε επειδή δεν μπορούν να κάνουν κάτι περισσότερο (μια σχεδόν παγωμένη Κάρι Φίσερ, ως Λέια, όψιμη επαναστάτρια και στρατηγός πλέον). Όλοι οι χαρακτήρες προθερμαίνονται για σκληρότερες αναμετρήσεις που έπονται, σύμφωνα με τις πολλές ενδείξεις. Ο μοναδικός που σπάει κόκαλα και φέρει δραματικότητα, δίνοντας υπόσταση και ηλεκτρισμένη ένταση στις σκηνές του, είναι ο Κάιλο Ρεν, ο νέος κακός που υποκαθιστά τον Νταρθ Βέιντερ, ένας μασκοφόρος με απωθημένα, υπερδυνάμεις, αλλά και πρόσωπο, με μια έξτρα ιδιότητα-έκπληξη, άμεση συνέχεια στο κουβάρι της διαδοχής και της διττής κληρονομιάς των ηρώων που ξέρουμε, στα συμβολικά όρια του καλού και του κακού, τα οποία πραγματεύεται η εξαλογία από το 1977. Τον υποδύεται ο θαυμάσιος Άνταμ Ντράιβερ, βραβευμένος στο φεστιβάλ Βενετίας, που μαζί με την Ρέι της Ρίντλεϊ, εκπροσωπούν ικανοποιητικότερα τα διλήμματα και μας παρακινούν να τους ξαναδούμε.
Με το Star Trek ο Έιμπραμς ξήλωσε το παλιό ύφος με φουλ τους κινητήρες, γιατί δεν τον ένοιαζε να γκρεμίσει μια φλύαρη και, ειλικρινώς, αποτυχημένη, πολύτομη κινηματογραφική εκδοχή ενός καλτ σίριαλ. Το Star Wars είναι άλλο κεφάλαιο, και τελείως διαφορετική περίπτωση: η δεύτερη τριλογία κουράστηκε μόνη της και είχε ελαττώματα εμφανή ακόμη και στους ορκισμένους. Ωστόσο, το πρόβλημα της δεν ήταν η ανανέωση αλλά η κατεύθυνση. Αντί να απομακρυνθεί και να παραστρατίσει, έφερε το franchise στα ίσα του και το επανεκκίνησε, με διορθωτικές κινήσεις, και σεβαστική ειδωλολατρία. Εκτός από τους θρυλικούς πρωταγωνιστές, επανέφερε γνώριμα, αμμώδη σκηνικά, ρομποτάκια, ήχους και μουσική από τα παλιά, τους ανεπανάληπτους τίτλους της αρχής, τους τερατόμορφους κατοίκους σε κάτι που φέρνει στην παλιά καντίνα, συντρίμμια ανάμεσα σε γήινο και απόκοσμο σύμπαν, συνδυάζοντας τον θρησκευτικών τόνων μανιχαϊσμό με τη στρατοκρατούμενη αντίσταση, ποντάροντας στην επαναφορά των κωδικών της μυθολογίας που με τη σειρά της βασίζεται σε αρχέτυπους μύθους- όπως ακριβώς έκανε και το πρωτότυπο Star Wars. Δηλαδή, σήκωσε όροφο πάνω στο οικοδόμημα, ενισχύοντας τα θεμέλια.
Παρακολουθώντας την ταινία, σταδιακά θα αντιληφθείτε πως την έχετε ξαναδεί- είναι μια παρέμβαση στο πρώτο μέρος, όχι με τον τρόπο που τα 52 χαρτιά της τράπουλας μπορούν να γεννήσουν άπειρους συνδυασμούς, αλλά που ο Άλαν Τούρινγκ, ας πούμε, ευφυώς υπέκλεπτε συγκεκριμένο, και περιορισμένο αριθμό κωδικών κάθε φορά, για να μην τον πάρουν χαμπάρι οι αντίπαλοι, στο Παιχνίδι της Μίμησης.
Το deja vu δεν είναι βαρετό. Οι διάλογοι έχουν βελτιωθεί, στο μέτρο που ο Λούκας είχε φτάσει στο σημείο να κάνει κυνική πλάκα ακόμη και στα μελό ιντερλούδια, μπερδεύοντας την όπερα του διαστήματος με μια κοινή σαπουνόπερα- θυμηθείτε την Αμιντάλα στη λίμνη του Κόμο... Μετά την αναγνωριστική εισαγωγή, οι ρυθμοί αυξάνουν, η δράση κροταλίζει, οι εναέριες λήψεις είναι φαντασμαγορικές και ακριβείς, και, στο μεσοδιάστημα, τα πρόσωπα συστήνονται με τη σοβαρότητα και το χιούμορ που τους αναλογεί, από έναν σκηνοθέτη που ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά το υλικό του και κυρίως τη διαδοχή στα μοτίβα. Το αν το έβδομο επεισόδιο, που ήδη κάνει μπαμ στα εισιτήρια, έχει το ίδιο πολιτιστικό αντίκτυπο στην κινηματογραφική βιομηχανία και στην ποπ κουλτούρα, θα φανεί. Προσωπικά, διατηρώ αμφιβολίες.
Σκηνοθεσία: Τζέι Τζέι Έιμπραμς
Πρωταγωνιστούν: Χάρισον Φορντ, Όσκαρ Άιζακ, Ντέιζι Ρίντλεϊ, Τζον Μπογιέγκα, Άνταμ Ντράιβερ, Κάρι Φίσερ
Βαθμολογία: 2,5/5