Η Πολύμνια Αθανασιάδη, καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με κύρια ενδιαφέροντά της την έρευνα στην πνευματική ιστορία της Ύστερης Αρχαιότητας και τη μετάβαση από τον νεοπλατωνικό στον ισλαμικό μυστικισμό, μίλησε στη LiFO για την έκδοση του βιβλίου της «Η άνοδος της μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα» που μόλις κυκλοφόρησε από την Εστία.
Το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη προσεγγίζει το θρησκευτικό φαινόμενο της μετάβασης από μια «ανοιχτή» ανθρωποκεντρική κοινωνία σε μια εσωστρεφή θεοκεντρική κοινωνία κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, μια περίοδο-πρόκληση στο πεδίο της ιστοριογραφίας που εντοπίζεται χρονολογικά στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους και αφορά ομάδες πληθυσμών της Μείζονος Μεσογείου.
Στον τίτλο, ο νεολογισμός «μονοδοξία» (μόνη άποψη / μοναδική πίστη) αποδίδει την έκφραση pensée unique του γαλλικού πρωτοτύπου, το οποίο είναι βασισμένο σε σειρά διαλέξεων που έδωσε η συγγραφέας στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Με την προσθήκη ένθετου (και γενικότερης εικονογράφησης περίπου πενήντα εικόνων με λεπτομερείς επεξηγηματικές λεζάντες, η οποία διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο) και με ανανεωμένη βιβλιογραφία, η σημαντικότατη αυτή μελέτη δεν αποτελεί απλή μετάφραση αλλά μετάπλαση του γαλλικού κειμένου από την ίδια τη συγγραφέα.
Έτσι, το αναγνωστικό κοινό μπορεί να δει πώς το δίπτυχο λογοτεχνία - τέχνη αποτελεί ιδανικό πεδίο για την εμβάθυνση στην Ύστερη Αρχαιότητα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η θεολογία δεν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά στη νομική και πολιτικοκοινωνική της διάσταση ως όργανο ελέγχου της ατομικής συνείδησης αλλά και ως ζωντανή έμπνευση των αντιφρονούντων μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης κοινωνίας.
Υπάρχει πάντα ένας τόπος για την άσκηση της ελεύθερης σκέψης και αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα του βιβλίου, το οποίο, στην ελληνική έκδοση, δίνεται με δύο τρόπους: με την εικαστική παρουσία της θρησκευτικής ποικιλίας στους δρόμους του μεταξιού και με την προβολή των αντιφρονούντων μέσα στην ίδια τη βυζαντινή κοινωνία.
Η κ. Αθανασιάδη εξερευνά το πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν οι άνθρωποι της Ύστερης Αρχαιότητας σε μια προσπάθεια να μας τους παρουσιάσει με τους δικούς τους όρους.
— Κυρία Αθανασιάδη, ποιο είναι τα γεωγραφικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της μετάβασης από την πολυδοξία, δηλαδή τον πλουραλισμό των αρχαίων παγανιστικών θρησκειών της Μείζονος Μεσογείου, στις μονόδοξες θρησκείες του χριστιανισμού και του Ισλάμ;
Η ενότητα που αποκαλώ «ελληνορωμαϊκή χιλιετία» ορίζεται από δύο μορφές: τον Αλέξανδρο και τον Μωάμεθ. Είναι οι δύο οριακές φυσιογνωμίες που αντιλαμβανόμαστε ως τα σύμβολα μιας πολιτισμικής μάλλον παρά γεγονοτολογικής ιστορίας. Με τον Αλέξανδρο έχουμε την απαρχή ενός οικουμενικού πολιτισμού, συγκρητιστικού τύπου, με έμφαση στον ελληνισμό αλλά και τη βάρβαρον σοφίαν, τη γνώση δηλαδή των κατακτημένων λαών της Ανατολής.
Η Ρώμη σε κάποιο βαθμό υιοθετεί αυτό το ελληνιστικό τοπίο και τον αστικό του πολιτισμό, ο οποίος βασίζεται στην πόλη και στην παιδεία της. Η περίοδος των δυναμικών αλλαγών στον κοινωνικό ιστό, οι οποίες επιφέρουν τη μετάβαση από έναν ανθρωποκεντρικό σε έναν θεοκεντρικό-θεοκρατικό πολιτισμό εξικνείται από τον 3ο έως τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Αν θέλουμε να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς, εστιάζουμε στον κομβικό 4ο αιώνα, όταν πλέον ο κώδικας, δηλαδή το χειρόγραφο βιβλίο, έχει αντικαταστήσει το δύσχρηστο ειλητάριο (ρολό περγαμηνής ή παπύρου). Ως ο εύχρηστος φορέας, ήδη από τα τέλη του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα, ιερών κειμένων –των λεγομένων Γραφών−, ο κώδικας είναι το κατεξοχήν εργαλείο της ιεραποστολής, το όργανο που ευνόησε όσο τίποτε άλλο τη μετάλλαξη ενός προφορικού πολιτισμού σε γραπτό. Αυτοί τους οποίους θα ονομάσει αργότερα το Κοράνι «λαούς του βιβλίου» αποτελούν τον νέο κοινωνικό ιστό.
Σταδιακά η πόλις ως κοινωνιολογική οντότητα παραχωρεί τη θέση της στην κειμενική κοινότητα, με τα άτομα να βιώνουν τη συνειδησιακή μετάλλαξη από την πολιτική στη θρησκευτική ταυτότητα.
— Ο καθηγητής της Οξφόρδης Peter Brown με το βιβλίο του «Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας» το 1971 θεωρήθηκε ρηξικέλευθος όσον αφορά τη μελέτη της περιόδου της Ύστερης Αρχαιότητας. Πώς προσεγγίστηκε αυτή η περίοδος γενικότερα;
Ο Peter Brown είναι ένας ερευνητής που σαρώνει πολλά πεδία και χρησιμοποιεί πολλά μεθοδολογικά εργαλεία, όπως είναι η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία. Με το βιβλίο αυτό αγκάλιασε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο σε όλη του τη διαχρονία και άνοιξε τον δρόμο σε κάθε λογής διεπιστημονικές συζητήσεις, εισάγοντας ένα μοντέλο με ορίζοντες απείρως ευρύτερους από εκείνους της καθιερωμένης προσέγγισης των κλασικών σπουδών.
Ο λόγος του είναι χειμαρρώδης και ποιητικός. Μέσα από τα προσωπικά του βιώματα των δεκαετιών του '60 και του '70, ο Peter Brown, τον οποίο είχα καθηγητή στην Οξφόρδη, είδε τον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας με αισιόδοξο μάτι: όχι ως περίοδο παρακμής αλλά ως πεδίο πρωτότυπης δημιουργίας.
Οι άνθρωποι της Ύστερης Αρχαιότητας απαντούν δυναμικά στις τροπές που εισάγει η παγκοσμιοποίηση στον χώρο της Μείζονος Μεσογείου, αλλάζοντας τον εαυτό τους. Βέβαια, οι ιστορικοί, έστω ασύνειδα, κοιτάμε να δούμε πώς λύθηκαν προβλήματα που μας απασχολούν σήμερα από ανθρώπους του μακρινού παρελθόντος. Έτσι, η ιστορία κάθε εποχής είναι μια σύγχρονη ιστορία, ενώ, ιδανικά, θα 'πρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο: να ξεχνάει ο ιστορικός την εποχή του και να γίνεται ανθρωπολόγος μέσα στον χρόνο.
Αλλά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο, την έμπνευση την αντλούμε από το παρόν και είναι εδώ που απέτυχαν κάποιοι από τους μαθητές του Peter Brown: δεν πρόσεξαν πώς έχει αλλάξει η εποχή από τον καιρό που ο ίδιος συνελάμβανε και οικοδομούσε το ερμηνευτικό του μοντέλο και αναπαρήγαγαν κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα των καιρών, παρελθόντων και παρόντων.
— Ο αυτοπροσδιορισμός των πληθυσμών με θρησκευτικά και πνευματικά στοιχεία ταυτότητας οδήγησε εν τέλει στη μονοδοξία;
Ο καθημερινός άνθρωπος, σε εποχές γοργής ως ιλιγγιώδους αλλαγής, έχει ανάγκη να αδειάσει τον εαυτό του από παραδοχές και συνήθειες για να ζήσει, σε μια μεταλλασσόμενη κοινωνία, μια νέα ζωή, συχνά ως μέλος μιας ιδανικής ή «φανταστικής» κοινότητας.
Όμως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αυθόρμητη, εθελούσια μεταστροφή και στη βία που ασκείται στη συνείδηση του ατόμου που αναζητά έναν ιδεατό χώρο για να εκφράσει την υπαρξιακή του αγωνία είναι δυσδιάκριτη.
Οι φιλοσοφικές σχολές, οι «αιρέσεις», όπως λέγονταν την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή, προτείνουν μια άποψη και μια θεωρία για το πώς γεννιέσαι, πώς πρέπει να ζεις και πώς θα πρέπει να πεθάνεις. Ξέρουμε από πλήθος επιγραφικού και άλλου φιλολογικού υλικού ότι ο 2ος μ.Χ. αιώνας ήταν εποχή απόλυτης πολυδοξίας και ελευθερίας της σκέψης.
Ο Λουκιανός στις σάτιρές του εμπαίζει αυτούς που πάνε στο παζάρι και αγοράζουν θρησκείες. Όπως ο Περεγρίνος, που δοκιμάζει κάθε δυνατή βιοθεωρία –ως και τον χριστιανισμό− και στο τέλος καταλήγει κυνικός και αυτοπυρπολείται διότι βρίσκει αφόρητη την κατάσταση.
Παράλληλα με τις διάφορες σχολές που άκμαζαν ακόμη τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όπως οι στωικοί, οι πλατωνικοί, οι αριστοτελικοί, οι επικούρειοι και οι κυνικοί, ευδοκιμούσαν διάφορες θεοσοφίες, όπως ο ερμητισμός, δηλαδή ένας τρόπος ζωής σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, αλλά και η μαγεία. Στους μαγικούς παπύρους από τον 3ο και 4ο αιώνα καταγράφονται συνταγές για το πώς μπορείς να φτάσεις στη θέωση, να γίνεις θεός!
Ο χριστιανισμός αποτελεί μιαν ακόμη επιλογή για τον άνθρωπο εκείνης της εποχής, αλλά υπάρχουν ταυτόχρονα πολλοί χριστιανισμοί. Πρέπει, λοιπόν, να αποφασιστεί ποιος χριστιανισμός είναι σωστός και ποιος λάθος. Γι' αυτό ήδη από τον 2ο αιώνα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι σύνοδοι, αρχικά τοπικές και κατόπιν οικουμενικές.
Οι τοπικές σύνοδοι γίνονταν για ζητήματα που αφορούσαν την καθημερινότητα, π.χ. το πώς θα ντυθείς ή πώς θα συμπεριφερθείς ανάλογα με τις περιστάσεις. Από τον 4ο αιώνα όμως συγκαλούνται οι οικουμενικές σύνοδοι για να αποφασίσουν περί της φύσεως του Χριστού.
Εκεί εισέρχεται στη συζήτηση το δόγμα. Η τεράστια ελευθερία επιλογής που περιγράφει ο Λουκιανός έχει τελικά κουράσει τους ανθρώπους. Έρχεται μια στιγμή όταν η πολύδοξη, «ανοικτή» κοινωνία των μέσων αυτοκρατορικών χρόνων αρχίζει από μόνη της, χωρίς αυτό να της επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, να στενεύει η ίδια τους ορίζοντές της και να θέτει περιορισμούς και όρια στις επιλογές του ατόμου. Έτσι, λίγο-λίγο φτάνουμε στο άλλο άκρο που καλείται μονοδοξία. Η επικράτηση του χριστιανισμού δεν είναι η αιτία αυτής της εξέλιξης αλλά ένα σύμπτωμα.
— Δηλαδή από τον απόλυτο υποκειμενισμό φτάνουμε στον απόλυτο αντικειμενισμό, μέχρι την εξάλειψη του ατόμου;
Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο υπήρχαν αδελφότητες που τελούσαν τα μυστήρια της Ίσιδας, της Κυβέλης, του Σαβάζιου ή του Μίθρα, λατρείες με δόγμα που ο κάθε θεολόγος ερμήνευε όπως ήθελε.
Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα και εξής υφίσταται μια οικουμενική θρησκεία με συγκεκριμένο δόγμα, την οποία αποδέχεται και σταδιακά επιβάλλει το επίσημο κράτος: όποιος παρεκκλίνει από τη δημόσια ορθοδοξία και ορθοπραξία υφίσταται τις συνέπειες της απείθειάς του. Από τον 5ο αιώνα η εναλλακτική λύση για τους ανθρώπους που στιγματίζονται ως «αιρετικοί» είναι η φυγή από τη ρωμαϊκή επικράτεια, αρχικά προς τη σασσανίδεια αυτοκρατορία. Αλλά και εκεί η ζωή είναι δύσκολη για τους αλλόθρησκους.
Παντού και πάντα όμως υπάρχει η ελπίδα του αλλού: ακούνε οι χριστιανοί της Περσίας ότι η Κίνα της δυναστείας των Τανγκ (7ος-10ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από ανοχή και ελευθερία. Έτσι σηκώνονται και, κουβαλώντας τα ιερά βιβλία και τα λατρευτικά τους αντικείμενα, φεύγουν για την Άπω Ανατολή, με σκοπό βέβαια όχι απλώς να επιβιώσουν σε ένα ανεξίθρησκο κλίμα αλλά και να προσηλυτίσουν!
Στον δρόμο, οι νεστοριανοί ιεραπόστολοι συναντούν αντιφρονούντες ποικίλων δογμάτων (όχι απαραίτητα μόνο χριστιανούς), κυρίως μανιχαίους, οι οποίοι διώκονταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού. Κάποιοι από τους μετανάστες φτάνουν ως την πρωτεύουσα της Κίνας, αλλά οι περισσότεροι ετερόδοξοι κατασκηνώνουν στη μέση, στο «δρόμο της μετάξης».
Αν, λοιπόν, το φως σβήνει στην ολοένα και πιο μονόδοξη Μείζονα Μεσόγειο (όπου πλέον οφείλεις να έχεις μια πίστη σύμφωνη με τους νόμους του κράτους, οι οποίοι ταυτίζονται με τους νόμους της Εκκλησίας), ανάβει στην κεντρική Ασία. Υπάρχει πάντα ένας τόπος για την άσκηση της ελεύθερης σκέψης και αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα του βιβλίου, το οποίο, στην ελληνική έκδοση, δίνεται με δύο τρόπους: με την εικαστική παρουσία της θρησκευτικής ποικιλίας στους δρόμους του μεταξιού και με την προβολή των αντιφρονούντων μέσα στην ίδια τη βυζαντινή κοινωνία.
Εν είδει αντίστιξης στις κύριες θεματικές του βιβλίου, ο επίλογος συστήνει στον αναγνώστη δύο αντιφρονούντες του 7ου αιώνα, τον Συμεών τον Σαλό και τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Ο πρώτος δίδασκε την αγάπη και τη δοτικότητα παριστάνοντας τον τρελό και ο δεύτερος μαρτύρησε ως αρνητής της μονοδοξίας. Αυτοί οι αληθινοί άγιοι καταγγέλλουν, με τον τρόπο του ο καθένας, μια κοινωνία που δεν νοιάζεται για το πνεύμα αλλά για το γράμμα του χριστιανισμού.
— Ο αυτοκράτορας Δέκιος και το ζεύγος Ευσέβιος-Κωνσταντίνος ως πρόδρομοι της μονοδοξίας παίζουν καίριο ρόλο στην έρευνά σας.
Στο σχολείο μαθαίνουμε ότι ο Δέκιος ήταν ο πρώτος συστηματικός διώκτης του χριστιανισμού. Αυτή είναι η χριστιανική πρόσληψη του διατάγματος με το οποίο, σε μια στιγμή μεγάλου εθνικού κινδύνου, ο αυτοκράτορας ζητάει απ' όλους τους Ρωμαίους πολίτες να θυσιάσουν στους πατροπαράδοτους θεούς για τη σωτηρία της πατρίδας και νομοθετεί για τους απείθαρχους τη θανατική ποινή.
Οι χριστιανοί που επιλέγουν το μαρτύριο όχι μόνο δεν είναι τα πρώτιστα θύματα του διατάγματος (υπάρχουν και τα ζώα που θυσιάστηκαν κατά μυριάδες!) αλλά αποτελούν παράπλευρη απώλεια στον ίδιο βαθμό με τους πυθαγόρειους, τους ερμητιστές και κάθε άλλη ομάδα που εναντιωνόταν τον 3ον αι. στην τέλεση αιματηρών θυσιών.
Το διάταγμα του Δέκιου είναι αρνητικά ρηξικέλευθο και στον βαθμό που εξαρτά την κρατική ευημερία από τη θρησκευτική ορθοπραξία του συνόλου των πολιτών αποτελεί ορόσημο στην πορεία προς τη μονοδοξία.
Στον δρόμο που χάραξε ο Δέκιος θα πορευτεί ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του: η θρησκεία είναι όλο και περισσότερο το κυρίαρχο θέμα της πολιτικής. Όσο για τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος έπλασε και προώθησε τον θρύλο του Μεγάλου και Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν ένας ταλαντούχος προπαγανδιστής, ο οποίος κωδικοποίησε (δεν δημιούργησε!) το νέο είδος της εκκλησιαστικής ιστορίας.
Ήρωές της –σε αντιπαράθεση με τους στρατηγούς και τους πολιτικούς ταγούς της παραδοσιακής ιστοριογραφίας− είναι οι επίσκοποι και οι μάρτυρες του χριστιανισμού, οι οποίοι, αντί να σκοτώνουν για την πατρίδα, θυσιάζονται για την αληθινή πατρίδα, που είναι ο ουρανός.
— Εντυπωσιακό είναι ότι δεν ζεις πλέον για την επίγεια ζωή αλλά δίνεις ενέχυρο το σώμα σου για την άλλη.
Η καθημερινότητα του απλού ανθρώπου ήταν ζοφερή. Ήδη από τον 4ο αιώνα, και με αυξανόμενους ρυθμούς τους επόμενους αιώνες, μεγάλες μάζες ανθρώπων εγκαταλείπουν τα χωριά και τις πόλεις τους και «αναχωρούν» για να μονάσουν στην έρημο ή σε μοναστήρια.
Η μαρξιστική ερμηνεία αυτού του φαινομένου επιμένει στα εξωτερικά γνωρίσματά του: αυτό που ωθεί τους ανθρώπους σε ένα νέο είδος διαβίωσης είναι η ολοένα αυξανόμενη φορολογία και το φάσμα της στρατολόγησης. Η εξήγηση όμως αυτή ισχύει μόνο μερικώς.
Μια νέα αντίληψη για τη ζωή και τον θάνατο ωθεί τους ανθρώπους να ανταλλάξουν τις παραδοσιακές αξίες και τον τρόπο ζωής τους με νέα πρότυπα και ιδανικά. Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν είναι και τόσο κακιά η νέα βιοτική επιλογή: οι μοναχοί διαβάζουν, καλλιεργούν κήπους, ζουν χωρίς τον βραχνά του επιούσιου, ήρεμα και με ασφάλεια. Η μετά θάνατον ζωή τούς δίνει ελπίδα.
Ενώ στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία η σωτηρία της ψυχής είναι κάτι που πρέπει να κατακτήσεις όσο είσαι ακόμα μέσα στο σώμα, ο χριστιανισμός προσφέρει κάτι εξαίρετα απλό και εύκολο: όσο κακή και αν είναι η εδώ ζωή, αν είσαι πιστός, θα περάσεις καλά στην επόμενη.
— Όμως ταυτόχρονα με τη χριστιανική θρησκεία εξακολουθεί να υπάρχει ένα ρεύμα εθνικής θρησκείας, όπως εκφράζεται μέσα από το νεοπυθαγόρειο σύστημα του Ιάμβλιχου.
Ο Ιάμβλιχος από τη Χαλκίδα της Συρίας ήταν γόνος μιας σπουδαίας τοπικής δυναστείας. Η μισή Συρία ανήκε στην οικογένειά του. Αφού ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Μεσογείου όπου γνώρισε, στο οικείο τους περιβάλλον, τα διάφορα φιλοσοφικά και θεοσοφικά ρεύματα του καιρού του, επέστρεψε στη γενέτειρά του και ίδρυσε σχολή στην Απάμεια.
Όπως φαίνεται από το σωζόμενο σώμα των επιστολών του, από τα υπόλοιπα γραπτά του αλλά και από άλλες πηγές, στο γέρμα του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα πλήθος μαθητών από τις προνομιούχες τάξεις της αυτοκρατορίας μαθήτευσε κοντά του.
Πολλοί από αυτούς σταδιοδρόμησαν στον πολιτικό και στον παιδευτικό στίβο, διατηρώντας στενούς δεσμούς με έναν πνευματικό δάσκαλο, το μέγα επίτευγμα του οποίου ήταν ότι προίκισε τον πλατωνισμό με ένα ιερό βιβλίο, τα χαλδαϊκά λόγια, και σε αντίθεση με τον Πλωτίνο εισηγήθηκε μια διαδικασία σωτηρίας της ψυχής για όλους.
Για τον Πλωτίνο είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι οι οποίοι, μετά από υπέρογκη προσωπική άσκηση, μπορούν να φτάσουν στη μυστική ένωση με το θείο. Ο Ιάμβλιχος διδάσκει ότι όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της θείας χάριτος μέσω της θεουργίας, έννοια και πρακτική την οποίαν εισάγει στην πλατωνική φιλοσοφία. Ένας «άγιος» ή «φίλος» που φτάνει στην ένωση μπορεί να προσφέρει τη θεία χάρη στον διπλανό του.
— Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός εμφανίζεται ως λυτρωτής του ελληνισμού μέσα από τη λατρεία των εθνικών θεών. Πώς ένας τέτοιος άνθρωπος, που ήταν θεωρητικός φιλόσοφος, τόλμησε να εφαρμόσει αυτά τα πράγματα;
Ο Ιουλιανός ήταν άνθρωπος με όραμα αλλά και άνθρωπος της δράσης, όπως απέδειξε με τη διοικητική και στρατιωτική του δραστηριότητα στα τριάμισι χρόνια που πέρασε ως καίσαρ στη Γαλατία.
Στις ποιμαντορικές επιστολές που απευθύνει στα στελέχη του κλήρου του, τους αρχιερείς του ελληνισμού, αναπτύσσει τις ιδέες του καιρού του περί φιλανθρωπίας και προτείνει τρόπους εφαρμογής τους οι οποίοι δεν ξεφεύγουν από τα σύγχρονα πλαίσια.
Το δίκτυο της παγανιστικής Εκκλησίας που ίδρυσε είναι ανάλογο μ' εκείνο της αντίστοιχης χριστιανικής δομής, αλλά δεν θα έλεγα ότι ο Ιουλιανός αντέγραψε χριστιανικά σχήματα και πρακτικές, όπως λένε οι εχθροί του. Την έμπνευση για το έργο του θρησκευτικού μεταρρυθμιστή την άντλησε από τη διδασκαλία του Ιάμβλιχου, από τη διάχυτη πολιτική θεολογία της εποχής του και από τη διοικητική του πείρα σε έναν κόσμο όπου χριστιανοί και εθνικοί ζούσαν με τις ίδιες παραδοχές και ελπίδες.
— Τελικά, όμως, επικρατεί η τυραννία της θεολογικής βίας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός φτάνει στα άκρα με την απαγόρευση των αιρετικών βιβλίων και τους διωγμούς των νεοπλατωνικών. Η φωνή των αντιφρονούντων συνοψίζεται ίσως μέσα από την καταγγελία του νεοπλατωνικού Σιμπλίκιου, μαθητή του Δαμάσκιου, που γράφει ότι η τυραννική βία «εξαναγκάζει τους ανθρώπους στην ασέβεια, στην απώλεια της παιδείας και της φιλοσοφίας κάθε αρετής, κάθε φιλίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους».
Η πνευματική σύγκρουση φτάνει στο ζενίθ επί Ιουστινιανού. Είναι τότε που αφορίζεται αναδρομικά ο σύγχρονος του Πλωτίνου μέγας θεολόγος Ωριγένης, γιατί τα γραπτά του, τα οποία εμπνέονται από τη βαθιά κατανόηση του Πλάτωνα, αναθεωρήθηκαν ως αιρετικά.
Στο μεταξύ, εθνικοί και χριστιανοί έχουν πορευτεί με τον ίδιο μονόδοξο τρόπο, αλλά ως μειονότητα οι πρώτοι αποτελούν τα θύματα διωγμών. Πενήντα χρόνια πριν από τον Σιμπλίκιο, ο διάδοχος της πλατωνικής Ακαδημίας Πρόκλος αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα για έναν χρόνο γιατί τον κυνηγούσαν.
Παρ' όλα αυτά, τα γραπτά του σώθηκαν από Βυζαντινούς γραφείς. Τα πράγματα δεν είναι μόνο άσπρα ή μαύρα. Τον 6ο ακόμη αιώνα αρκετοί νεοπλατωνικοί είχαν σημαντικές θέσεις στη χριστιανική αυτοκρατορία. Ο Δαμάσκιος και ο Σιμπλίκιος, που αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν στην Περσία, κατόρθωσαν να επιστρέψουν πείθοντας τον Χοσρόη να βάλει ως όρο στη συνθήκη ειρήνης που υπέγραψε το 532 με τον Ιουστινιανό ότι επανερχόμενοι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διατηρούσαν την πίστη τους χωρίς κανείς να τολμά να τους ενοχλήσει.
Και είναι χάρη σε αυτήν τη ρήτρα που μπορεί ο Σιμπλίκιος να καταγγέλλει ανοιχτά τη θρησκευτική τυραννία και την παιδευτική ένδεια. Είναι η στιγμή που η μονοδοξία αλλάζει σε μισαλλοδοξία, με τη βοήθεια του μοιραίου σκεπτικού «εγώ σκέφτομαι σωστά και οι άλλοι λάθος». Από τη σκέψη στη βία της πράξης είναι ένα μόνο βήμα.