Τις ζεστές ημέρες του χρόνου, κάτω από ένα δέντρο στολισμένο με μια γιρλάντα με λάμπες που θυμίζουν πανηγύρι στον Νομό Ηλείας, μια παρέα ηλικιωμένων στήνει ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο στη γωνία Απόλλωνος και Βουλής και παίζει ώρες ολόκληρες τάβλι. Φιγούρες βγαλμένες από ταινίες του Μάικ Λι (της παλιάς εποχής), ρυτιδιασμένα πρόσωπα με χιλιάδες εμπειρίες χαραγμένες πάνω τους, φάτσες της πιάτσας, παλαιάς κοπής, κάποιοι μαγαζάτορες της παλιάς Πλάκας, τότε που ακόμα τα βράδια στις ταβέρνες χόρευαν συρτάκι για τους τουρίστες, ενώ δίπλα τα πανκιά με τις μοϊκάνες τα «έσπαγαν» στο Mad και οι αθεράπευτα μεταπολιτευτικοί με τη Μαρίζα Κωχ στις μπουάτ. Τον χειμώνα το άτυπο πρωτάθλημα ταβλιού μεταφέρεται στον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού που διατηρεί εδώ τα τελευταία 40 χρόνια ο κύριος Νίκος.
Η επιγραφή λέει «Coral, Είδη δώρων, Gift shop Ν. Καζαντζίογλου» και μέχρι πριν από δύο χρόνια που ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί πούλαγε κομπολόγια, τσολιάδες, μπρελόκ με την Ακρόπολη και συναφή τουριστικά είδη. Τώρα, σε ένα μαγαζί δέκα τετραγωνικών που μοιάζει μ’ ένα παράδοξο παλαιοπωλείο (αλλά δεν είναι) στοιβάζονται εκατοντάδες μικροαντικείμενα, γυάλινα και πλαστικά μπουκάλια, μια βαλίτσα (που ο κύριος Νίκος για κάποιον απροσδιόριστο λόγο μετακινεί συνέχεια), φωτογραφίες, πιάτα, βαζάκια, κράνη μοτοσικλέτας, εργαλεία, ρούχα κι ένα τσικάλι με κάρβουνα - εκεί όπου κάθε μεσημέρι στις 2:30 ακριβώς η παρέα (μια περίπου κλειστή κάστα ανθρώπων) ψήνει ένα φαγητό σε αυτό το ιδιότυπο jourfix γλέντι, που ίσως αποτελεί μια εικόνα του πώς θα μοιάζει η Ελλάδα σε λίγους μήνες. Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης (από εδώ και πέρα Νικόλας), σκηνοθέτης το επάγγελμα, περιεργάζεται τον χώρο, μιλάει με τους θαμώνες που θα μπορούσαν να είναι ήρωες από τις ταινίες του, λούμπεν χαρακτήρες στο Ράδιο Μόσχα ή στο Μαύρο Γάλα, ας πούμε. Θα μπορούσαν να ήταν οι δικοί του πρωταγωνιστές, οι περιθωριακοί φτωχοδιάβολοι που τον εμπνέουν να κάνει ταινίες, φεστιβάλ κινηματογράφου, συναυλίες. Είμαι σίγουρος ότι ο Νικόλας γι’ αυτούς τους ανθρώπους ζει, για ν’ ακούει τις ιστορίες τους, να πίνει τεκίλες μαζί τους, να αντλεί από την αυθεντική λαϊκότητά τους ιστορίες που χάνονται κάπου μεταξύ καπνού και αλκοόλ - τους φαντάζεται σαν ήρωες του Χάντερ Τόμσον ή του Νικολαΐδη, του δασκάλου του. Ο Νικόλας έχει μια φυσική ροπή προς το περιθώριο, το καλτ, τη high vulgarity και τη low aesthetica.
Γιος του Χάρρυ Κλυνν και της χορεύτριας Χαρίκλειας Μακρή, γεννήθηκε στο Σικάγο κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας των γονιών του στην Αμερική. «Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από την Αμερική. Δεν ξέρω αν ήταν στο Σικάγο ή σε άλλη πόλη, αλλά θυμάμαι να έχω κολλημένη την τετράχρονη μουτσούνα μου στο τζάμι και να βλέπω τις κορυφές από τους ουρανοξύστες να τρυπούν τα σύννεφα. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο κατσαρίδες και η μαμά έκλαιγε από τα νεύρα της. Το φορητό Dual πικάπ έπαιζε Supremes». Μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης («Κάποιες στιγμές το είχα ήδη πιστέψει. Ως παιδί πίστευα ότι μιλάω με τους εξωγήινους. Μπορεί και να μιλούσα. Τα παιδιά ξέρουν»). Είχε για ήρωές του τον Γιούρι Γκαγκάριν («Ο παππούς μου, ο Νικόλας, μου μίλαγε ώρες γι’ αυτόν»), τον Ζορό («μου άρεσε που ήταν μυστηριώδης, ασκούσε γοητεία, έπαιζε ξύλο και στο τέλος έφευγε, πάντα μόνος του») και τον Έλβις («γιατί άρεσε πολύ στις νεαρές θείες μου και κουνιόντουσαν όμορφα μαζί του. Τις έκανα μάτι και το ευχαριστιόμουνα. Και τις ξαδέλφες μου, επίσης»). «Στα 12 μου διάβασα τον Ηλίθιο. Ο Παπαγιώργης έγραψε κάποτε πως αν διαβάσεις Ντοστογιέφσκι σε λάθος ηλικία, θα έχει μοιραίες επιπτώσεις. Μάλλον είχε δίκιο. Επίσης, μεγάλωσα με τα κείμενα που μου εμπιστεύτηκε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Θα βγάζαμε μαζί ένα περιοδικό - ήμουν τότε στην Α’ Λυκείου. Το περιοδικό δεν βγήκε ποτέ. Αλλά τα κείμενα των περιφρονημένων, “μαύρων” και “λοξών” Ελλήνων συγγραφέων που διάβαζα τότε με στοιχειώνουν ακόμη. Aπό ταινίες, η πρώτη εικόνα που θυμάμαι είναι δεινόσαυροι σε σαχλό b-movie, ψευτο-animation στην ασπρόμαυρη οθόνη της τηλεόρασης κάπου στην Αμερική».
Πίσω στην Ελλάδα, ο Νικόλας θα σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο και μετά κινηματογράφο στο Λονδίνο. Η πρώτη του ταινία ήταν ένας ανατρεπτικός φόρος τιμής στον σπουδαίο Momus, η ιστορία της ζωής του μονόφθαλμου μουσικού, όπως τη διηγήθηκαν οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του (και κάθε άλλο παρά αγιογραφία ήταν). Οι Pet Shop Boys που την είδαν στην πρεμιέρα στην Αγγλία είπαν ότι ήταν αηδιαστική. «Γoύσταρα πολύ τον Momus, ήταν αλλόκοτο ζώο. Έτσι ένιωθα κι εγώ. Μάλλον φταίει το διάβασμα. Είμασταν αμφότεροι διανοούμενοι της ντισκοτέκ. Είχαμε γνωριστεί όταν έγραφα για το περιοδικό “ Ήχος”, κρατήσαμε επαφή και σκαρώσαμε στο Λονδίνο αυτό το ψευτοντοκιμαντέρ αποκλειστικά για να ενοχλήσουμε». Το 1993 θα κερδίσει το Πρώτο Βραβείο Μυθοπλασίας στη Δράμα με την ταινία Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου, όπου πρωταγωνιστούσε ένας από τους όψιμους ήρωές του, ο εγκέφαλος των Tuxedomoon, Blaine L. Reininger («Μια πειραγμένη ματιά φιλμ νουάρ. Κατάθεση αγάπης στο σινεμά και στον Νίκο Νικολαΐδη - έστω και ανορθόδοξα. Και περιπαιχτικό για τους δραματουργικούς κώδικες. Ο Blaine L. Reininger ήταν τότε το alter ego μου»). Στη συνέχεια θα γυρίσει το Ράδιο Μόσχα («μια ταινία που φτάνει ακραία στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού μέσα από ένα πλανητικό καμπαρέ που αντιπροσωπεύει, όπως ανέφερε ο Blaine, “μια σύγχρονη duty free zone, έναν χρόνο χωρίς χρόνο, έναν τόπο χωρίς συγκεκριμένο τόπο”») και το Μαύρο Γάλα («ένα πρώιμο μαχαίρωμα στο life style, που το πλήρωσα πολύ ακριβά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Δεν γαμείς... Τότε ήταν ένα παραμύθι για ενηλίκους, τώρα, μάλλον, σινεμά βεριτέ. Πειραγμένο όμως, έτσι;»). Το μεγάλο στοίχημά του όμως ήταν το Gagarin, το πρώην τσοντάδικο Αντίνεα της Λιοσίων, που στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 θα το εγκαινιάσει ο Barry Adamson με το πρώτο του λάιβ στην Ελλάδα. Ο Τριανταφυλλίδης με το Gagarin εφηύρε ιδανικά τη μετα-Ρόδον εποχή κι έστησε ένα venue στα πρότυπα του εξωτερικού, ακολουθώντας την προσωπική του τρέλα, που πολλές φορές ήταν επιχειρηματικά καταστροφική, ωστόσο η μουσική αθηναϊκή ιντελιγκέντσια που βαυκαλίζεται ότι μπορεί να βλέπει μικρές εναλλακτικές μπάντες σε έναν μεγάλο και αξιοπρεπή χώρο τού οφείλει ένα τεράστιο ευχαριστώ γι’ αυτό που έκανε όλη την προηγούμενη δεκαετία. Το 2003 θα εμφανιστεί ένα νέο, παράξενο φρούτο μέσα στους μαύρους τοίχους του Gagarin, μια οθόνη που προβάλλει ταινίες που μέχρι τότε βρίσκονταν καταχωνιασμένες σε σκονισμένες αποθήκες κινηματογραφικών εταιρειών της πλατείας Κάνιγγος και στη λήθη που επέβαλλαν ο καθωσπρεπισμός των κριτικών κινηματογράφου και η έντεχνη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. Με το φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου αναβίωσε την ατμόσφαιρα των τσοντάδικων πέριξ της Ομόνοιας, ακόμα και αυτήν του «εξώστη» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου το κοινό έχει ενεργή συμμετοχή, κι επανέφερε τον Κώστα Γκουσγκούνη, την Τίνα Σπάθη και τον Απόστολο Σουγκλάκο ως λαϊκά είδωλα. «Με το φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου αρχικά ανασύραμε ξεχασμένες ταινίες β’ διαλογής που είχαν απωθηθεί στο υποσυνείδητο του “επιτυχημένου” Νεοέλληνα του Χρηματιστηρίου, του lifestyle και του σοβαροφανούς νέου ελληνικού κινηματογράφου. Εξέχουσα θέση είχαν, βέβαια, τα VHS “σκουπίδια” των βιντεοκλάμπ. Ως φεστιβάλ θέλαμε να σοκάρουμε τους κονφορμιστές, απ’ όπου και αν αυτοί προέρχονταν.
Το σύστημα, όμως, ξέρει να ενσωματώνει και τα πλέον ακραία στοιχεία του. Έτσι, στο πέρασμα του χρόνου, τα πάλαι ποτέ σκουπίδια έγιναν χρυσά διαμάντια των βιντεοκλάμπ, οι λασπολογημένοι ηθοποιοί -ξεχασμένοι στα μπουλούκια και στο κομπαρσιλίκι- ξεπέρασαν το cult status κι έγιναν mainstream. Όπως είπε και ο Σερζ Γκενσμπούργκ στην Τζέιν Μπίρκιν, λίγο πριν πεθάνει, “δεν είχε πλέον και τόση πλάκα”. Και όμως, ξεπερνώντας την μπαλαφάρα, μέσα από την απόλυτη αναρχία της παραγωγής και της διανομής άνθισε η δημιουργική ελευθερία κι έτσι ξεπήδησαν ουκ ολίγες ασύδοτες ταινίες που ξεφεύγουν παρασάγγας από το φολκλόρ του συρμού και στέκονται περήφανα αυθάδεις στο πάνθεον του ανεξάρτητου ελληνικού κινηματογράφου. Το αποτέλεσμα; Ένα άτυπο μεταμοντέρνο φιλμικό ρεύμα που καταλύει δραματουργικά κλισέ, αποσυναρμολογεί με αδιανόητους τρόπους την κινηματογραφική γραμματική και κουρελιάζει κάθε έννοια ευπρέπειας -κοινωνικής και αισθητικής- χωρίς καμία απολύτως ενοχή».
Ο Νικόλας κάθεται σε μια γωνιά του Coral και ακούει τον κύριο Νίκο να του διηγείται την ιστορία της οικογένειάς του, που είχε παλαιοπωλεία στην Κωνσταντινούπολη και συγγένεια με τον Ηλία Καζάν, καθώς και ότι το America America ήταν εμπνευσμένο από την ιστορία του θείου του.
«Πάντα προτιμούσα να είμαι σε μια γωνία. Πώς το έλεγε ο Ντίνος Ηλιόπουλος ως “Δράκος”; “Πάντα με ενοχλούσε ο θόρυβος”. Ή, κάτι τέτοιο, τέλος πάντων».
σχόλια