Η είδηση του θανάτου της είχε πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία πριν από έναν χρόνο: Νεκρή βρέθηκε στο σπίτι της στο Πόρτο Ράφτη η ηθοποιός Ζωή Λάσκαρη...Η Λάσκαρη δεν ήταν άρρωστη, δεν νοσηλευόταν, δεν την ''περιμέναμε'' καν, όπως την Αρλέτα προ ημερών, άρα μια τέτοια είδηση χρειαζόταν διερεύνηση. Δυστυχώς είναι γεγονός και μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχουν διευκρινιστεί τα ακριβή αίτια του θανάτου της.
Η καριέρα της Λάσκαρη στο θέαμα ξεκινά το 1959 και συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς όταν στέφεται ''Σταρ Ελλάς'' στα Αστέρια της Γλυφάδας. Σε δημοσιεύματα εφημερίδων τότε αναφερόταν ως Ζωή ή Ζωίτσα Κουρούκλη, 18 ετών, άρα ήταν γεννημένη στις 12 Δεκεμβρίου του 1941. Η ίδια πάντως ανέφερε ως έτος γέννησης της το 1944 και αυτό οφείλουμε να κρατήσουμε. Με το ψευδώνυμο ''Αμαρυλλίς'', λοιπόν, η νεαρή καλλονή ταξιδεύει ένα μήνα αργότερα, στις 26 Ιουλίου, στο Long Beach των ΗΠΑ διεκδικώντας τον τίτλο ''Μις Υφήλιος 1959''.
Η Λάσκαρη είχε την τύχη να υιοθετηθεί κυριολεκτικά σχεδόν από τον Φιλοποίμενα Φίνο. Εκείνος της άλλαξε το όνομα για να μην την συγχέει ο κόσμος με την ξαδέρφη της, τη γνωστή τραγουδίστρια της εποχής Ζωή Κουρούκλη. Το, ιταλικής προέλευσης, όνομα τής το βρήκε ο Γιάννης Δαλιανίδης, όπως ήταν γνωστό μέσα στα χρόνια. Με κοινή καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ο φίλος της ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που την επέβαλλε στον Φίνο ως πρωταγωνίστρια του ''Κατήφορου''. Η σαρωτική επιτυχία της ταινίας έκανε τη Ζωή Λάσκαρη κανονική σταρ του εγχώριου εμπορικού κινηματογράφου και της χάρισε αποκλειστικό συμβόλαιο με την παντοδύναμη Finos Film.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του '70 η Ζωή Λάσκαρη μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Τζένη Καρέζη αποτελούσαν το πιο εμπορικό γυναικείο τρίο ηθοποιών του ελληνικού κινηματογράφου. Όλες οι ταινίες που γύρισε με τον Γιάννη Δαλιανίδη σκηνοθέτη, παραμένουν κλασικές και δημοφιλείς και δεν έχουν πάψει να προβάλλονται από τα τηλεοπτικά κανάλια: Παραστρατημένη Ρέα Νικολάου στον ''Κατήφορο'' (1961), επίσης παραστρατημένη κόρη του συντηρητικού Γυμνασιάρχη Βασίλη Διαμαντόπουλου στο ''Νόμος 4000'' (1962), θύμα στις ορέξεις του πατριού της Αλέκου Αλεξανδράκη στον ''Ίλιγγο'' (1963), νεκρή στα χέρια του δεσμοφύλακα Σπύρου Καλογήρου στην - χωρίς happy end - ''Στεφανία'' (1966) κι ακόμη, ανέμελο δυναμικό κορίτσι στα ''Μερικοί το προτιμούν κρύο'' (1962), ''Κορίτσια για φίλημα'' (1964) και ''Ενα κορίτσι για δύο'' (1963), ποπ αρτίστα στο ''Οι θαλασσιές οι χάντρες'' (1967) και ευκατάστατη γκόμενα στο ''Μαριχουάνα Στοπ'' (1971).
Η Λάσκαρη υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία όλα τα είδη, από το μελόδραμα και την κωμωδία μέχρι το μιούζικαλ, χτίζοντας το χαρακτήρα του κοριτσιού που ήταν όχι μόνο σέξι, αλλά και μοιραίο, δυναμικό και αποφασιστικό, φτάνοντας στα άκρα ενίοτε. Συμπρωταγωνιστές της η αφρόκρεμα των Ελλήνων σταρ του κινηματογράφου: Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς, Φαίδων Γεωργίτσης, Χλόη Λιάσκου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, Νίκος Κούρκουλος, Αλέκος Αλεξανδράκης. Το σεξ -απίλ της υπήρξε μοναδικό και ο ανδρικός πληθυσμός συνωστιζόταν στις αίθουσες για να δει εκείνα τα μοναδικά γυμνά της, σκηνοθετημένα με μαεστρία από τον Δαλιανίδη. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, τηρουμένων των αναλογιών, η Λάσκαρη ήταν κάτι σαν τη δική μας Μέριλιν Μονρόε, εφηβική ονείρωξη και ανεκπλήρωτος πόθος πολλών αρρένων θαυμαστών της στα ελληνικά sixties!
Η χρωματιστή ποπ φιγούρα μιας κοπέλας με μαγιό και τέλεια κορμοστασιά που διέθετε προσωπικότητα και δημιουργούσε πανικό στο πέρασμα της από τις οθόνες! Εκεί ήταν και η διαφορά της με τις άλλες σταρ: Η Λάσκαρη έμοιαζε να είναι το απόλυτο ''μουσικό'' όργανο στα χέρια του ''ενορχηστρωτή'' Γιάννη Δαλιανίδη, πάντα πρόθυμη να ρισκάρει καλλιτεχνικά και να εκτεθεί: Διόλου τυχαίο που η σκηνή από τη ''Στεφανία'' με το ερωτικό τρίο μεταξύ αυτής, του εραστή της και ενός φίλου του, σόκαρε την ελληνική κοινωνία του 1966, εκεί που οι άλλες σταρ δυσκολεύονταν να δείξουν γυμνό το στήθος τους, ακόμη κι αν το απαιτούσε ο ρόλος. Υπό αυτή την έννοια, ασχέτως του μεγέθους του υποκριτικού ταλέντου της, η Ζωή Λάσκαρη έχει περάσει πια στην αθανασία των μεγαλύτερων πρωταγωνιστριών που γνώρισε η εθνική κινηματογραφία του τόπου μας.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, τηρουμένων των αναλογιών, η Λάσκαρη ήταν κάτι σαν τη δική μας Μέριλιν Μονρόε, εφηβική ονείρωξη και ανεκπλήρωτος πόθος πολλών αρρένων θαυμαστών της στα ελληνικά sixties
Το ότι υπήρξε τολμηρή ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνιδα η Λάσκαρη θα το αποδείκνυε και αρκετά χρόνια μετά, το 1985, όταν θα φωτογραφιζόταν αισθησιακά χωρίς να αμειφθεί από τον Ντίνο Διαμαντόπουλο στη Δήλο για το ''Playboy''. Εκείνο το τεύχος έσκισε, αλλά προκάλεσε και την οργή βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας επειδή η ηθοποιός δεν είχε εξασφαλίσει άδεια από τις αρχές για φωτογράφηση εντός του αρχαιολογικού χώρου. Η Άννα Συνοδινού μάλιστα είχε φέρει το θέμα με ερώτηση στη Βουλή για να λάβει την αποστομωτική απάντηση της Λάσκαρη: Δεν ήθελα λεφτά. Ήθελα ένα κότερο, να μπω στη φωτολουσία του Αιγαίου, σε μέρη που δεν φωτογραφήθηκε κανείς... Τι χρειαζόμουν; Ένα φωτογράφο κι ένα μακιγιέρ. Αυτά ζήτησα... Πόσο εξευτελισμένη θα ήμουν σήμερα αν είχα πουλήσει το γυμνό κορμί μου τότε; Όσο πιο ακριβά, τόσο πιο εξευτελισμένη...
Αξέχαστη θα μείνει και η ερμηνεία της σε δύο ταινίες που γύρισε πάνω στην πτώση του εμπορικού σινεμά: Στον ''Αστερισμό της Παρθένου'' (1973) ως ιερόδουλος που αφηγείται διαφορετικές εκδοχές του ''κακού δρόμου'' που πήρε, ο πιο δραματικός της ρόλος, ένας ρόλος που απορρίφθηκε από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και παράλληλα η μοναδική συνεργασία μεταξύ του Γιάννη Δαλιανίδη που τη σκηνοθέτησε για μία ακόμα φορά και του σημαντικού Γιώργου Τζαβέλλα που είχε γράψει το σενάριο! Στο ''Επικίνδυνο παιχνίδι (Αναμέτρηση)'', επίσης, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Καρυπίδης το 1982, ένα αστυνομικό θρίλερ, που φανέρωσε και την επιθυμία της να προσαρμοστεί στα νέα κινηματογραφικά δεδομένα με τους αλλοτινούς ένδοξους εγχώριους σταρ ολότελα απομυθοποιημένους. Ως ευφυής η Λάσκαρη γνώριζε μάλλον πως ο μοναδικός δρόμος είναι το θέατρο και όχι ο κινηματογράφος με την εφήμερη λάμψη του, εξου και είχε την τύχη να σκηνοθετηθεί από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες και στο σανίδι: Τον Μίνωα Βολανάκη, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ανδρέα Βουτσινά, τον Σταμάτη Φασουλή και πολλούς άλλους. Κι αν το 1966 πρωτόπαιξε στο θέατρο σε μπουλβαράκια και ρετρό έργα, από το 1990 μέχρι και το 2013 αποκάλυψε μια ώριμη ερμηνευτική περσόνα παίζοντας Τένεσι Ουίλλιαμς, Νιλ Σάιμον, Λούλα Αναγνωστάκη, Άλμπι, Ο' Νιλ και Πίντερ.
Η προσωπική ζωή της Ζωής Λάσκαρη απασχολούσε ανέκαθεν τα ΜΜΕ, κάτι συνηθισμένο για ηθοποιούς της εμβέλειας της: Γνωστή η σχέση της με τον τραγουδιστή Τόλη Βοσκόπουλο στα seventies, όπως και ο γάμος της από το 1976 με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο (κουμπάρος στο γάμο αυτό ήταν ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος). Δύο κόρες ήταν οι καρποί των, συνολικά δύο, γάμων της: Η Μάρθα, από τον παλιότερο γάμο της με τον Πέτρο Κουτουμάνο, και η Μαρία - Ελένη, από το γάμο με τον Λυκουρέζο.
Καθώς οι πληροφορίες που φτάνουν μιλάνε για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, θα ήθελα να κλείσω το αφιέρωμα αυτό με μία προσωπική μαρτυρία: Η μοναδική φορά που συνάντησα τη Ζωή Λάσκαρη και συνομιλήσαμε λίγο, ήταν ενάμισι χρόνο πριν στο θέατρο, όταν μας τίμησε με την παρουσία της στην πρεμιέρα του έργου ''Την λένε Εύα''. Ντυμένη στα λευκά με ένα από εκείνα τα τουρμπάνια που φορούσε στο κεφάλι της, καθόταν αμίλητη, ανέκφραστη σχεδόν, με την παρέα της στο φουαγέ. Μετά, όμως, κατά τη διάρκεια της παράστασης, τα τρανταχτά γέλια της ακούγονταν μέχρι έξω. Νομίζω πως είχε περάσει καλά εκείνο το βράδυ η Λάσκαρη, ήταν κι η τραγουδίστρια Ρένα Κουμιώτη ανάμεσα στον κόσμο, φίλη της από τα παλιά, με την οποία αντάλλαξαν μερικές κουβέντες. Την ευχαρίστησα για το ''εδώ'' της κι εκείνη ανταπέδωσε όλο ευγένεια. Την επόμενη μέρα έγραψε στην ιστοσελίδα της ένα ένθερμο κείμενο για τα δικαιώματα των τρανς συνανθρώπων μας, κίνηση που με είχε συγκινήσει πολύ.
Δεν μπορώ, τέλος, να μη σχολιάσω πως η Λάσκαρη είχε ασχοληθεί υπέρ το δέον με την εμφάνιση της έναντι του χρόνου που περνούσε με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η εικόνα της. Διότι, κακά τα ψέματα, η εικόνα που είχαμε όλοι γι' αυτήν τα τελευταία χρόνια, ήταν μιας γυναίκας εντυπωσιακά αλλαγμένης. Ποιος μπορεί να την κατηγορήσει γι' αυτό; Κανείς! Η ψυχολογία του σταρ από καταβολής του όρου στον κόσμο του θεάματος ήταν και είναι ταυτισμένη με τη μάχη κατά του αδυσώπητου χρόνου. Η Λάσκαρη όμως παρέμεινε σταρ μέχρι το τέλος, απόμακρη, εντυπωσιακή, επιβλητική κι αυτό μπορεί να το καταλάβει μόνο κάποιος που είχε την ευκαιρία να περάσει έστω από δίπλα του.