Γεννήθηκα στο Κιάτο, το καλοκαίρι του 1952. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ένα όνειρο, η ευτυχία προσωποποιημένη. Θυμάμαι δύο πανέμορφους γονείς, υγεία, χαρά, ομορφιά, έρωτα, παιχνίδια και γλέντια.
Δεν μας έλειπε τίποτα, χάρη στη μεγάλη σταφιδοβιομηχανία του παππού μου. Ζούσαμε σαν πρίγκιπες. Σαν να είχα κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου – το λέω και ντρέπομαι που μου έλαχαν τέτοια παιδικά χρόνια.
Οι γονείς μου ήταν υπέροχοι, είχαν τόση καλοσύνη, τέτοια προσωπικότητα, που δεν πίεζαν ποτέ τα παιδιά τους, ήταν ανοιχτοί σε καθετί. Κι εγώ ήμουν ένα παιδί σκοτεινό, όχι σαν τον αδελφό μου, που ήταν καλό παιδί. Έκρυβα τέτοια σκοτάδια, που αν είχα κακούς γονείς, τώρα θα ήμουν ή στο χώμα ή στη φυλακή. Η χάρη των γονιών μου με βοήθησε να μην καταστραφώ, με την παρουσία τους και μόνο.
• Ένα πράγμα που μου έχει αποτυπωθεί από εκείνα τα χρόνια ήταν που το παιδί της γυναίκας που μας έπλενε τα ρούχα, συνομήλικός μου γύρω στα 6, είχε κερδίσει στο απορρυπαντικό ΚΛΙΝ ένα πλαστικό ινδιανάκι. Κι ενώ είχα άπειρα, τα καλύτερα παιχνίδια –ο πατέρας μου φρόντιζε και μου έφερναν παιχνίδια από τη Σουηδία και τη Νορβηγία–, μου άρεσε περισσότερο εκείνο το πλαστικό ινδιανάκι.
Του είπα: «Πάρε όλα τα παιχνίδια μου και δώσε μου εμένα αυτό». Εκείνο μου απάντησε: «Θα κάνεις κάτι ακόμα, θα κατεβάσεις το βρακάκι σου και θα κάνεις μια στροφή». Το έκανα και του έδωσα όλα μου τα παιχνίδια. Αφού το ινδιανάκι μού ζέσταινε την ψυχή.
Θυμάμαι που όταν ήμουν μικρός η θεία μου η Νταίζη μου έλεγε: «Πρόσεχε, μην πας ποτέ στην Ομόνοια, κυκλοφορούν παλιάνθρωποι εκεί». Η Ομόνοια σήμερα είναι η αυλή μου. Καθημερινά περπατάω μεταξύ Ομόνοιας, Εξαρχείων και Αγίου Κωνσταντίνου. Βλέπω τους βασανισμένους αυτούς ανθρώπους, τους πρόσφυγες, και λυπάμαι πολύ.
• Το 1967 όλα αυτά χάθηκαν. Με την κατάρρευση της Ελλάδας και τον ερχομό της χούντας ήρθε η οικονομική καταστροφή της οικογένειάς μου. Οι δικοί μου, καθώς είχαν μεγαλώσει με χρήματα, νόμιζαν ότι ο πλούτος είναι κάτι φυσικό, ότι ποτέ δεν θα τους λείψει – ενώ ο πλούτος είναι κάτι που το διαπραγματεύεσαι κάθε στιγμή. Σε ένα απόγευμα έχασαν όλα τους τα χρήματα. Τους έφαγαν λάχανο. Αυτό έσωσε όλη την οικογένεια.
Μετακομίσαμε στη Στυλίδα και το γεγονός ότι πήγαμε σε μια κοινωνία μεγάλης φτώχειας και είδα τον πόνο και την ανέχεια με έκανε αυτό που είμαι σήμερα.
Η ζωή μας δεν άλλαξε, δηλαδή το βιοτικό μας επίπεδο συνέχισε να είναι αυτό που ήταν και πριν, αλλά για έναν καλλιτέχνη η αλλαγή status και τόπου είναι ένας ωραίος τρόπος να ανθήσουν τα ταλέντα του.
Όταν είδα ότι οι γονείς μου παρέμεναν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι χωρίς να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας τους, κατάλαβα ότι δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Ο πατέρας μου έλεγε, και δαιμόνιζε τη μάνα μου: «Έλα μωρέ, τι είχαμε, τι χάσαμε».
Αυτή η διεκδίκηση της ευτυχίας μού έδωσε ακόμα μεγαλύτερη πίστη στη ζωή. Αυτή η περίοδος στη Στυλίδα, ενάμισης χρόνος σε έναν ξένο τόπο, με διαμόρφωσε ως καλλιτέχνη.
• Στην Αθήνα, όπου εγκατασταθήκαμε οριστικά το '68, υπήρχε πάντα σπίτι, στην οδό Σπετσών 12. Κάθε Δευτέρα ερχόμασταν να δούμε το πρόγραμμα του Σινεάκ. Θυμάμαι ότι, πολλές φορές, μας έλεγε η μητέρα μου, φοβερά ενοχλημένη: «Πάμε να αλλάξουμε θέσεις». Προφανώς, κάποιοι εφαψίες έβαζαν χέρι στις κυρίες που συνόδευαν τα παιδιά τους.
Βλέπαμε και θέατρο. Οι γονείς μας δεν ήθελαν να μας αφήσουν ανενημέρωτους σε ό,τι είχε να κάνει με τον πολιτισμό. Θυμάμαι ακόμα την παράσταση Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια με την Αλκαίου και τον Φυσσούν.
Παιδί ακόμα τραγούδησα πρώτη φορά στο Green Park του Οικονομίδη και αποθεώθηκα. Ήταν το πρώτο μου χειροκρότημα.
• Ήμουν σε έναν θερινό κινηματογράφο στο Κιάτο και άκουσα το τραγούδι «Της αγάπης μου το περιβόλι». Το ερμήνευαν είτε η Μαρινέλλα με τον Καζαντζίδη είτε η Πόλυ Πάνου, δεν θυμάμαι καθαρά.
Αλλά θυμάμαι ότι με το που το άκουσα, έπαθα ρεύση. Να πάθω κάτι τέτοιο, που ήμουν ένα ντροπαλό παιδάκι τότε! Μου το προκάλεσε, όμως, το συγκεκριμένο τραγούδι.
Στην 4η Γυμνασίου πήγα στην Αθήνα να αγοράσω δίσκους. Αγόρασα έναν του Ανταμό, έναν της Αρλέτας, έναν της Μούσχουρη, τη Μαίρη Πόπινς και έναν δίσκο της Μπέλλου.
Πάω σπίτι και βάζω να ακούσω την Μπέλλου και βλέπω τη μάνα μου με babydoll ροζ με πουά να κλαίει με λυγμούς και να μου λέει: «Ποιος παλιάνθρωπος σου το έκανε, πού έχεις μπλέξει, παιδί μου;».
• Όχι μόνο δεν ενοχλήθηκαν ποτέ από κάτι που έκανα αλλά ο πατέρας μου, ο ταξιδεμένος και καλλιεργημένος αυτός άνθρωπος, στα γεράματά του, πριν πεθάνει, μου έλεγε: «Πώς τα κατάφερες, πόσο θα ήθελα να έχω ζήσει τη δική σου ζωή». Ποια ζωή; Δούλευα, ζωγράφιζα, τραγουδούσα, είχα μια μεγάλη χαρά.
Καθώς είχα την αίσθηση ότι θα κατρακυλούσα, διατηρούσα την κρυφή ελπίδα ότι οι γονείς μου θα έφευγαν γρήγορα –έφυγαν και οι δύο σε βαθιά γεράματα– και ότι δεν θα έβλεπαν το χάλι μου.
Ήμουν σίγουρος ότι θα αποτύγχανα στη ζωή μου. Γι' αυτό και έδωσα στα ψέματα στην Ιατρική, για να κάνω τη χάρη στον πατέρα μου. Αλλά ήξερα ότι ως καλλιτέχνης θα καταστρεφόμουν και δεν ήθελα να το δουν αυτό.
Για να κοροϊδέψω τον χρόνο μου πήγα στη Σχολή Βακαλό. Τότε ήμουν ένα αθώο παιδί και ήρθα σε επαφή με την Ελένη Βακαλό, αυτήν τη σοφή γυναίκα που με καθόρισε.
Είχα φτιάξει κάτι απλά πράγματα και μου είπε: «Ξέρεις ότι στην Αμερική αυτήν τη στιγμή κάνουν ακριβώς αυτό που κάνεις κι εσύ; Υπάρχει αυτό που είναι τέχνη, αυτό που δεν είναι τέχνη και το ανάμεσό τους. Αυτό κάνεις εσύ». Έκτοτε, δεν με άφησε από τα μάτια της και μου έδωσε όλα τα εφόδια για να κάνω τέχνη.
Παράλληλα, η φίλη μου και συμμαθήτριά μου Στέλλα Γκρανιά μου άνοιξε τον χώρο της αριστερής διανόησης.
• Αν είναι κάτι που δεν μου αρέσει, δεν το κάνω. Είχε κανονίσει ο Λαζάνης ειδική ακρόαση να με δει ο Κουν και όταν πήγα αρνήθηκα να τους δείξω οτιδήποτε. Τους είπα: «Δεν μπορώ να δώσω εξετάσεις, πάρτε με να σας κάνω δουλειές, ζωγραφίζω, τραγουδάω, κουβαλάω». Στον ίδιο χώρο όπου τώρα παίζω. Απηύδησαν μαζί μου και έφυγα.
Πέρασα και από τη Σχολή Κατσέλη, όπου πήγα για σκηνοθεσία, παράλληλα με τη Βακαλό. Αλλά ούτε εκεί βρήκα αυτό που ήθελα. Έμεινα έναν χρόνο, ώσπου μια μέρα πήρα τη Χαρούλα Αλεξίου, που ήταν συμμαθήτριά μου, από το χέρι και φύγαμε.
• Από μικρός ήμουν συμπαθής, χωρίς να χρειάζεται να κάνω παραχωρήσεις. Παντού μου μιλούσαν ευγενικά. Δεν έκανα τίποτα που να προσβάλλει τους άλλους.
Θυμάμαι στην κατάληψη της Νομικής που πέταγα σάντουιτς σε φίλους μου που ήταν μέσα. Επειδή είχα αυτήν τη χάρη, δεν με έπιαναν οι αστυνομικοί, με άφηναν να περνάω.
Μερικούς μήνες μετά, στο Πολυτεχνείο, πήγα να πάρω τον αδελφό μου, που ήταν μικρότερος, και για δευτερόλεπτα δεν μας πέτυχε μια ριπή από σφαίρες στην Αλεξάνδρας. Ίσως να μην την είχαμε γλιτώσει.
Πάντως, οι κυρίες στην πλατεία Αμερικής ήταν εκνευρισμένες με τα γεγονότα και έλεγαν: «Τι πράγματα είναι αυτά; Θέλουμε την ησυχία μας». Πέρα από τους συνειδητοποιημένους αριστερούς, η πλειοψηφία του κόσμου ήταν σιωπηρά υπέρ της χούντας.
• Στρατό δεν σκόπευα να πάω, ήταν 30 μήνες τότε και κανένας φίλος μου δεν πήγε. Κι εκεί που είχα σκαρφιστεί έναν τρόπο να το αποφύγω, με είδε ένας ξάδερφος, ντράπηκα και πήγα. Αλλά μου βγήκε σε καλό.
Κατατάχθηκα στη Σάμο, όπου γνώρισα τον μεγάλο αγγειοπλάστη Κοντορούδα και τη γυναίκα του και άρχισα να μελετάω κεραμική. Πέρναγα υπέροχα και δεν είχα λόγο να βάλω μέσο να φύγω, κάτι που προσπαθούσε απεγνωσμένα η μητέρα μου και σχεδόν το πέτυχε.
Στη Σάμο συνάντησα την πρώτη σημαντική προσωπικότητα στη ζωή μου, τον ποιητή Ρίτσο και τη γυναίκα του Φαλλίτσα, γιατρό και ιεραπόστολο.
• Με το που επιστρέφω, πιάνω δουλειά στο διαφημιστικό γραφείο του νονού μου, τη Λάμδα Άλφα, και μέσα σε έναν χρόνο γίνομαι από τους καλύτερους γραφίστες της Αθήνας.
Νοικιάζω διαμέρισμα στην πλατεία Παπαδιαμάντη για να είμαι κοντά στο σπίτι της Βακαλό, όπου ήμουν κάθε βράδυ και απ' όπου περνούσαν όλοι οι ποιητές και οι καλλιτέχνες.
Αγοράζω φούρνο και αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου κεραμικά-γλυπτά. Μια μέρα έρχεται από το σπίτι η Ελένη (σ.σ. Βακαλό) με την Τζούλια Δημακοπούλου των Νέων Μορφών για να δει τα κεραμικά μου, η οποία μου είπε: «Ρε μάγκα, αυτή μπορεί να είναι και η έκθεση της χρονιάς». Όταν, εν τέλει, την κάναμε, με τον τίτλο «Το ροκ Ροκοκό», ήταν πράγματι η έκθεση της χρονιάς! Πέρασαν οι πάντες.
• Τότε γνώρισα τον Σπυρόπουλο και τον Μαυροΐδη. Με είχαν επιλέξει οι Γερμανοί το '93 να συμμετάσχω στην Μπιενάλε της Βενετίας και μου έλεγε ο Σπυρόπουλος «θα σε πικράνουν, παιδί μου» και του απαντούσα «εγώ δεν πικραίνομαι». Ο δε Μαυροΐδης μου έδειχνε μια απίστευτη, μέχρι παρεξηγήσεως λατρεία. Έτσι, πέρασα πολλά χρόνια στο ατελιέ του.
• Η μπιενάλε ήταν μεγάλη επιτυχία και άρχισα να πουλάω πανάκριβα τα γλυπτά μου. Είχα ανακαλύψει αυτό το «ανάμεσα» που έλεγε η Βακαλό μέσα από το κιτς, που ήταν για μένα η καύσιμη ύλη.
Σαν να μη μου έφτανε αυτό, μου έρχεται η πρόταση από τη Μελίνα Τανάγρη να κάνω μαζί της μια περιοδεία ως τραγουδιστής.
Ανέκαθεν μελετούσα καθημερινά το ελληνικό τραγούδι, από Μπιθικώτση μέχρι Στέλλα Γκρέκα. Τότε ήταν που με είδε ο Χουρμουζιάδης της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης της Θεσσαλονίκης και με πήρε να κάνω τον Μαλβόλιο στη Δωδεκάτη Νύχτα.
Αμέσως μετά με πήρε ο μέγιστος Βουτσινάς και με έκανε πρωταγωνιστή στις Νεφέλες – έτσι έπαιξα στην Επίδαυρο. Τον ρωτούσαν «γιατί φέρνεις έναν ζωγράφο να παίξει;» και τους απαντούσε «κάντε μου το ένα δέκατο αυτού που κάνει αυτός και τον διώχνω αμέσως».
• Όταν μου πρότεινε ο Αλέξανδρος Ρήγας ρόλο στους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη», ζήτησα από μια φίλη μου να με συμβουλέψει. Μου είπε: «Μην μπλέκεις, είναι άλλος κόσμος από τον δικό μας, ζήτα ένα μεγάλο ποσό για να σε απορρίψουν». Ζήτησα ένα μυθικό ποσό και μου το έδωσαν!
Δεν ήξερα τι να κάνω από την απελπισία μου, αλλά τελικά το έκανα και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Τα λεφτά ήταν τόσο πολλά, που από ενοχή τα έδινα από δω κι από κει σε φίλους και έκανα ατέλειωτα τραπεζώματα. Ακολούθησαν οι «Μέλισσες» του Κουτσομύτη με τη Μαρινέλλα, αλλά και το παιχνίδι «Φορτ Μπουαγιάρ».
• Δεν σταμάτησα την εικαστική μου δραστηριότητα, πήρα διαζύγιο από αυτήν. Άρχισα να ανακαλύπτω το θέατρο, να παίζω δίπλα σε μεγάλες και μεγάλους ηθοποιούς.
Έπαιξα στο Μικρόβιο του έρωτα στη Λυρική, στο Αναζητώντας τον Αττίκ με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη στο Badminton, τραγούδησα με τη Στέλλα Γκρέκα, αλλά η ευτυχέστερη συνάντησή μου ήταν ο Νίκος Καραθάνος, που με πήρε στον Συρανό.
Έκτοτε είμαστε ομάδα και μπορώ να πω ότι αυτός ο άνθρωπος μου άλλαξε τη ζωή. Είναι σημαντικό για μένα να μου δώσει ο άλλος μια φόρα. Όπως τώρα ο Χάρης Φραγκούλης στον Οθέλλο. Μ' αρέσει να δουλεύω με νέα παιδιά.
Μία από τις ωραιότερες συνεργασίες μου ήταν όταν κάναμε τα Άγρια Αγόρια με τον Σάκη Παπακωνσταντίνου και τη Λουίζα Αρκουμανέα, όπως και με την Κίρκη Καραλή, με την οποία έκανα τη Γαβριέλα.
Αλλά τι να πω και για τον Πάνο Κούτρα που με πήρε στο Ξενία, ρόλο για τον οποίο βραβεύτηκα κι από πάνω! Είχα ήδη ένα βραβείο για το μουσικό θέατρο και ένα για τα εικαστικά.
Υπήρξα πολύ τυχερός στα καλλιτεχνικά μου, εφόσον δεν είχα τύχη στα αισθηματικά μου. Αλλά τύχη είναι και ότι ενώ έκανα ριψοκίνδυνη ζωή, είμαι ακόμα ζωντανός.
Ήμασταν παιδιά ακόμα κι ένας φίλος μου μού έλεγε πόσο δυστυχισμένος ένιωθε που ήταν ομοφυλόφιλος. Του είπα: «Νομίζεις ότι ένα κορίτσι ή ένα straight αγόρι έχει λιγότερα βάσανα; Πιστεύω όχι, όλοι έχουμε τα ίδια βάσανα. Όλοι το ίδιο είμαστε».
• Μακριά από την Αθήνα είμαι δυστυχισμένος. Το Κιάτο είναι η μυθολογία μου και η Αθήνα η ιστορία μου. Θυμάμαι που όταν ήμουν μικρός η θεία μου η Νταίζη μου έλεγε: «Πρόσεχε, μην πας ποτέ στην Ομόνοια, κυκλοφορούν παλιάνθρωποι εκεί».
Η Ομόνοια σήμερα είναι η αυλή μου. Καθημερινά περπατάω μεταξύ Ομόνοιας, Εξαρχείων και Αγίου Κωνσταντίνου. Βλέπω τους βασανισμένους αυτούς ανθρώπους, τους πρόσφυγες, και λυπάμαι πολύ.
• Πάντοτε έλεγα ότι δύο πράγματα δεν θέλω να κάνω, να διδάξω και να μπω στην πολιτική. Έτυχε να με προσεγγίσει αυτό το νέο παιδί, ο Κώστας Μπακογιάννης, και να μου προτείνει να κατέβω υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον συνδυασμό του.
Ήξερα τον πατέρα του από τα περιοδικά και πήγα για να του πω ότι είμαι ένας σοβαρός καλλιτέχνης που έχει εκτεθεί πολύ. Μου απάντησε ότι αυτό ακριβώς θέλει! Κι έτσι δέχτηκα.
Ένας λόγος είναι γιατί πιστεύω ότι πρέπει να σταματήσει αυτό το μίσος των δεξιών και των αριστερών, ένα μίσος που δεν το καταλαβαίνω. Με ενδιαφέρει πολύ η συμφιλίωση και πιστεύω ότι ο Μπακογιάννης μπορεί να μας ενώσει. Γιατί είμαστε όλοι ίδιοι. Οι άξιοι φαίνονται.
• Πήρα κινητό στα 65 μου και μπήκα στο Facebook, όπου κάθε βράδυ ξενυχτάω για να γράψω με πολλή δουλειά τα κείμενά μου. Έγιναν βιβλίο με τίτλο λάϊκ.
Παράλληλα, έκανα και κοινωνικό αγώνα. Ξεσκέπασα την κλοπή με τα πενταψήφια, το έγραψαν παντού και πήρα τα λεφτά μου πίσω. Βοήθησα, νομίζω, και με την καθαρίστρια που απέλυσαν.
Πιστεύω ότι μπορούμε να διεκδικούμε τα πάντα με ευγένεια. Δεν μπορώ να βρίζω. Για μένα, η πιο αιχμηρή και πιο πρωτοποριακή στάση ζωής σήμερα είναι η αγάπη για τη δημοκρατία και για τον κοινό νου.
Info:
Αυτή την περίοδο ο Άγγελος Παπαδημητρίου συμμετέχει στην παράσταση «Οθέλλος» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ που σκηνοθετεί ο Χάρης Φραγκούλης (Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - Υπόγειο).
Επίσης, έχει μόλις εκδώσει το βιβλίο «λάϊκ».