ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ –«Χρυσοπράσινο φύλλο»– σε μουσική του Μίκη Θεοδώρακη και στίχους του Λεωνίδα Μελένη (και όχι του Σεφέρη ή και του Ελύτη, σύμφωνα με μια κοινή παρανόηση), κυκλοφόρησε το 1966 και αναφερόταν στην Κύπρο, την ομορφιά, τους καημούς και το τραύμα της: «Γη της λεμονιάς, της ελιάς / Γη της αγκαλιάς, της χαράς / Γη του πεύκου, του κυπαρισσιού / Των παλικαριών και της αγάπης / Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο…».
Εδώ και λίγες μέρες όμως, κυκλοφορεί ευρέως μια εντόνως υπερβατική διασκευή του με τίτλο «Χρυσοπράσινο γκλίτερ», σε στίχους του Σταύρου Τσαντέ, που έχει προκαλέσει έντονες –και απολύτως αναμενόμενες αντιδράσεις– καθώς το θεματικό πλαίσιο μοιάζει να έχει μετατοπιστεί όπως οι τεκτονικές πλάκες σε ισχυρό σεισμό: «Γη της πουτανιάς της πουστιάς / Γη της ορατής αγκαλιάς / Γη της καύλας, του λεσβιακού / Της αποδοχής και της αγάπης / Χρυσοπράσινο γκλίτερ, φασίστες στα μούτρα σας…».
Παρά τη νοηματική παραμόρφωση του πρωτότυπου κομματιού, κι αυτή η «ασεβής» και αποδομητική εκδοχή του διατηρεί κάτι από την ιδέα που το γέννησε πριν από εξήντα χρόνια.
Το προβοκάρισμα όμως είναι μόνο ένα στοιχείο αυτής της διασκευής, στην οποία συμμετέχουν, εκτός από τον στιχουργό, και άλλοι εκπρόσωποι του μετα-έντεχνου ιδιώματος, όπως η Νεφέλη Φασούλη, ο Απόστολος Κίτσος, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης και η Γωγώ Δελογιάννη, οι οποίοι εμφανίζονται στο βίντεο-κλιπ να το τραγουδούν γύρω από ένα υπαίθριο τραπέζι μια καλοκαιρινή νύχτα, εν ευθυμία διατελούντες.
Αυτή η ανάλαφρη και παιγνιώδης διάθεση –άμεσα αναγνωρίσιμη σε όλους, όλες και όλα που έχουν βρεθεί σε μια παρέα κάποια βραδιά του καλοκαιριού εν χορδαίς και οργάνοις– σε συνδυασμό με τη σκανταλιάρικη ασέβεια των ερμηνευτών είναι που κάνει ακόμα πιο ελκυστικό το συμπεριληπτικό μήνυμά του.
Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι, παρά τη νοηματική παραμόρφωση του πρωτότυπου κομματιού, κι αυτή η «ασεβής» και αποδομητική εκδοχή του διατηρεί κάτι από την ιδέα που το γέννησε πριν από εξήντα χρόνια. Κι εδώ για αγάπη και τραύμα γίνεται λόγος, αλλά σε ένα άλλο πεδίο, και σε μια άλλη Γη. Η μελωδία παραμένει εθιστική και το «Χρυσοπράσινο γκλίτερ» κολλάει σαν τσίχλα και αποκτά τη δυναμική ενός ανεπίσημου –και χαλαρού– queer ύμνου, φιλικού προς τους πολλούς, δυνητικά.
Μόνο στην τελευταία στροφή, η ρητορική γίνεται πιο οξεία και η ορολογία πιο σύγχρονη, ως «woke» αναστοχασμός, με όποιες ατραπούς αυτό μπορεί να περιλαμβάνει: «Γη του rainbow καπιταλισμού / Γη του στείρου δικαιωματισμού / Γη της μούγκας, της συνενοχής / Του pinkwashing, της υποκρισίας…». Και πάλι όμως, η αίσθηση που μένει είναι ενός στοχευμένου πλην χαλαρού αυτοσχεδιασμού μιας παρέας που κάνει το κέφι της ασελγώντας στα ταμπού με τον πιο δημιουργικό τρόπο.
Και στο φινάλε, όποιος και όποια θίγεται από τους στίχους, ας πάει να ακούσει τραγούδια μαζικά, δημοφιλή και κατεστημένα στα ξενυχτάδικα της επικράτειας, όπως το «Πουτάνα στην ψυχή», ας πούμε, το οποίο παιζόταν και παίζεται παντού, και ποτέ δεν τρέχει τίποτα.
Χρυσοπράσινο γκλίτερ