ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΗΝΑ, το Nemo έγινε το πρώτο non binary (μη δυαδικό) άτομο που κέρδισε τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, εκπροσωπώντας την Ελβετία, δίνοντας έτσι μια σημαντική ώθηση στην ορατότητα των μη δυαδικών ατόμων και στο δικαίωμά τους στον αυτοπροσδιορισμό. Για πρώτη φορά είδαμε επίσης σε τόσο ευρεία κλίμακα τα περισσότερα ελληνικά μέσα, ακόμα και τα πιο mainstream, να υιοθετούν το ουδέτερο άρθρο και τις ουδέτερες ως προς το φύλο αντωνυμίες, αναφερόμενα στο Nemo.
Σε μια φιλολογικού ενδιαφέροντος σελίδα στο Facebook πριν από λίγο καιρό ξέσπασε μεγάλη διαμάχη, όταν κάποιο μέλος της σελίδας αναρωτήθηκε αν θα πάει μακριά η βαλίτσα με όλα αυτά τα παπάκια (δηλαδή το σύμβολο @, που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο για να μην περιοριστεί η κατάληξη σε ένα γένος μόνο) και τους νεωτερισμούς των ΛΟΑΤΚΙ+, που και μπερδεύουν και επιδιώκουν να αλλάξουν με το έτσι θέλω τους κανόνες της γλώσσας. Οι αντεγκλήσεις μεταξύ των μελών της σελίδας που υποστήριζαν είτε τη μία άποψη είτε την άλλη, όπως ήταν φυσικό, ήταν σφοδρές.
Ένας cisgender και ετεροφυλόφιλος φίλος πρόσφατα παραδέχτηκε την αδυναμία του να κατανοήσει πώς ακριβώς χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα το gender neutral they/them και πως όταν τον καλούν σε παρουσιάσεις βιβλίων στις οποίες θα μιλήσουν ποιητ@ ή συγγραφ@, δεν έχει ιδέα πώς θα πρέπει να τους απευθυνθεί, σε τυχόν ερώτησή του, ώστε να μην προσβληθούν κάποι@ από τ@ παριστάμεν@.
Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μετασχηματίζεται συνεχώς και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Το 1953, όταν εξελέγη η πρώτη βουλεύτρια στην Ελλάδα, η Ελένη Σκούρα, ο όρος «βουλεύτρια» θα ακουγόταν εξωπραγματικός.
Κινδυνεύει και απειλείται η γλώσσα από αυτούς τους νέους γλωσσικούς κανόνες; Ή μήπως οι μόνοι που απειλούνται είναι όσοι τόσα χρόνια ένιωθαν πως η γλώσσα και τα γένη της τους ανήκουν; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τη σημασία της συμπερίληψης, μέσα από την ετεροκανονική φούσκα μας; Μήπως χρειάζεται χρόνος για να ενσωματώσουμε κάποιους κανόνες;
Η συμπεριληπτική ή ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα αφορά τη χρήση λέξεων που δεν συντηρούν σεξιστικά στερεότυπα και διαχωρισμούς στα φύλα και δεν αποκλείουν ομάδες ανθρώπων, όπως γινόταν καθ' ολοκληρίαν παλιότερα. Επιπλέον, αποφεύγονται οι λέξεις που μπορεί να αντικατοπτρίζουν προκαταλήψεις και διακρίσεις και δίνεται το δικαίωμα στα άτομα να αυτοπροσδιορίζονται όπως εκείνα το επιθυμούν, κάτι που αφορά, εκτός από άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, και τις γυναίκες αλλά και άλλες ταυτότητες, όπως φυλετικές και εθνοτικές.
Η γλώσσα ή, μάλλον, ο τρόπος που τη χρησιμοποιούμε είναι πολύ λιγότερο αθώος από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, κάτι που έχει γίνει περισσότερο αντιληπτό τις τελευταίες δεκαετίες, όπως έχει γίνει αντιληπτό και γιατί κάποια στεγανά είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουν. Θυμόμαστε όλοι, για παράδειγμα, πόσο σθεναρή αντίσταση συνάντησε ο όρος «βουλεύτρια» μέχρι να αρχίσει να καθιερώνεται και πως οι υπόλοιπες επιλογές ήταν μεταξύ του πατροπαράδοτου αρσενικού «βουλευτής» και του υποτιμητικής χροιάς «βουλευτίνα». Τα «ταξιτζού» και «μανάβισσα», πάλι, ήταν πάντα, για ευνόητους λόγους, κάτι πολύ κοινό, ενώ η φιλόλογος, η δικηγόρος και η γιατρός βασίλευαν.
Η συμπεριληπτική γλώσσα δέχεται τώρα καινούργια πυρά και μία ακόμα αντίσταση από όσους ισχυρίζονται πως η ελληνική γλώσσα –μια κατεξοχήν έμφυλη γλώσσα– κακοποιείται έτσι, πως δεν γίνεται να αλλάξουν οι κανόνες στα γένη και στις αντωνυμίες, πως τα παπάκια στραγγαλίζουν (sic) τη γλώσσα, πως όλοι αυτοί οι νεολογισμοί συνιστούν μια απόπειρα επιβολής της woke κουλτούρας, πως η γλώσσα θα τους ξεράσει στο τέλος και πως, έστω κι αν δεν είναι επικίνδυνοι, αυτοί οι κανόνες είναι, αν μη τι άλλο, αστείοι και γραφικοί.
Δικαιολογημένη, θα λέγαμε, αντίδραση. Η απόλυτη, ολοκληρωτική και πέρα από κάθε αμφιβολία επικράτηση του αρσενικού και όλων των καταλήξεών του έχει εμποτίσει τόσο τη γλώσσα που δεν είναι εύκολο μέσα σε μερικές δεκαετίες να αλλάξουν οι νοοτροπίες. Πόσο εύκολο είναι για τον προνομιούχο να καταλάβει ότι καταπιέζει, ναι, ακόμα και γλωσσικά, και στερεί από το καταπιεζόμενο άτομο το δικαίωμα απλώς να υπάρχει και να αποκαλείται όπως αυτό επιθυμεί; Όταν για αιώνες το αρσενικό γένος ήταν αυτό που συμπεριλάμβανε και τις γυναίκες και δεν υπήρχε καν στον ορίζοντα η υποψία άλλων ταυτοτήτων και η ρευστότητα φύλου;
Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως οι νέοι συμπεριληπτικοί τύποι δυσκολεύουν αρκετό κόσμο, τόσο με τα ουδέτερα όσο και με τα @, που δεν είναι σαφές πώς χρησιμοποιούνται στον προφορικό λόγο και για τα οποία ακούγονται ακόμα διάφορες ενστάσεις και από ειδικούς γλωσσολόγους για το κατά πόσο είναι δόκιμα, κατά πόσο συμπεριλαμβάνουν τελικά όλα τα φύλα και για το αν το ουδέτερο μπορεί να αναφέρεται και σε έμψυχα.
Υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση από την αμηχανία, την εύλογη δυσκολία ή και την άγνοια μέχρι τις λυσσαλέες αντιδράσεις κάποιων, ακόμα και στις τάξεις των διανοουμένων, που δεν μπορεί παρά να υποκρύπτουν τα ομοφοβικά και υπερσυντηρητικά αντανακλαστικά όσων νιώθουν πως απειλούνται από μερικά παπάκια, λες και τους υποχρέωσαν να χρησιμοποιούν για τους ίδιους το άρθρο «το» ή τα they/them στα αγγλικά. Από την άλλη, παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν πως πρόκειται πρωτίστως για ζήτημα δικαιοσύνης. Τα όρια της γλώσσας καθορίζουν τα όρια του κόσμου μας, σύμφωνα με τον Wittgenstein, αλλά και τα πεπερασμένα όρια της γλώσσας κάποιων είναι αυτά που οριοθετούνται ευκρινώς από τα βαθιά ριζωμένα προνόμιά τους.
Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μετασχηματίζεται συνεχώς και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Το 1953, όταν εξελέγη η πρώτη βουλεύτρια στην Ελλάδα, η Ελένη Σκούρα, ο όρος «βουλεύτρια» θα ακουγόταν εξωπραγματικός. Σιγά-σιγά αρχίζει να ακούγεται όλο και περισσότερο το ουδέτερο για τα non binary άτομα στη δημόσια σφαίρα, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα και πως το misgendering δεν είναι συχνό φαινόμενο. Ίσως σε μερικές δεκαετίες η γλώσσα να έχει αφομοιώσει τόσο τον συμπεριληπτικό λόγο που όλα αυτά να είναι αυτονόητα ζητήματα.
Έχει ενδιαφέρον πως την πρώτη καταγραφή της λέξης «συμπερίληψη», το λόγιο «συμπερίληψις», τη συναντούμε το 1888 στον Σπυρίδωνα Τρικούπη και πως μόνο τα τελευταία χρόνια φυσικά πήρε την έννοια που γνωρίζουμε. Μία θεωρητικά αραχνιασμένη λέξη που έρχεται από τον 19ο αιώνα και όχι κάποιος νεολογισμός, όπως αυτοί που εισπράττουν τη χλεύη των αντι-woke ή κάποια από τις πολλές αγγλικές που μέσω των gender studies καθιερώθηκαν και στα ελληνικά, είναι αυτή που προσαρμόστηκε στις νέες κοινωνικές συνθήκες.
Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την ευελιξία του ίδιου του όρου, ο οποίος έγινε η ομπρέλα της προσπάθειας να δοθεί ένα τέλος στις διακρίσεις που εμφιλοχωρούν στη γλώσσα, και να ελπίσουμε πως θα δούμε σταδιακά την ανάλογη προσαρμοστικότητα και στα επίμαχα γλωσσικά ζητήματα για τα οποία συζητάμε και θα αντιληφθούμε πως η κυρίαρχη ετεροκανονική κουλτούρα δεν είναι η μόνη, αλλά υπάρχουν διαφορετικότητες που καταπιέζονται και βιώνουν αποκλεισμό, ναι, ακόμα και μέσα στη γλώσσα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.