ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ΟΤΙ η πανδημία δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμα μαζί μας, εμείς όμως μοιάζουμε να έχουμε τελειώσει μαζί της στο μυαλό μας, σαν κάποιον/α που κουράστηκε από τις αναταράξεις και τα σκαμπανεβάσματα μιας τοξικής σχέσης, και κάθε μέρα αποτραβιέται όλο και περισσότερο. Όχι ότι παύσαμε να ανησυχούμε ή να προσέχουμε (αυτά που μας λένε να προσέχουμε κάθε φορά), απλά συνεχίζουμε μηχανικά αυτό το μονότονο σούρσιμο εντός, εκτός και επί τα αυτά, αναμένοντας την πορεία των εμβολιασμών, χωρίς να έχουμε πλέον τόσο έντονες απόψεις για την συνθήκη, τα μέτρα, τα κλεισίματα, τα ανοίγματα, τα ωράρια, τις προοπτικές επιστροφής σε μια κλονισμένη έστω «κανονικότητα».
Και όταν περάσει ο καιρός και μπορέσουμε να εξετάσουμε με απόσταση, ψυχραιμία και νηφαλιότητα όλη αυτή την περίοδο της αρρώστιας, της απόστασης και του εγκλεισμού, ίσως και να ντραπούμε για κάποια ξεσπάσματα και κάποιες άναρθρες κραυγές μας κατά παντός αρμοδίου και μη ή και κατά απλών συμπολιτών μας τους οποίους ενδεχομένως σπεύσαμε βιαστικά να καταγγείλουμε ως ανεύθυνους, ως επιπόλαιους, ως αρνητές (η Ελλάδα μοιάζει να έχει, σύμφωνα με κάθε σχετική ένδειξη, ένα από τα μικρότερα ποσοστά αρνητών της πανδημίας και του εμβολίου σε όλο τον κόσμο).
Μπορεί να κατηγορήσει κανείς την κυβέρνηση για μικροπολιτική εργαλειοποίηση της πανδημίας, όσον αφορά όμως στα σκληρά και εν συνεχεία «ευέλικτα» και μετά πάλι σκληρά μέτρα κ.ο.κ. που μας έκαναν τα νεύρα ακορντεόν, η χώρα μας όμως απλά ακολούθησε τον «βλέποντας και κάνοντας… κι ο θεός βοηθός» (ή «…κι όποιον πάρει ο χάρος») ανεξερεύνητο δρόμο που πήραν και οι μεγάλοι μας σύμμαχοι.
Θα έχουμε τουλάχιστον την δικαιολογία ότι τελούσαμε υπό καθεστώς φόβου, σύγχυσης και κόπωσης, παρακολουθώντας να συντελείται τριγύρω μας ένα έργο γεμάτο ανατροπές στην πλοκή με τα δεδομένα της αφήγησης να αλλάζουν διαρκώς. Αν η πανδημία ήταν παραβολή, το δίδαγμά της θα ήταν να μην είμαστε τόσο σίγουροι για τις ατζέντες και για τις βεβαιότητές μας, πολλές από τις οποίες δοκιμάστηκαν αυτό το διάστημα και κάποιες κατέρρευσαν, όπως κατέρρευσε και η όποια σιγουριά που μπορεί να νιώθαμε σχετικά με την αποτελεσματικότητα των λεγόμενων προηγμένων κοινωνιών στην διαχείριση υγειονομικών κρίσεων τέτοιας κλίμακας.
Μπορεί να κατηγορήσει κανείς την κυβέρνηση (και το ελληνικό πολιτικό σύστημα εν γένει) για μικροπολιτική εργαλειοποίηση της πανδημίας, όσον αφορά όμως στα σκληρά και εν συνεχεία «ευέλικτα» και μετά πάλι σκληρά μέτρα κ.ο.κ. που μας έκαναν τα νεύρα ακορντεόν, η χώρα μας όμως απλά ακολούθησε τον «βλέποντας και κάνοντας… κι ο θεός βοηθός» (ή «…κι όποιον πάρει ο χάρος») ανεξερεύνητο δρόμο που πήραν και οι μεγάλοι μας σύμμαχοι. Και όπως κι εκείνοι – με ελάχιστες εξαιρέσεις – βρεθήκαμε κι εμείς να αλλάζουμε ρόλο (άλλοτε νικητές, άλλοτε χαμένοι, άλλοτε οι καλοί κι άλλοτε οι κακοί της ιστορίας) από επεισόδιο σε επεισόδιο αυτής της ιστορίας που ένα χρόνο μετά την έναρξή της, μας έχει μουδιάσει τον εγκέφαλο, παρά τις συνεχείς ανατροπές και τα «επιδημιολογικά μυστήρια» που την περιβάλλουν.
Ακόμα και το σουηδικό μοντέλο, που είχε οδηγηθεί στην πυρά σε προηγούμενα κεφάλαια της πανδημίας, στη παρούσα φάση, με την χαλάρωση των μέτρων ανά την Ευρώπη παρά την επίμονη διασπορά του ιού, δεν μοιάζει πλέον τόσο αδέκαστο, «φιλάργυρο» και μοιραίο όσο πριν. Και ο αρχιτέκτονάς του, ο επικεφαλής επιδημιολόγος της Σουηδίας Άντερς Τέγκνελ – αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικούς καρατερίστες αυτής της ιστορίας – εξακολουθεί να λέει πως τα λοκντάουν δεν έχουν επιστημονική κατοχύρωση και πως η χρήση μάσκας δεν κάνει και τόσο σοβαρή δουλειά. Έχει δηλώσει επίσης, σε στεγνά σουηδικά, ότι και άλλες χώρες θα εφάρμοζαν αντίστοιχες πολιτικές αν τις τελικές αποφάσεις τις έπαιρναν οι ειδικοί αντί για τους πολιτικούς, και σε κάθε περίπτωση ζητά να μην τον κρίνουμε πριν τελειώσει το έργο. «Κάθε οριστική ετυμηγορία σχετικά με το τι λειτούργησε και τι όχι, με το τι ήταν καλό και τι ήταν κακό, είναι ακόμα μπροστά μας», δήλωσε πριν από λίγες μέρες. Σ’ αυτό έχει ένα δίκιο, σίγουρα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.