ΑΘΕΑΤΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ; Εμμονικός –ή διαταραγμένος– θαυμαστής; Δύσκολο να αποδοθεί μονολεκτικά ο όρος stalker στα ελληνικά, αλλά όπως και άλλες ψυχοπαθολογικές εκφάνσεις που φαίνεται να έχουν μεγεθυνθεί από την ψηφιακή επικοινωνία και τα social media, ξέρουμε τι σημαίνει, αν δεν το έχουμε βιώσει κιόλας. Και σίγουρα έχουμε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις στη σύγχρονη μυθοπλασία, σε ταινίες τρόμου και όχι μόνο.
Η αληθινή ζωή όμως είναι πάντα πιο σύνθετη και συχνά πιο τρομακτική από τη μυθοπλασία, και αυτή η σειρά που προσγειώθηκε πριν από μερικές μέρες στο Netflix έχει ήδη προκαλέσει έντονη (ενσυν)αίσθηση επειδή ακριβώς βασίζεται σε πραγματική ιστορία – και της φαίνεται. Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική.
Πρόκειται για μεταφορά της αληθινής εμπειρίας που είχε πριν από μερικά χρόνια ο δημιουργός και πρωταγωνιστής της σειράς, ο νεαρός Σκωτσέζος κωμικός Ρίτσαρντ Γκαντ, όταν μια μεσήλικη γυναίκα εμφανίστηκε ξαφνικά στη ζωή του και εν συνεχεία, όταν δεν βρισκόταν μπροστά του, τον βομβάρδιζε καθημερινά με μηνύματα που έφτασαν το κολοσσιαίο σύνολο των 41.000.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια μαζοχιστική σπουδή χαρακτήρων και μια κατάδυση στα πιο σκοτεινά βάθη της κακοποίησης και του τραύματος όπου οι γκρίζες ζώνες διευρύνονται διαρκώς και τα όρια ανάμεσα στον διώκτη (την διώκτρια εν προκειμένω) και το «θήραμα» γίνονται όλο και πιο θολά.
Αυτή του την εμπειρία τη μετέτρεψε σε ένα μονόπρακτο θεατρικό έργο που γνώρισε αρχικά μεγάλη επιτυχία στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου («όταν το κοινό γελά είμαι κωμικός, όταν δεν γελά είμαι performance artist», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος μέσω της εκδοχής του εαυτού του που υποδύεται στη σειρά), μεταφέρθηκε στο Γουέστ Εντ για να καταλήξει σ’ αυτήν τη σειρά επτά επεισοδίων που ώρες-ώρες κόβει την ανάσα, όταν δεν προκαλεί νευρική αμηχανία στον θεατή. Υπάρχουν και στιγμές λυτρωτικής κωμωδίας, υπάρχουν και πολλά ωραία τραγούδια, αλλά το κυρίαρχο mood είναι μάλλον απειλητικό.
Το Baby Reindeer είναι η δραματοποιημένη εκδοχή αυτής της ιστορίας, με τον Γκαντ να υποδύεται τον Ντόνι, ο οποίος είναι ένας κωμικός που μοιάζει να τα έχει κάνει μαντάρα και στη ζωή και στην τέχνη του, ώσπου μια μέρα εμφανίζεται στο μπαρ που δουλεύει η Μάρθα, μια παχύσαρκη μεσήλικη γυναίκα με το πιο εγκάρδιο γέλιο που έχει ακούσει ποτέ.
Αμέσως σχεδόν, εκείνη του εκφράζει τη συμπάθειά της (ο τίτλος προέρχεται από το «τρυφερό» παρατσούκλι που του κολλάει), την οποία αυτός αποδέχεται, παρότι είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με τη Μάρθα, καθώς ο Ντόνι βρίσκεται στο ναδίρ της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησής του. Ενώ έχει ήδη αντιληφθεί ότι η Μάρθα είναι ένα σοβαρά διαταραγμένο άτομο, ο ίδιος αναρωτιέται: «Αν η ζωή σου είναι πλέον εντελώς ανάξια λόγου, μπορεί κανείς πραγματικά να την καταστρέψει;».
Αυτό που ακολουθεί είναι μια μαζοχιστική σπουδή χαρακτήρων και μια κατάδυση στα πιο σκοτεινά βάθη της κακοποίησης και του τραύματος όπου οι γκρίζες ζώνες διευρύνονται διαρκώς και τα όρια ανάμεσα στον διώκτη (τη διώκτρια, εν προκειμένω) και το «θήραμα» γίνονται όλο και πιο θολά. Οι τρομακτικές πτυχές της συνεξάρτησης και το πώς η ενδοσκόπηση καταντάει παραλυτικός ναρκισσισμός σπανίως έχουν παρουσιαστεί με τόση πειστικότητα.
Το πιο ζόρικο επεισόδιο όμως (το τέταρτο) δεν περιλαμβάνει καν τη Μάρθα, εξηγεί όμως τον λόγο που ο ίδιος έφτασε σε τέτοια επίπεδα αυτολύπησης και αυτοκαταστροφής. Η Μάρθα μοιάζει με ένα πληγωμένο, δυστυχισμένο τέρας, κι εκείνος μπορεί να είναι ευάλωτος, ευαίσθητος και χαμένος, αλλά όχι εντελώς αθώος.
Baby Reindeer | Official Trailer | Netflix